Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΣΙΝΕΜΑ

Τι δουλειά έχει το Nosferatu στον Μπομπ Σφουγγαράκη;

Λίγες ώρες πριν το καταραμένο καράβι μεταφέρει τον Κόμη Orlok στο Athens Open Air Film Festival, ο Φοίβος Κρομμύδας αναδεικνύει την καθολική επιδραστικότητα του αριστουργηματικού Nosferatu ως διαχρονικό φαινόμενο της ποπ κουλτούρας.
Nosferatu

Εμβληματική μορφή όχι μόνο του γερμανικού εξπρεσιονισμού ή του κινηματογράφου τρόμου, αλλά του κινηματογράφου ολόκληρου, ένα από τα απόλυτα σύμβολα της όποιας υποκουλτούρας εμπλέκεται με τον βαμπιρικό μύθο, το πρωταρχικό σημείο αναφοράς ενός ρόλου που θα «φοριόταν» από τον Bela Lugosi και τον Christopher Lee (και τον Klaus Kinski), ο Κόμης Orlok και το Nosferatu εν γένει αποτελούν την πρωταρχική, θηριώδη αποτύπωση των πλασμάτων της νύχτας στην κινηματογραφική κάμερα. Η θρυλική αυτή πρώτη μεταφορά του μυθιστορήματος του Bram Stoker στον κινηματογράφο κυκλοφόρησε πριν από 93 χρόνια και, ακόμα και σήμερα, διατηρεί τη σκοτεινή της αίγλη ακέραια.

Η ιστορία της ξεκινάει 6 χρόνια νωρίτερα, το 1916, όταν ο παραγωγός της ταινίας Albin Grau υπηρετούσε στον πόλεμο. Ένας Σέρβος αγρότης του δήλωσε πως ο πατέρας του είναι ένας απέθαντος βρικόλακας. Έκτοτε, η ιδέα του βαμπίρ τον στοίχειωσε και, όταν το 1921 μαζί με τον Enrico Dieckmann ίδρυσε την Prana Films, προκειμένου να γυρίσουν ταινίες σχετικές με το μεταφυσικό και το τρομακτικό, η σπίθα άναψε το φυτίλι. Οι δύο τους αναθέτουν –ελλείψει πνευματικών δικαιωμάτων- στο σεναριογράφο Henrik Galeen, υπεύθυνο για το σενάριο του Der Golem, να μεταποιήσει σε ένα κινηματογραφικό σενάριο τη νουβέλα του Stoker. Καθώς, όπως προαναφέρθηκε, τα πνευματικά δικαιώματα μιας τέτοιας μεταφοράς δεν είχαν περάσει στην κατοχή της Prana, κάποιες αλλαγές πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να μη βρεθούν αντιμέτωποι με μηνύσεις. Ο Κόμης Δράκουλας μετονομάζεται σε Orlok, το φως του ήλιου τον σκοτώνει, η Βρετανία γίνεται Γερμανία, πολλοί από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες αφανίζονται. Και τα γυρίσματα ξεκινούν το 1921.

Αν ο κινηματογραφικός γερμανικός εξπρεσιονισμός είχε ένα χαρακτηριστικό αισθητικό γνώρισμα, αυτό δεν ήταν άλλο από τα στουντιακά γυρίσματα. Οι γερμανικές ταινίες της περιόδου χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες: τις μυθικές που αφορούν σε μυθικά πλάσματα και τέρατα, τις ιστορικές που αφορούν στο ιστορικό και μυθολογικό παρελθόν της Γερμανίας, τις ταινίες δρόμου που απεικονίζουν τη μαύρη μεταπολεμική καθημερινότητα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και τις ταινίες δωματίου που αφορούν σε ανθρώπους οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάποια κρίση στη ζωή τους με δυσάρεστα αποτελέσματα. Η τάση του εξπρεσιονισμού, αν και απαντάται στυλιστικά και στις τέσσερις υποκατηγορίες, αφορά κυρίως στις μυθικές, τις ταινίες δωματίου και δρόμου. Διακρίνονται για το ακραίο στιλιζάρισμα των σκηνικών που αντικατοπτρίζει το συναισθηματικό ίλιγγο των πρωταγωνιστών και την υπερβολή στο παίξιμο των ηθοποιών. Μάλιστα, η πλειοψηφία των ταινιών γυριζόταν στην ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων του στούντιο, επιτρέποντας στους δημιουργούς την απόλυτη διαχείριση των σκηνικών προς όφελος του αισθητικού τους οράματος.

