Η πρώτη εικόνα πού έχει για την Αστυπάλαια ο ταξιδιώτης που φθάνει (ξημερώματα συνήθως) με το πλοίο είναι, ίσως, η πιο αντιπροσωπευτική του νησιού: ένα κτήριο στο πουθενά και ένας δρόμος ανάμεσα σε βράχια και θάλασσα , σε απόλυτη ξεραίλα, οδηγεί ένας διάβολος ξέρει πού.
Αν εξαιρέσεις τους δύο (ουσιαστικά) οικισμούς, τη Χώρα με τα περίχωρά της: τον Πέρα Γιαλό (το παλιό λιμάνι) από τη μια και το Λιβάδι από την άλλη στο ένα φτερό της πεταλούδας και τη Μαλτεζάνα (επισήμως: Ανάληψη ) στο άλλο φτερό (το Βαθύ , στα βόρεια, έχει σχεδόν αποκοπεί) το νησί είναι μία ανεμοδαρμένη άγονη έκταση από βράχια, πέτρες και χώμα, σπαρμένη με αγκάθια και κατοικημένη από κατσίκια, κοράκια και κουκουβάγιες (αλλά χωρίς κανένα φίδι-η Αστυπάλαια είναι εντελώς snake-free) που τη διασχίζουν δύσκολοι χωματοδρομοι πολλών χιλιομέτρων που οδηγούν άγνωστο πού: σε κάποιο μοναστήρι, κάποια παραλία, κάποια στάνη.
Αυτήν την άλλη όψη της Αστυπάλαιας θέλησε να καταγράψει με την κάμερά του ο Γάλλος φωτογράφος Pierre Berthuel.
Το οδοιπορικό ονομάζεται «Μέσα απ΄το παρμπρίζ μου» και έχει ως θέμα την άγρια κ ξηρή πλευρά της Αστυπάλαιας. Αυτό που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του νησιού και που πολλοί δεν περιμένουν να δουν. Αν και οι αποστάσεις δεν είναι μεγάλες, μ’ένα αμάξι που δε μπορεί να κινηθεί με πάνω από 30χμ την ώρα στους χωματόδρομους, το νησί μοιάζει με μια αχανή βραχώδη έρημο, όπου τη μονοτονία διακόπτουν τα διάφορα κατσίκια που εμφανίζονται αναπάντεχα στη διαδρομή. Άλλοτε αστεία κ άλλοτε τραγεγλαφικά, όπως τα «διόδια» από συρματόπλευγμα (όχι, δεν πληρώνεις), το σκύλο που εμφανίζεται απ΄το πουθενά εκλιπαρώντας για νερό ή το παρατημένο φορτηγάκι παράμερα στο δρόμο με το σύνθημα «Μαρία Χουακίνα, είσαι πουτάνα» υπογραφή Σιρίλο.