Σε αυτή τη συνέντευξη ο Thurston Moore στέκεται στο ύψος του. #diplis

Τρία χρόνια αφότου έπεσε η αυλαία στην «υπεραιωνόβια» με όρους rock ‘n’ roll παράστασή τους, πέντε μετά τον τελευταίο τους δίσκο και 31 μετά τον πρώτο, άπαντες συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τους Sonic Youth ως μία υπόθεση εν εξελίξει, ή τέλος πάντων ως ακόμη (και εν δυνάμει αέναα) ενεργή, που απλώς είναι προσωρινά σε λανθάνουσα κατάσταση. Ενεργή όχι με τον τρόπο μιας ακούσιας φενάκης τόσο προσωπικής για τον καθένα που καταλήγει ταυτόσημη για όλους, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις σαν των Smiths (ή με τις Τρύπες, για να μιλήσουμε για τα δικά μας τα χαΐρια), αλλά με ειλικρινή άρνηση, ίσως λόγω κεκτημένης ταχύτητας, και αδυναμία αποδοχής του «μοιραίου». Άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ επίσημη ανακοίνωση, σωστά; Και τι έγινε που ο κύριος τα φόρεσε στην κυρία και η κυρία δεν θέλει ούτε ν’ ακούσει για τον κύριο; Άσε που αν εξαιρέσεις την ανύπαρκτη, πλέον, σχέση του Thurston με την Kim Gordon, οι σχέσεις του καθενός τους με τους άλλους δύο, μια χαρά είναι, σωστά;

Οι ίδιοι οι (δυσκολεύομαι ακόμη και να το γράψω) «πρώην Sonic Youth», πάντως, αν εξαιρέσεις τα της άκομψης διάσπασης του πυρήνα τους, χωρίς σε καμία περίπτωση να αφήνουν υπονοούμενα για μία έστω και ελάχιστα πιθανή μελλοντική τους επανένωση (έστω σε μια επόμενη ζωή, βρε αδερφέ), δεν φαίνεται να έχουν το παραμικρό πρόβλημα να μιλήσουν για τα περασμένα μεγαλεία τους, ίσως γιατί ο καθένας τους δείχνει να βρίσκεται σε post break-up κρεσέντο δημιουργικότητας. Το έκανε τις προάλλες εδώ στην Popaganda ο Lee Ranaldo, το κάνει και σε αυτή τη συνέντευξη ο Thurston Mooreοι Sonic Youth είναι το αίμα μου», μού είπε) που φέτος κυκλοφόρησε μάλλον τον καλύτερο σόλο δίσκο του, που – ω τι περίεργο! – είναι και ο πιο «Sonic Youth-ικός» του.

Μόνο τα καλύτερα έχουν, λοιπόν, να πουν για τη μπάντα που οι τέσσερις τους όρισαν, για να καθορίσει μετά αυτή η μπάντα ως όλον την ιστορία της σύγχρονης μουσικής (όλης της σύγχρονης μουσικής, και του rock ‘n’ roll, και του avant-garde, και του αυτοσχεδιασμού και δεν συμμαζεύεται) όσο καμία άλλη πριν από αυτούς και – πάμε στοίχημα; – όσο καμία άλλη για τα επόμενα 100 χρόνια – αφού οι Sonic Youth, ακόμη και στα πιο βατά τους δισκογραφικά βήματα, παρέμεναν με έναν εντελώς κουλ, στα όρια του εκνευριστικού, τρόπο έναν αιώνα μπροστά από την εποχή τους. Το πιστεύω αυτό, δεν το λέω επειδή είναι το αγαπημένο μου συγκρότημα (είναι ένα από αυτά, αλλά όχι «το αγαπημένο μου»), όπως πιστεύω ότι ο μόνος λόγος που οι Velvet Underground είναι σημαντικότεροι από αυτούς, είναι γιατί αν δεν είχαν προηγηθεί και προλάβει να αυτοκαταστραφούν σαν ανεπανάληπτα supernova, μάλλον δεν θα είχαν υπάρξει οι Sonic Youth. Μεγάλη-ξεμεγάλη, τώρα την είπα την κουβέντα.

