Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, και Αθήνα δεν είναι μόνο το κέντρο της, ακόμη κι αν όλοι οι νυχτερινοί δρόμοι δείχνουν να οδηγούν σε αυτό τα τελευταία χρόνια. Τι γίνεται όμως με όσους κατοικούν λιγότερο ή περισσότερο μακριά από αυτό και κάθε φορά που στις παρέες τους πέφτει η πρόταση «είστε να πάμε κέντρο;», συνοδεύεται από…αφόρητους προβληματισμούς τύπου «λεφτά για ταξί», «λεφτά για βενζίνη», «πήγαινε-έλα με συγκοινωνίες» και πάει λέγοντας; Ευτυχώς, λοιπόν, εδώ και μία διετία τουλάχιστον γίνεται δουλίτσα και εκτός κέντρου, με τις ανά τη suburbia πιάτσες να αυξάνονται και να πληθύνονται, και με ολοένα και περισσότερα από τα μαγαζιά των προαστίων να μη θυμίζουν σε τίποτα αυτά που αντίκριζε κανείς παλιότερα, καθώς η εικόνα του «παρακμιακού μπαρ της γειτονιάς» που πήγαινες μόνο γιατί μία συγκαταβατική ανάγκη το πρόσταζε, έχει δώσει τη θέση του σε χώρους που τους βλέπεις και τρίβεις τα μάτια σου.
Πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, δύο φίλοι στην Κάντζα αποφάσισαν ως «απένταροι» (broke, το πιασες;) να φορέσουν καπελάκια αλά εποχή ποτοαπαγόρευσης, χωρίς όμως να απαρνηθούν την αγάπη τους για την industrial αισθητική. Και εγένετο Brokies, ένα all-day bar που…γράψε λάθος. Πλέον είναι all-day bar-restaurant. Γιατί φτάνοντας στο 7 της Λ.Λαυρίου μπορείς να κατευθυνθείς πρώτα στην αριστερή πτέρυγα του Brokies για να ικανοποιήσεις τον ουρανίσκο σου με κάποιο από τα πιάτα της μοντέρνας κουζίνας του και στη συνέχεια, να κινηθείς προς τα δεξιά, προς τη μπάρα, όπου και θα απολαύσεις κάποιο κοκτέιλ-υπερπαραγωγή.
Αυτή την τακτική ακολούθησα τη φαινομενικά πιο «ξενέρωτη» ημέρα της εβδομάδας (η Δευτέρα είναι πάντα απότοκος του Σαββατοκύριακου και η Τετάρτη πρόλογος του Πεμπτοπαρασκευοσαββατοκύριακου, οπότε η Τρίτη τις κοιτάει συνήθως κάπως αμήχανα). Ρωτώντας έμαθα ότι ο σεφ Μανώλης Πιθάρας φέρει περγαμηνές από το Costa Navarino και αυτό όσο να ‘ναι εντείνει κάπως τις προσδοκίες. Τις οποίες ικανοποιεί και με το παραπάνω, ειδικά με το μεγάλο και στο μάτι και στη γεύση (αυτό είναι που έχει μεγαλύτερη σημασία) κοντοσούβλι σε μια αρκούντως εξωτική εκδοχή (ας είναι καλά η ταυτόχρονη οξύτητα και γλυκύτητα του lime), και το Burger Brokies. Ειδική μνεία σε αυτό το μικρό έπος που θα έπαιρνες όρκο ότι ο κιμάς είναι μοσχαρίσιος, έλα μου όμως που είναι από κρέας προβατίνας, που μαζί με το ταλαγάνι Μεσσηνίας και τη χειροποίητη pickle sauce με μουστάρδα και κόλιανδρο ολοκληρώνουν το «τέλειο έγκλημα». Παρεμπιπτόντως, γενικά το κρέας όπως και οι περισσότερες πρώτες ύλες προέρχονται από την καλαματιανή γη.
Και τώρα ο λόγος στο αλκοόλ. Η παρέα μου γενικά το τσούζει, οπότε όταν περάσαμε στο bar δεν δοκιμάσαμε και λίγα από τα cocktails – κανείς μας δεν οδηγούσε, βλέπετε. Μας κέρδισαν το Strawberry Negroni, μια παραλλαγή του κλασικού Negroni που συνδυάζει αρμονικά δυο London Dry Gin, ένα παλαιωμένο κόκκινο και ένα λευκό Vermouth, Campari και orange bitter (όλα μαζί αρωματισμένα σε κενό αέρος με φρέσκες φράουλες) και το Rum Dmc. (πιάνετε το λογοπαίγνιο με τη hip-hop μπαντάρα, έτσι;) με ρούμι παλαιωμένο kai αρωματισμένο με μπαχαρικά και παντρεμένο με χυμό από φρέσκο μοσχολέμονο, φρέσκο πουρέ ανανά, σιρόπι από φρέσκο τζίντζερ και αρωματικό bitter. Και όλα αυτά σε ένα ποτήρι τοτέμ-νεκροκεφαλή που όσο κι αν με κοιτάει σαρδόνια, η γεύση του περιεχομένου του σταματά κάθε θανατική διάθεση.
Προσπαθώ να θυμηθώ ποιο ήταν το cocktail μέσα στο οποίο κολυμπούσε ένα κίτρινο πλαστικό παπάκι… Δεν βαριέσαι, θα το ζητήσω την επόμενη φορά. Νομίζετε ότι θ’ αργήσει;
Δείτε κι άλλες φωτογραφίες, για να σας ανοίξει η όρεξη #diplis