Δεν ξέρω πως μου τα έσκασε αυτό το Σαββατοκύριακο αλλά την βρήκα πολύ με το να παρακολουθώ σειρές. Όχι ξένες υπερπαραγωγές, ούτε καν δεκαετίας, παρακολούθησα εδώ δικές μας σύγχρονες ντόπιες, άλλοτε κωμωδίες μαύρου χιούμορ και άλλοτε τραγωδίες από αυτές που ξεπερνούν την ζωή όπως την είχαμε μέχρι τώρα συνηθίσει. Τις παρακολούθησα και ζωντανά μάλιστα, με μόνο μειονέκτημα πως έπρεπε να σηκωθώ από την τηλεόραση και να βγω από το σπίτι, στις αληθινότατες σειρές των ΑΤΜ που οι πρωταγωνιστές ήταν καθημερινοί άνθρωποι όλοι με πρώτο ρόλο στη συλλογική σχιζοφρένεια που παίζεται σε όλες τις γειτονιές της χώρας.
Σε ουρά σε τράπεζα του κέντρου, οι βλαστήμιες σπάνε το νωχελικό πρωινό της Κυριακής, η ζέστη ξεκινά να λιώνει την υπομονή, κάποιος έρχεται και μου λέει «έκανα κατάθεση δέκα ευρώ για να μπορέσω να βγάλω τα έντεκα που έχω στον λογαριασμό μου ως εικοσάευρο», φαίνεται νορμάλ άτομο αλλά τα έχει εντελώς χαμένα. Μπορεί να είναι και μαστουρωμένος αλλά δεν νοιάζεται κανείς, όλοι ρωτάνε «αν το μηχάνημα έχει λεφτά» μηχανικά και φεύγουν. Το ρευστό έχει τελειώσει.
Τα ΑΤΜ έχουν γίνει οι νέες πιάτσες που οι οδηγοί περνούν και ρωτάνε όσους περιμένουν «αν έχει λεφτά», ένας μαγκίτης του κέντρου μας λέει πως το μηχάνημα μέσα στο σταθμό στο Μοναστηράκι έχει πάντα λεφτά γιατί από εκεί «τα παίρνουν οι τουρίστες». Σκεπτόμενος εντελώς αντανακλαστικά, πάω σε ένα εξίσου τουριστικό ΑΤΜ στον σταθμό της Ακρόπολης. Θα πιω καφέ στο μουσείο περιμένοντας να καταρρεύσει μέχρι και η Ακρόπολη. Και οι άλλοι ακόμα θα περιμένουν στις ουρές. Σ’ ένα ξέμπαρκο μηχάνημα δίπλα στο μουσείο της Ακρόπολης, πιάνω κουβέντα με κάποιες νεαρές Αμερικανίδες για το “cash”. Φαίνεται πως έχουν διάθεση για χαβαλέ όμως κρατάνε κάποια όρια, περιμένουν από εμένα να κάνω κάποιο αστείο για την χρεοκοπία, τους εξηγώ πως είναι τυχερές που είναι μια τόσο ιστορική στιγμή δίπλα στην Ακρόπολη, μου εύχονται «καλή τύχη» και απλά μειδιώ αμήχανα.
Αν η Ελλάδα αυτή τη στιγμή κοντράρει τους θεσμούς για την αξιοπρέπεια της το δράμα της κόντρας αυτής είναι πως στο εσωτερικό της ο πανικός έχει κερδίσει. Η τύχη της μπορεί να της χαμογελάει μακροπρόθεσμα αλλά οι συμπληγάδες και οι σειρήνες των δαιμόνιων τηλε-ρεπόρτερ με τους «αερομεταφερόμενους αναρχικούς» μέχρι τις ιδεολογικές αναφορές του Βορίδη για τους «κομμουνιστές» πρέπει να πεισμώσουν όσους δεν τους έχει αγγίξει ο αναδυόμενος μιντιακός τρόμος μπας και απελευθερώσουν τους τρομοκρατημένους διπλανούς τους. Ο πανικός που έχει δημιουργηθεί είναι το αποτέλεσμα της αντανάκλασης του φόβου των ντόπιων και ξένων ελίτ πάνω στην πάντα εύπλαστη μεσαία τάξη.
Το βράδυ μετά το διάγγελμα του πρωθυπουργού στα ΑΤΜ της Καραγιώργη Σερβίας οι ουρές αρχίζουν να διπλώνουν σαν φίδια, μόνο που δεν δαγκώνουν ακόμα, σπέρνουν πανικό, διαπληκτισμούς και διπλασιάζονται. Αν αυτές οι σειρές αποκάλυψαν κάτι, είναι οι βόμβες διασποράς με εκρηκτική ύλη τον τρόμο που ήταν τοποθετημένες στα θεμέλια του συλλογικού ασυνείδητου. Ενστικτωδώς η τρομοκρατία που διασπείρεται από τα ΜΜΕ παίρνει διαστάσεις εθνικής τραγωδίας, επειδή όλοι έχουν στοιχηματίσει υπέρ των δανειστών και όχι όσων παράγουν τον πλούτο αυτού του τόπου επιβάλλοντας στην ουσία τη δήλωση του κ. Τουσκ, προέδρου του Συμβουλίου Υπουργών, ότι οι Ελληνες πρέπει ή να αποδεχτούν τις απαιτήσεις των θεσμών ή θα χρεοκοπήσουν.
