Είχαμ’ ελπίδες μια φορά κι ιδέες πολύ μεγάλες
κι η αγάπη μας ήταν βαθιά κι είχε ψηλό σκοπό.
Μα σβύστηκαν οι ελπίδες μας και χάθηκαν σαν άλλες
τι εδίστασαν τα χείλη μας να πούνε «σ’ αγαπώ».
Κι ήρθεν αρρώστια σκοτεινή που το κορμί το φθείρει
κι αμφιβολίες εφώλιασαν στο νου σιγά σιγά
κι εβαρέθηκεν το πάθος μας στο βούρκο να μας σύρει
το πάθος από την καρδιά, κάθε καλό τρυγά.
Και τώρα, που μας οδηγάν τρεμάμενα τα πόδια
ούτε κι μεις το ξέρουμε –και ποιος να μας το πει…
κι όσοι στον τάφο θ’ ακλουθάν τα θλιβερά μας ξόδια
ας πουν «τ’ ωραίο γυρέψανε μα βρήκαν την ντροπή».