Είναι προτιμότερο για σένα να αντιλαμβάνεται ο κόσμος τους δίσκους σου, τόσο αυτούς που έχεις κυκλοφορήσει με τους Sonic Youth όσο και τις solo δουλειές σου, ως αντιπροσωπευτικούς της εκάστοτε εποχής στην οποία δημιουργήθηκαν ή με έναν περισσότερο διαχρονικό τρόπο; Δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να ξεκινήσαμε να γράφουμε ένα δίσκο με τους Sonic Youth με ζητούμενο τη διαχρονικότητα. Υποθέτω ότι όλοι είναι με τον τρόπο τους αντιπροσωπευτικοί των διαφόρων δημιουργικών τάσεών μας. Είναι όμως πράγματι πιθανό κάποιοι από αυτούς τους δίσκους, αλλά και ορισμένοι από τους solo, να έχουν μία διαχρονική, όπως λες, ποιότητα, την οποία θα απέδιδα στο ότι κάποια συστατικά τους είναι εντελώς προσωπικά, και αναδεικνύουν την πλήρη έλλειψη της παραμικρής φιλοδοξίας για επιτυχία. Σε καμία περίπτωση δεν είμαι ένας καθώς πρέπει, «ορθόδοξος» μουσικός. Κάθε φορά αυτό που θέλω είναι να αποτυπώνω σε ήχους και στίχους τα συναισθήματά μου και τις δημιουργικές ανησυχίες μου. Από την άλλη, υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που δεν το θέλει αυτό;

Στο βίντεο που γύρισες για τη σειρά La Blogotheque πριν από μερικά χρόνια, είπες ότι βρήκες το δρόμο σου προς τη Νέα Υόρκη αμέσως μόλις ήσουν αρκετά μεγάλος για να το κάνεις, με το που έβγαλες δίπλωμα οδήγησης, ενώ τόνισες κιόλας ότι μέχρι τότε τουλάχιστον, όλοι σου οι δίσκοι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν να κάνουν με το «Μεγάλο Μήλο». Ισχύει το ίδιο και για το The Best DayΗ Νέα Υόρκη θα είναι για πάντα η πραγματική μου πατρίδα, εκεί έζησα τις σημαντικότερες εμπειρίες της ζωής μου. Από τα πρώτα χρόνια που τριγυρνούσα εκστασιασμένος γύρω από τη St. Marks Place μέχρι πολύ αργότερα, όταν πια είχα μεγαλώσει αρκετά, και αναζητούσα πιο εσωτερικούς τρόπους για να κρατήσω ζωντανή την αγάπη μου για αυτό το μαγικό μέρος. Όμως όλοι αυτοί οι δρόμοι του Μανχάταν που με σημάδεψαν έχουν πλημμυρίσει με χρήμα, έχει χαθεί η ουσία…

Ως κάτοικος Λονδίνου πια, τι σου λένε οι φίλοι σου που ζουν ακόμη στη Νέα Υόρκη; Πως αντιπαρέρχονται τη μάστιγα του gentrification και του αδηφάγου real estate; Όλοι μιλάνε για το κόστος ζωής, ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο για κάποιον που δεν έχει παχυλό λογαριασμό στην τράπεζα, να ζήσει εκεί σαν άνθρωπος. Ακόμη και στο Μπρούκλιν, που υποτίθεται ότι είναι κάτι σαν παιδική χαρά για τη νεολαία. Εγώ είμαι σε άλλο στάδιο της ζωής μου. Αν και δεν ζω, όμως, πια εκεί, η Νέα Υόρκη είναι πάντα μαζί μου. Είναι σαν ένα τατουάζ που δεν μπορεί να ξεθωριάσει.

Ακούγοντας προσεκτικά ξανά και ξανά τα νέα σου τραγούδια, αν κρίνω από τους στίχους σου, δείχνεις να είσαι σε μία φάση απόλυτης συμφιλίωσης με τις επιλογές σου, και να έχεις την όρεξη να «φωνάξεις» γι’ αυτό. Ο δίσκος δημιουργήθηκε ενώ βρισκόμουν σε ένα σημείο καμπής. Ένιωθα, και νιώθω ακόμη, μετά από πολύ καιρό ότι η καρδιά μου είναι γεμάτη από αγάπη για τη ζωή, είμαι σαν να πετάω στα σύννεφα. Είναι λογικό, λοιπόν, τα τραγούδια μου να αποπνέουν μία τέτοια αίσθηση, αλλά όχι με χαζοχαρούμενο τρόπο. Πρώτα και πάνω απ’ όλα έχω αφομοιώσει το αναπόφευκτο χάος που μπορεί να επιφέρουν στην προσωπική και επαγγελματική ζωή αποφάσεις σαν και αυτές που πήρα πρόσφατα. Δε μπορώ όμως παρά να συνεχίσω να πιστεύω ότι η αγάπη είναι το πιο σημαντικό ζητούμενο σε αυτή τη ζωή.

