Διάβασα στον υπολογιστή την είδηση για τα εκτεταμένα επεισόδια που ακολούθησαν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια και ξεκίνησα από το Μετς που βρισκόμουν, να περπατάω προς Σύνταγμα. Πήρα μαζί μου τη μηχανή χωρίς την πρόθεση να φωτογραφίσω ειδησεογραφικά. Φτάνοντας τα επεισόδια είχαν απλωθεί σ’ όλο το κέντρο. Aπό τη Συγγρού μέχρι το Πολυτεχνείο υπήρχαν φωτιές και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σειρήνες των Πυροσβεστικών και ο κρότος από τα δακρυγόνα που έσκαγαν σε διαφορετικά σημεία της πόλης. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, έτσι άρχισα να ακολουθώ διαδρομές μακριά από τα δακρυγόνα των ΜΑΤ και τα σημεία που γίνονταν συμπλοκές με ομάδες ανθρώπων που έσπαγαν και καίγανε ότι βρίσκαν μπροστά τους. Μάλλον περισσότερο με ένστικτο αρχίζω να φωτογραφίζω μια Αθήνα αλλόκοτη, έρημη από περαστικούς και αυτοκίνητα. Στο μυαλό μου υπάρχει συνέχεια η σκέψη ότι όταν το σπίτι σου καίγεται εσύ δεν τρέχεις να το φωτογραφίσεις, αλλά η δύναμη του συμβολισμού του κατεστραμμένου αστικού τοπίου είναι ανίκητη.

Από το Σύνταγμα μέχρι το Κολωνάκι δεν διασταυρώνομαι με ούτε έναν άνθρωπο και όταν θα γίνει αυτό πιο κάτω στη Σόλωνος κοιταζόμαστε με απορία για το τι συμβαίνει. Κάνω λυτρωτικές σκέψεις για την τετραετία μετά την Ολυμπιάδα πως τελικά όντως ήταν καταστροφική για τη χώρα  και δεν ήταν παραίσθηση μιας μειοψηφίας ανθρώπων. Τα σημάδια της παρακμής της ελληνικής αστικής τάξης, αν υπήρξε ποτέ αυτό, απλωνόντουσαν μ’ ένα πολύχρωμο εξωτικό περιτύλιγμα καταστροφής παντού. Αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τράπεζες καμένες, καπνοί και πολύχρωμες σειρήνες, πυροσβέστες με αστραφτερά κράνη, αστυνομικοί με στολές σαμουράι, ομάδες εφήβων με κουκούλες. Φωτογράφισα τις τρεις πρώτες ημέρες των επεισοδίων. Νομίζω τα πρώτα σημάδια μιας βίαιης αλλαγής που έρχεται στον τρόπο που ζούμε και σκεφτόμαστε.