Τέκνο του εξπρεσιονισμού (και προφανώς του αγγλικού ρομαντισμού ως προς την πηγή του), ο Nosferatu υπακούει σε μερικές από τις επιταγές του κινήματος που τον γεννά, αλλά έρχεται να εισάγει και ορισμένες δικές του τομές, διαφοροποιώντας τα μέσα, αλλά κρατώντας το σκοπό. Αν και ξεκάθαρα πρόκειται για ταινία του φανταστικού εξπρεσιονισμού, δεν παραμένει ολοκληρωτικά «εσώκλειστη». Αντιθέτως, προτιμά τους εξωτερικούς χώρους του Lübeck, του Lauenburg, του Rostock, του Sylt και της βόρειας Σλοβακίας. Αν και κάτι τέτοιο εγκυμονούσε δυσκολίες, ο μεγάλος σκηνοθέτης Friedrich Wilhelm Murnau κατάφερε να μετατρέψει το φυσικό τοπίο σε έναν αιώνιο εξπρεσιονιστικό πίνακα, ο οποίος εξυπηρετεί τον οπτικό σκοπό του. Και όλο αυτό με μια μόνο κάμερα, καθώς ο στενός προϋπολογισμός της ταινίας δεν επέτρεπε την ύπαρξη περαιτέρω εξοπλισμού.

Φυσικά, στα συγκλονιστικά εξωτερικά πλάνα, έρχονται να προστεθούν και τα γκροτέσκα εσωτερικά. Παίζοντας με τις δυνατότητες της σκίασης, το βάθος πεδίου, τη θέση της κάμερας και τα πρώιμα εφέ, ο Murnau γεννά ένα τερατούργημα-θεμέλιο λίθο της σκηνοθεσίας τρόμου και ορισμένα από τα γνωστότερα πλάνα του βωβού κινηματογράφου. Σκηνές όπως αυτή της σκιάς του Orlok που ανεβαίνει τις σκάλες, η κοντρ πλονζέ εμφάνισή του στο κατάστρωμα του πλοίου που τον μεταφέρει στη Γερμανία, ο θάνατος και η εξαφάνισή του με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, όπως και η παρουσίαση του εσωτερικού του κάστρου με το πηχτό σκοτάδι και το απροσδιόριστο βάθος, σφραγίζονται οριστικά και αμετάκλητα στο κινηματογραφικό υποσυνείδητο. Και, προφανώς, λίγα πράγματα μπορούν να προστεθούν στα όσα ήδη έχουν καταγραφεί για την ερμηνεία του Max Schreck ως επιβλητικό βαμπίρ. Η απόλυτη φιγούρα του φανταστικού εξπρεσιονισμού μαζί με τον Cesare από το Εργαστήρι του Δρος Καλιγκάρι. Παραμορφωμένος, απόκοσμος, υπνωτιστικά αργός στις κινήσεις του, με τη γενικότερη υπερβολή στο παίξιμό του, αντιπροσωπεύει τα όσα πρέσβευε ο εξπρεσιονισμός όταν αυτός προτιμούσε να μιλήσει μέσω μιας κάμερας.

Η αναγνώριση του φιλμ μετά την κυκλοφορία του ήταν άμεση, με μόνη κριτική που του ασκείται να είναι αυτή της «παράταιρης, για το είδος του τρόμου, αισθητικής τελειότητας». Βέβαια, παρά την ευρεία αποδοχή από κοινό και κριτικούς, η Prana προκειμένου να γλιτώσει τη σφύρα της οικογένειας Stoker κήρυξε χρεωκοπία. Οι Stoker με τη σειρά τους, ζήτησαν την καταστροφή όλων των μπομπίνων της ταινίας, αλλά μια –αυτή που γύρισε τον κόσμο-, ευτυχώς σώθηκε και αναπαράχθηκε αρκετές φορές ώστε να γλιτώσει το πέρασμα στη λήθη.

