Το έργο που είχε εγκαινιάσει άτυπα τον θεσμό των Επιδαυρίων το 1954, ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη, άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου στις 7 και 8 Ιουλίου. Παραγωγή του Εθνικού Θέατρου και στο τιμόνι μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και σημαντικές σκηνοθέτιδες που διαθέτει το ελληνικό θέατρο. Με τον πολυδιάστατο τίτλο της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και μια θετικότητα στο πρόσωπο που δύσκολα φαίνεται να χάνει ένταση και σταθερότητα, η Κατερίνα Ευαγγελάτου κατηφόρισε στο πιο διάσημο «ζωντανό» αρχαίο θέατρο του κόσμου και παρουσίασε μια τραγωδία όπου οι θεοί περιπαίζουν τους ανθρώπους μέσα από την εγκράτεια και τον πόθο, μέσα από το ιερό και το βέβηλο, τη νεότητα και το γήρας, την εκδίκηση και τη θυσία, τον λόγο και τη σιωπή, και το κατέκτησε, κατά γενική ομολογία.
Συναντηθήκαμε στο Σχολείον της Αθήνας «Ειρήνη Παπά», στον αριθμό 52 της Πειραιώς, στο Μοσχάτο, λίγες μέρες πριν την «απόβαση» της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο και ό,τι ακολούθησε αυτής. Σε αυτό το υπέροχο κτίριο, που από το 2014 πέρασε στα χέρια του Εθνικού Θεάτρου – και το οποίο προσπερνάμε κάθε μέρα χωρίς να έχουμε ιδέα, οι περισσότεροι, για όλα αυτά τα μοναδικά μυστικά που κρύβει, ο Ιπόλλυτος της Κατερίνας Ευαγγελάτου θα πάρει την πρώτη του μεγάλη ανάσα και θα παρουσιάσει στο Αθηναϊκό κοινό, από τις 21 έως τις 26 Ιουλίου, ως πρώτη στάση σε μια σύντομη περιοδεία, την ξεχωριστή ιστορία του.
Πολλά τα στοιχεία έκαναν την παράσταση να συζητηθεί. Η ίδια η υπόθεση, φυσικά. Οι ωραίες σκηνοθετικές ιδέες. Το σκηνικό – ένα βαλτώδες, δυστοπικό τοπίο, με αγρωστώδη φυτά και νερό να αντανακλά την ερημιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η κινηματογραφική αισθητική μέσω μιας κάμερας που πρωταγωνιστεί – ο εικαστικός Παντελής Μάκκας στα καλύτερα του. Η υποβλητική μουσική του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη – ειδικά στο δεύτερο μέρος, έτσι όπως απογειώνεται. Οι δύο χοροί. Ο (αξέχαστος) αντρικός. Ο γυναικείος. Η απολαυστική Αφροδίτη – μια παιχνιδιάρα Έλενα Τοπαλίδου – σοφή επιλογή. Κάποια θεατρικά πρόσωπα που βρήκαν τη χρονιά που διανύουμε μια δίκαιη τηλεοπτική αναγνώριση (Κόρα Καρβούνη, Γιάννης Τσορτέκης) και άλλα (Ορέστης Χαλκιάς) που έβαλαν με αποφασιστικότητα και ταλέντο το όνομα τους στον μεγάλο χάρτη. «Εγώ κάνω συχνά ακροάσεις» λέει η σκηνοθέτις για τη δική της διαδικασία ως προς την εύρεση των ηθοποιών. «Μου αρέσει πάρα πολύ να βρίσκω νέους ηθοποιούς που δεν τους ξέρω. Και στον Ορέστη Χαλκιά έτσι κατέληξα. Τον είχα δει στο θέατρο και προφανώς στην τηλεόραση, αλλά εδώ έψαχνα κάτι συγκεκριμένο και χρειαζόταν δοκιμή. Δοκιμάστηκε τρεις φορές, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικά μέλη του θιάσου κάθε φορά. Θεωρώ σημαντικό και ωραίο να δοκιμάζεσαι με νέα πρόσωπα, είναι ζωογόνο και τροφοδοτεί κάθε παράσταση».
Γιατί ο Ιππόλυτος, τώρα; «Αυτό το έργο μου αρέσει πολύ. Είχα αρχίσει να το προσέχω από το 2018, όταν με κάλεσε το Εθνικό θέατρο για να κάνω το εργαστήρι Αρχαίου Δράματος στους Δελφούς. Ψάχνοντας για έργο -μόλις είχα ανεβάσει την Άλκηστη, έπεσα πάνω σε αυτό. Γοητεύτηκα. Όταν μου έγινε η πρόταση από το Εθνικό, ξανάρχισα να διαβάζω έργα και κατέληξα στον Ιππόλυτο πάλι. Είναι ένα έργο με πολλούς πρωταγωνιστές και είναι κάπως αντισυμβατικό. Υπάρχουν και δύο θεές. Όχι μία. Η Αφροδίτη που προλογίζει και ξεκινάει το έργο και η Άρτεμη που το τελειώνει. Στη δική μας σκηνοθεσία η Αφροδίτη, έχει ιδιαίτερη σημασία – όλο το έργο είναι μια δική της σκηνοθεσία. Η Έλενα λειτουργεί ως σκηνοθέτις κινηματογράφου στην παράσταση, έχει κάμερα στο χέρι και την τραβάει live, μονοπλάνο, καθόλη τη διάρκεια. Εστιάζοντας σε λεπτομέρειες που το κοινό δεν θα μπορούσε ποτέ να δει. Για παράδειγμα το δακρυσμένο μάτι της Φαίδρας… ».