Σε όσο χρόνο χρειάζεται ένα νόμισμα για να γυρίσει, η τραγωδία μετατοπίστηκε από τα ανατολικά και νότια σύνορα της χώρας στα ΑΤΜ της, από πολυεθνική έγινε ελληνικότατη. Οι πνιγμένοι μετανάστες ξεχάστηκαν και οι πνιγμένοι πια είναι οι Έλληνες μικροαστοί που αγωνιούν ν’ ακούσουν τη ροδέλα του ΑΤΜ να γυρνάει ξερνώντας ρευστό. Ενώ η Ευρώπη καταστρέφει την οικονομία της Ελλάδας χωρίς κανένα λόγο στη χρονογραμμή των κοινωνικών μέσων μου το ΟΧΙ εναλλάσεται με το ΝΑΙ με ρυθμούς κινηματογραφικού καρέ, τα πάντα θολόνουν και οι Έλληνες που τρομάζουν στην ανάληψη των 100 ευρώ ανα ημέρα αλλά πιστεύουν πως ο μισθός των 380 ευρώ είναι απαιτούμενος για την «ανάπτυξη». Μια χώρα που η πλειοψηφία σπεύδει στα ΑΤΜ για να προκαλέσουν την «καταστροφή» που τρέμει, θα ψηφίσει «ΟΧΙ»;
Μια κοινωνία που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με λίγο χιούμορ τις στιγμές αυτές, δεν θα μπορέσει ποτέ να επουλώσει τα τραύματα του. Στο σχολείο μας μάθαιναν πως οι φαντάροι στο το 40 πήγαιναν στο μέτωπο χαμογελαστοί. Ίσως να χαμογελούσαν μόνο για την φωτογραφία και ίσως στο σχολείο να μας έλεγαν μαλακίες όμως τώρα χαμογελούν πολλοί λίγοι. Μόνο όσοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, οι βαθύτατα χτυπημένοι από την κρίση παίρνουν την εκδίκηση τους. Οι μικροαστοί φοβούνται πως θα «πέσει πείνα» σε μια χώρα που το ένα τρίτο της ζει κάτω από όρια της φτώχειας, σε μια χώρα που τα συσσίτια έχουν γίνει πηγή ζωής για τους απόκληρους και τους νεο-απόκληρους της κρίσης. Οι επί μήνες απλήρωτοι, όσοι «δεν έχουν μια», όσοι δεν βγάζουν λεφτά σε εβδομαδιαία βάση, δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Τουλάχιστον το ένα τρίτο της χώρας, αυτοί που δεν πανικοβλήθηκαν και χαμογέλασαν ίσως και χαιρέκακα για αυτούς με το λίγο εναπομείναν λίπος που γράσαρε την υπομονή τους στην λιτότητα. Και τώρα που το λίπος εξατμίζεται εν μια νυκτί τα γρανάζια κολλάνε και το ταξικό μίσος θα θεριεύσει, πρακτικά πια.
Πρώτη φορά, βλέπω στα μπαλκόνια της γειτονιάς τους συνομηλίκους μου, να μιλούν στο τηλέφωνο και να είναι πάνω από τα λάπτοπ και τις ταμπλέτες τους. Θυμίζουν την φρενήρη εξέλιξη του Δεκέμβρη, μόνο που τώρα η σφαίρα δεν ξέρουμε πότε θα χτυπήσει και που. Τα δεδομένα αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή, το πρωί δεν πάμε σε Capital Controls, μισή ώρα πριν το διάγγελμα του Πρωθυπουργού ανακοινώνεται πως πάμε σε κλείσιμο τραπεζών για όλη τη βδομάδα, το ευρώ καταρρέει σε όλες τις αγορές και τις κάνει να χορεύουν συρτάκι. Παρόλο τον πανικό, η μόνη ευεργετική παρενέργεια των πέντε χρόνων μνημονίου είναι πως «ξεβρακώνει» ιδεολογικά τους πάντες. Ο καθένας και η καθεμία παίρνουν θέση ανοιχτά πια. Τα κλειστά χαρτιά τελείωσαν και πια η παρτίδα δεν χωράει μπλόφες. Το τελευταίο χέρι έχει αρχίσει να παίζεται με παιγμένη μια ολόκληρη χώρα απέναντι στην μαφία των Βρυξελλών με τις γραβάτες.