Η κουλτούρα των celebrities και η γελοία δημοσιογραφία που έχει αναπτυχθεί γύρω από αυτή, δεν έχει καμία αξία για μένα. Μερικές φορές μου φαίνεται τραγελαφικό που σπιλώνουν ονόματα, αλλά γρήγορα συνέρχομαι και καταλαβαίνω ότι δεν έγινε και τίποτα. Γιατί όλα αυτά είναι κενά νοήματος.

Μπορεί όλοι να μιλάνε για τη «νέα σόλο δουλειά του Thurston Moore», εμένα όμως μου φαίνεται σαν ένας δίσκος φτιαγμένος από μία ολόκληρη μπάντα, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Ο πρώτος που του έδειξα τα τραγούδια, ό,τι είχα στο μυαλό μου, ήταν ο James Sedwards, που παίζει καταπληκτικά και μάλιστα είχε κάποιες ιδέες που δεν είχα καν φανταστεί. Όσο για την Deb Googe (σ.σ. μπασίστρια των My Bloody Valentine) και τον Steve Shelley (σ.σ. ο ακούραστος ντράμερ των Sonic Youth), δεν χρειάστηκε να πούμε πολλά. Τους έπαιξα μια δυο φορές τις μελωδίες και αυτό ήταν, ήξεραν ακριβώς τι έπρεπε να κάνουν. Το σίγουρο είναι ότι εφόσον παίζουμε μαζί εδώ και καιρό, τα επόμενα τραγούδια θα έχουν ακόμη πιο έντονο ένα αίσθημα συλλογικότητας.

Ως φαν της δουλειάς σου, δεν σου κρύβω ότι χρειάστηκε μόνο το εναρκτήριο ριφ του «Speak to the Wild» για να μου δημιουργήσει μία αίσθηση οικειότητας, που εντάθηκε με κάθε ένα από τα επόμενα τραγούδια. Ξέρεις, κάτι του στιλ «ok κομμένα τα πειράματα, ο τύπος κάνει αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, και το κάνει καταπληκτικά μετά από καιρό». Το αρχικό πλάνο ήταν ο δίσκος να αποτελέσει ένα ποτ πουρί διαφορετικών μεταξύ τους τάσεων και ήχων. Θα περιείχε νέα τραγούδια, γραμμένα με τους άλλους τρεις, κάποια που δεν χώρεσαν στο δίσκο των Chelsea Light Moving, αλλά και δικές μου, σόλο αυτοσχεδιαστικές, noise ηχογραφήσεις. Τελικά, όμως, άλλαξα γνώμη. Αποφάσισα ότι ήταν προτιμότερο να κρατήσουμε μόνο όσα γράψαμε ως Thurston Moore Band, για να υπάρχει περισσότερη συνοχή. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό που λένε, ότι ακουγόμαστε σαν Sonic Youth…

Όταν ανακοινώθηκε η «παύση εργασιών» των Sonic Youth, δήλωσες ότι τουλάχιστον σε ό,τι σε αφορά, είχε να κάνει με το ότι είχες αρχίσει να βαριέσαι που ο κόσμος σας θεωρούσε δεδομένους. Τώρα που έχουν περάσει μερικά χρόνια, εξακολουθείς να το βλέπεις έτσι; Αν και είναι βαριά κουβέντα, νομίζω ότι όλοι είχαν την απαίτηση από τους Sonic Youth να συνεχίσουν επ άπειρον. Γι’ αυτό και όταν είπαμε ότι σταματάμε, άρχισαν όλοι να φωνάζουν «μη μας αφήνετε!» Δεν έχουμε, όμως εγκαταλείψει το κτίριο. Οι Sonic Youth εξακολουθούν να λειτουργούν σαν μια φλόγα που ανάβει πολλές ακόμη δημιουργικές φωτιές…

Στην επόμενη σελίδα: η γελοία κουλτούρα των celebrities, τα παντοτινά διαμάντια των Sonic Youth και οι αναμνήσεις του από την Ελλάδα.

Page: 1 2

Θεοδόσης Μίχος

Ο Θεοδόσης Μίχος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Ζει στο κέντρο της Αθήνας από το 1998. Εργάζεται ως δημοσιογράφος (είναι συνιδρυτής της Popaganda) και ραδιοφωνικός παραγωγός (καθημερινά 8-10πμ στον Best 92.6). Είναι συγγραφέας των βιβλίων Κράτα το σόου (2016) και Η Αλκμήνη και οι άλλοι (2020).

Share
Published by
Θεοδόσης Μίχος