Σε αυτό το έργο εκδίκησης, η Αφροδίτη τιμωρεί τον Ιππόλυτο γιατί δεν τιμά εκείνη, αλλά μόνο την Άρτεμη. Θέλοντας να τον εκδικηθεί, καθώς νιώθει πως δεν τη σέβεται, οργανώνει ένα σχέδιο εξόντωσης, εμπνέοντας σφοδρό έρωτα για εκείνον στη μητριά του, τη Φαίδρα. Η παράσταση εστιάζει στη μορφή της Αφροδίτης – βλέπουμε ό,τι γίνεται μέσα από τη δική της ματιά.
Σκέφτομαι, αν η σύγκρουση μοίρας και ανθρώπου είναι η μόνη που ανακάλυψε εδώ η Κατερίνα Ευαγγελάτου. «Είναι ένα έργο εκδίκησης της φύσης», μου λέει. «Απέναντι στον άνθρωπο, που έχει την αλαζονεία να πιστεύει ότι μπορεί να αποκλείει φυσικές ορμές και ανάγκες. Ευτυχώς, στην ουσία του έργου συναντάμε πολλά περισσότερα – και αυτός είναι ένας άλλος λόγος που με ενδιέφερε να το κάνω. Πέρα από τη σύγκρουση της μοίρας – άλλος θα το πει Θεό, άλλος θα το πει τύχη, άλλος κάποια ανώτερη δύναμη – με την ανθρώπινη βούληση. Η σύγκρουση μεταξύ ανδρικού και γυναικείου φύλου, για παράδειγμα. Η σύγκρουση μεταξύ αγνότητας, παρθενίας και σεξουαλικής ορμής, πόθου».
Στην εποχή του TikTok και του OnlyFans, η απόφαση ενός νέου άνθρωπο να υποταχθεί σε έναν ιδιαίτερο, αλλόκοτο συντηρητισμό, όσο αφορά στην σεξουαλική ορμή του, φαντάζει τελείως κόντρα στον παρορμητισμό και τη φρεσκάδα της νεότητας του. «Προέρχεται από μία μάνα, η οποία δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, είναι Αμαζόνα, μυθικό ον. Και είναι καρπός ενός βιασμού. Παλεύει ανάμεσα σε αντιφάσεις. Είναι φυσιολάτρης, αλλά κυνηγάει και σκοτώνει ζώα. Όταν η τροφός τού αποκαλύπτει τον έρωτα της Φαίδρας, της μητριάς του, ξεσπά σε έναν απίστευτο μισογυνικό παραλήρημα – θυμίζει λίγο τα λόγια του Ιάσονα στη Μήδεια. Καταλήγουν και οι δύο στο ίδιο συμπέρασμα, ότι θα έπρεπε οι θνητοί να κάνουν αλλιώς παιδιά. Οι γυναίκες είναι εντελώς άχρηστες. Οι άντρες θα έπρεπε να πηγαίνουν στους ναούς και να καταθέτουν ό,τι έχει ο καθένας σε χρυσάφι, σίδερο, χαλκό ή οτιδήποτε άλλο και να αγοράζουν το παιδί που τους αναλογεί. Και οι γυναίκες να μην υπάρχουν πουθενά και τα σπίτια να έχουν μόνο άντρες. Και αμέσως μετά, παίρνει όρκο στην τροφό ότι δεν θα αποκαλύψει το μυστικό, τον οποίο και τηρεί ακόμα κι όταν έρχεται ο πατέρας του και τον εξορίζει. Δεν του λέει “κοίτα να δεις, αυτή μου ρίχτηκε”. Κρατάει τον όρκο του, γιατί έτσι είναι η δική του κοσμοθεωρία. Κάποια στιγμή μάλιστα, αναρωτιέται, “γιατί κρατώ τους όρκους που με καταστρέφουν;”. Ο όρκος σιωπής είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο στα σημεία του έργου, δηλαδή ποιος τον τηρεί και ποιος όχι. Είναι ο σεβασμός σε αυτό που ο καθένας πιστεύει, σε κάτι ιερό».