Ποια είναι σήμερα η κληρονομιά του Nosferatu στην παγκόσμια κουλτούρα; Ήδη από τον πρόλογο έγιναν κάποιες αναφορές, οι οποίες καταδεικνύουν τη σημασία της ταινίας, αλλά επιπροσθέτως δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε σε μερικά σημεία ακόμα. Τους Blue Öyster Cult να κυκλοφορούν το ομώνυμο κομμάτι, τους Αμερικάνους metallers Helstar να γράφουν έναν ολόκληρο δίσκο εμπνευσμένο από την ιστορία του, τους Type O Negative να τον αναφέρουν στους στίχους του «Black No 1» (και την Arrow Videos να κυκλοφορεί μια έκδοση της ταινίας η οποία ντύνεται ηχητικά εξολοκλήρου με κομμάτια τους). Τους Ghost B.c. να τοποθετουν στο If You Have Ghosts EP τους τον Papa Emeritus στη θέση του Orlok στο περίφημο κοντρ πλονζέ. Ολόκληρη η φιλμογραφία του Werner Herzog, έμπνευση του οποίου αποτέλεσαν οι βλοσυρές φιγούρες όπως αυτή του Orlok ώστε να παράγει τους δικούς του, καταραμένους ήρωες. Ως εκ τούτου, οι Popol Vuh ντύνουν τη διασκευή του Herzog στο Nosferatu με το δικό τους soundtrack (το οποίο λειτουργεί εξίσου ταιριαστά και στην πρωτότυπη ταινία). Ο Elias Merhige πλάθει το δικό του μύθο στη Σκιά του Βρικόλακα, θέλοντας να απεικονίσει τον Max Schreck ως ένα κανονικό βαμπίρ το οποίο ξεκλήρισε το συνεργείο που γύρισε την ταινία. Ακόμα και στο επεισόδιο Graveyard Shift του Μπομπ Σφουγγαράκη πραγματοποιείται μια guest εμφάνιση του Orlok σε μια στιγμή random χιούμορ. Ακόμα και η πρώτη και κύρια κριτικός του εξπρεσιονισμού, η Lotte Eisner αφιέρωσε ένα βιβλίο στην τέχνη του Murnau ενώ το 1952 στη Δαιμονική Οθόνη εκθειάζει την ιδιοφυία του Murnau στη συγκεκριμένη ταινία.

Αν, ωστόσο υπήρξαν διαφωνίες, αυτές αφορούσαν σε ιδεολογικό επίπεδο, όπως άλλωστε έγινε με την πλειοψηφία του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου. Όπως το Metropolis του Fritz Lang και το Εργαστήρι του Δρος Καλιγκάρι του Robert Wiene, έτσι και ο Nosferatu, αν και διασκευή μυθιστορήματος, δέχθηκε κριτική από τον Siegfried Kracauer στο βιβλίο Από τον Καλιγκάρι στον Χίτλερ. Σύμφωνα με τον Kracauer, τα έργα αυτά αποτελούν ένα είδος προοιμίου του ναζισμού, καθώς εξετάζουν το ψυχικό «κλίμα» της περιόδου και προπαγανδίζουν υποσυνείδητα την άνοδο του φύρερ στην εξουσία με τους χαρακτήρες τους και τις υπνωτιστικές τους δυνάμεις. Ο Nosferatu συγκεκριμένα, κατηγορείται (έστω κοντοφθαλμα θα έλεγαν κάποιοι) ότι πρόκειται για την ξένη απειλή, η οποία ρουφά τη φαντασία του Γερμανικού λαού.

Η επίδραση της ταινίας του Murnau στη σύγχρονη κουλτούρα, το πέρασμά της στην ποπ πλευρά, οι εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί, οι κριτικές που την έχουν αποθεώσει, οι αντιρρήσεις και οι συμφωνίες του κόσμου σε σχέση με την αξία της, είναι απτές αποδείξεις του μεγαλείου της. Του παντοτινού και σημαντικότατου χαρακτήρα της, ο οποίος άνοιξε το δρόμο για πληθώρα γκροτέσκων εκφραστικών οδών. Χωρίς αυτή, δεν ξέρουμε αν τα βαμπίρ θα ήταν ποτέ τα ίδια στα μάτια μας ή αν θα είχαν την ίδια δημοτικότητα, αν οι κύριοι Lugosi και Lee θα ενσάρκωναν τους ρόλους που τους καθιέρωσαν στην κοινή συνείδηση. Υπεράνω πάσης κριτικής. Στο κάτω-κάτω, ποιος είμαι εγώ για να αναμετρηθώ με την αιωνιότητα;


Πότε: Τρίτη, 21 Ιουλίου 2015 στις 21:00. Που: Το Τρένο στο Ρουφ | Είσοδος Ελεύθερη | Κατάλληλο για όλους | Σε μουσική επένδυση Mechanimal
POP TODAY
LIFE
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.