Ανεβαίνοντας στο Βεάκειο Θέατρο Πειραιά για να ακούσω για πολλοστή φορά μια καλοκαιρινή συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα, είχα μια σιγουριά και μια αμφιβολία. Η σιγουριά έγκειτο στο γεγονός ότι όσα χρόνια σκαρφαλώνω λόφους και πληρώνω εισιτήρια για να βρεθώ στις κερκίδες του εκάστοτε θεάτρου που τον φιλοξενεί, ο Μάλαμας δεν με έχει κάνει ούτε μία στιγμή να μετανιώσω τα χρήματα που έδωσα και τον χρόνο που ξόδεψα σε μετακίνηση και αναζήτηση parking (συνήθως είναι πρόβλημα). Τα 12 ευρώ που κόστισε το εισιτήριο άξιζαν για κάποιον που έρχεται να τον ακούσει είτε για πρώτη φορά, είτε έπειτα από μια σχετικά μεγάλη παύση. Κι εδώ κατά έναν περίεργο τρόπο έρχεται η αμφιβολία. Τι καινούργιο έχει να μου προσφέρει άλλη μια συναυλία του Σωκράτη Μάλαμα; Απάντηση: μάλλον τίποτα, κι εξηγούμαι. Όσα χρόνια τον παρακολουθώ, οι εμφανίσεις του σε Αθήνα και πέριξ, δίνουν την αίσθηση ότι είναι… ίδιες. Αν εξαιρέσεις τα 2-3 τραγούδια από τους τελευταίους δίσκους του που προσθέτει στο πρόγραμμα και αν είσαι τυχερός την αλλαγή χώρου, όλα τα άλλα αποπνέουν τέτοιο αέρα σταθερότητας που από ένα σημείο και μετά καταντάει αν όχι πληκτικό, σίγουρα κουραστικό.
Για άλλη μια φορά λοιπόν είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τις μεγάλες του λαϊκές και ηλεκτρικές επιτυχίες, παιγμένες και τραγουδισμένες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τόσο που πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου να μαντεύει σωστά ακόμα και τις κορώνες ή τα γυρίσματα του τα οποία ασφαλώς δεν υπάρχουν στους δίσκους, αλλά τα απολαμβάνουμε, σταθερά και αμετάκλητα εδώ και χρόνια στα live. Όλα ήταν εκεί, απαράλλαχτα. Από τα βήματα του πάνω στη σκηνή, το ποια τραγούδια παίζει με την κλασική και ποια με την ακουστική κιθάρα, ακόμα και οι ατάκες του ανάμεσα στα τραγούδια. Πόσες φορές ακόμα θα ακούσουμε το αστειάκι ότι “θέλουμε να παίξουμε ακούραστα μέχρι το πρωί αλλά ο νόμος μάς κατεβάζει το ρεύμα λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα”;. Η προβλεψιμότητα των συμβάντων δε ήταν τέτοια που με τις πρώτες νότες από τα “Πάγια” μπορούσες να προβλέψεις ότι στη σκηνή θα εμφανιστεί να χορέψει το τιμητικό της τσιφτετέλι δίπλα στον τραγουδοποιό η συμπαθέστατη Γωγώ, προσωπική του φίλη, η οποία θα έλεγε κανείς ότι τον ακολουθεί παντού. Έτσι κι έγινε λοιπόν στον Πειραιά, πάγιες οι καταστάσεις. Το κοινό το οποίο είχε γεμίσει κάθε δυνατή επιφάνεια του θεάτρου, ασφαλώς δεν έδειχνε να προβληματίζεται από αυτό το ιδιότυπο και χρόνιο status quo. Κάθε άλλο, ο ενθουσιασμός ήταν διάχυτος και υπεράνω πάσης αμφιβολίας. Χειροκροτήματα, φωνές, αλκοόλ, χορός και χέρια που σφυροκοπούν τον αέρα ρυθμικά σε κάθε ρεφρέν. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο.
Όσον αφορά την ορχήστρα, επίσης καμία σχεδόν αλλαγή: η στάνταρ τετραμελής και καλοκουρδισμένη ορχήστρα με μουσικούς που όχι μόνο ξέρουν καλά τη δουλειά τους, αλλά μετέχουν καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα ότι μπορούν να παίξουν το ίδιο καλά ακόμα και με βουλωμένα αυτιά. Νίκος Μαγνήσαλης στα τύμπανα και Γιάννης Παπατριανταφύλλου στο κοντραμπάσο έδωσαν έναν άριστο εαυτό, ενώ η απουσία πνευστών ζημίωσε κάπως το αποτέλεσμα. Επίσης για άλλη μια φορά μας έλειψε ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας, τον οποίο κλήθηκαν να συμπληρώσουν το λαούτο και το μπουζούκι του Κυριάκου Ταπάκη, αλλά και το βιολί του Φώτη Σιώτα το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις βγήκε με (όχι κι άσχημο) ηλεκτρικά παραμορφωμένο ήχο. Άφησα για το τέλος την Λαμπρινή Καρακώστα που αν και λίγο άψητη στα live, ήταν ομολογουμένως πολύ καλή ως τραγουδίστρια. Εκείνο που δυσκολεύομαι να καταλάβω όμως είναι το εξής: γιατί ο Σωκράτης Μάλαμας διαλέγει πάντα γυναικείες φωνές οι οποίες επιμένουν να μοιάζουν στη Μελίνα Κανά; Και δεν αναφέρομαι τόσο στο θέμα της χροιάς, αλλά στο θέμα της ερμηνείας. Δεν αντιλέγω ότι η Κάνα υπήρξε σταθμός στην πορεία του Μάλαμα και σημαντική ερμηνεύτρια του έντεχνου, αλλά γιατί πρέπει ακόμα και αυτό να μην αφήνει ούτε εμάς ως κοινό, ούτε τον Μάλαμα ως καλλιτέχνη να πάμε λίγο παρακάτω;
Για το τέλος κράτησε μια από τις δυνατότερες στιγμές του. Το “Στην Αμερική” είναι ένα σπουδαίο τραγούδι που ανθίζει στην κρίση και δικαίως επιλέχθηκε, με τον όποιο βαρύ συμβολισμό εκείνο φέρει, για να κλείνει το πρόγραμμα. Κι εκεί που το κοινό ήταν έτοιμο να χειροκροτήσει ζητώντας μια μικρή παράταση του προγράμματος, μια αθώα ψευδαίσθηση ότι συμμετέχει στον αυθορμητισμό, η βραδιά τερματίστηκε απότομα με ένα τυπικό “καληνύχτα σας κι ευχαριστούμε” αλλά κι ένα ακόμα πιο απότομο άναμμα των προβολέων, σημάδι αδιαμφισβήτητο πως για encore ούτε λόγος. Χορός τέλος και απότομη στροφή προς τις εξόδους.
Συμπέρασμα όχι και τόσο πρωτότυπο: είναι καλός ο Μάλαμας. Έχει ένα υψηλό value for money που απαιτείται στους δύσκολους καιρούς που ζούμε και για το τραγούδι που υπηρετεί, αλλά οι συναυλίες του δεν είναι για πολύ. Όποια κι αν είναι τα σταθερά σου ακούσματα, αξίζει να τον παρακολουθήσεις για πρώτη- δεύτερη φορά και οι φετινές συναυλίες είναι μια καλή ευκαιρία. Στα πλεονεκτήματα, η υψηλή του τραγουδοποιία και ερμηνευτική δεινότητα, η αντοχή, ο πολύ καλός ήχος, το κέφι και η σταθερότητα που εκπέμπει από τα πρώτα δευτερόλεπτα επί σκηνής. Στα μειονεκτήματα, η ίδια καμιά φορά βαρετή σταθερότητα σε ερμηνεία, ενορχήστρωση και επιλογή τραγουδιών. Ήταν ελάχιστα τα καινούργια κομμάτια που ακούσαμε και ας διατεινόταν αλλιώς το δελτίο τύπου της εταιρίας παραγωγής. Τι χρειάζεται να αλλάξει ο Μάλαμας; Η προσέλευση και η αγάπη του κόσμου δείχνουν πως μάλλον δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα, αλλά καλλιτεχνικά μια ανανέωση είναι ίσως απαραίτητη τόσο στα live όσο και στα τραγούδια που δισκογραφεί. Θα αποδείκνυε εξάλλου ότι το λεγόμενο έντεχνο ελληνικό τραγούδι όσο κι αν βάλλεται δεν είναι ούτε τόσο αναχρονιστικό, ούτε τόσο στάσιμο. Πόσω μάλλον, τόσο άτολμο. Ίσως ο πολυαναμενόμενος δίσκος με τη Νατάσσα Μποφίλιου, το Θέμη Καραμουρατίδη και τον Οδυσσέα Ιωάννου που αυτή την περίοδο δισκογραφεί, να είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται.
[Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που είχε δώσει ο Σωκράτης Μάλαμας στον Φώτη Βαλλάτο πριν μερικούς μήνες ]