Και η Φαίδρα; «Εξαιρετικός ρόλος, σε πάρα πολλά επίπεδα. Παλεύει πώς να κρατήσει την τιμή της, δεν θέλει να ενδώσει. Από την άλλη όμως, έχει τις αδυναμίες της. Και εδώ θίγεται ένα ζήτημα εξαιρετικά σύγχρονο: αν μια γυναίκα, από μια ηλικία και μετά, έχει δικαίωμα να αποτελεί υπολογίσιμη δύναμη στο σεξ. Τι συμβαίνει μετά τα 55-60; Μεγάλο ταμπού. Κάτι που βεβαίως δεν υπάρχει για τους άνδρες. Αλλά σε μια γυναίκα, όσο μεγαλώνει, είναι σαν να αποκλείονται δραστηριότητες και πτυχές της ζωής και της φύσης της, οι οποίες είναι απόλυτα φυσιολογικές. Άρα το έργο έχει να κάνει και με αυτό – κάτι που το καθιστά εντελώς μοντέρνο και σύγχρονο».
«Ποιος άραγε ευθύνεται για την τραγωδία; μοιάζει να αναρωτιέται ο Ευριπίδης. Ο θεός ή ο άνθρωπος; Στα χέρια του Ευριπίδη, το μυθικό μοτίβο της σεξουαλικής επιθυμίας μιας γυναίκας για έναν νεότερο άντρα αναβαθμίζεται σε μία αδυσώπητη σύγκρουση ανάμεσα στην ανθρώπινη βούληση και τη θεϊκή δύναμη. Στον πυρήνα αυτού του διλήμματος βουτά η σκηνοθεσία που διερευνά με ακρίβεια και ευαισθησία όλα τα δίπολα, αναδεικνύοντας έτσι την πολυπλοκότητα των ψυχολογικών και ηθικών θεμάτων που θίγονται», διαβάζω στο δελτίο τύπου και αναρωτιέμαι αν, μέσα σε αυτό το άγριο σύμπαν με καταλυτική δύναμη το πάθος στις ζωές των ανθρώπων, υπάρχει κάποιος χαρακτήρας που η σκηνοθέτις αγάπησε περισσότερο, κάποιος που ίσως τα προσωπικά της βιώματα την οδήγησαν σε μια μορφή ταύτισης: «Δυσκολεύομαι να σου πω αυτή τη στιγμή», μου λέει. «Όλοι έχουν πολλές αδυναμίες και γι’ αυτό τους αγαπάω. Και από την άλλη, όλοι έχουν κάτι απόλυτο που με κρατάει πίσω. Η τροφός αγαπάει πολύ τη Φαίδρα και γι’ αυτό την προδίδει, δεν το κάνει από κουτσομπολίστικη διάθεση. Το κάνει γιατί τη βλέπει να πεθαίνει, να σιγολιώνει. Τα επιχειρήματα που εκφράζει εξάλλου είναι ένας ηθικός σχετικισμός: “Εντάξει, ξέρεις πόσοι άντρες βλέπουν τη γυναίκα τους με εραστή και κάνουν τα στραβά μάτια; Σοφοί είναι, έτσι χτίζονται τα σπίτια”. Όλοι οι ρόλοι έχουν ένα διπλό θέμα, από τη μία τους συμπαθείς και νιώθεις κοντά τους και από την άλλη αναρωτιέσαι για το αντίθετο». Τη ρωτάω αν αγαπάει τις αδυναμίες στους ανθρώπους. Αν τις εκτιμά, αν τις κατανοεί. Μου απαντά: «Με τα χρόνια, όλο και περισσότερο. Μικρή βεβαίως ήμουν πιο απόλυτη και δύσκολη. Και απέναντι στον εαυτό μου και απέναντι στους άλλους. Νομίζω ότι με τα χρόνια, απέναντι στους άλλους είμαι πιο σωστή. Απέναντι στον εαυτό μου, πάλι, όχι!». Γελάει με αυτό τον πηγαίο τρόπο της που μοιάζει σαν να θέλει να σταματήσει τις σκέψεις της και να περάσει στο επόμενο level. Μου αρέσει αυτό. Είναι σαν ένα παράξενο συνθηματικό. Σαν να σε κρατά σε μια συνεχόμενη εγρήγορση.
Είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε μέσα σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον. Διάσημοι γονείς, θεατράνθρωποι. Σπύρος Ευαγγελάτος, Λήδα Τασοπούλου. Αναρωτιέμαι αν το περιβάλλον σε καθορίζει. Αν τρέχεις να ξεφύγεις από αυτό ή να γυρίσεις σε αυτό. Αναρωτιέμαι αν η σκηνοθεσία ήταν τελικά μονόδρομος. Κι αν, από κάποιο σημείο και μετά, τα όρια σβήνουν. Πού ξεκινάς να σκηνοθετείς και πού ή πώς καταλήγεις να ζεις. «Το ένα τροφοδοτεί το άλλο», λέει. «Θα έλεγα ότι είναι αμφίδρομο. Η ζωή και η παρατήρηση των ανθρώπων, οι εμπειρίες, τα παθήματα, οι δυστυχίες, οι ευτυχίες, γενικά όλες οι εμπειρίες, εμπλουτίζουν την καλλιτεχνική σου ιδιότητα και, ανάποδα, η ενασχόληση με την τέχνη τροφοδοτεί τη ζωή. Κι από την άλλη, δεν επιδιώκω να ξεχάσει κανείς ποιες είναι οι ρίζες μου. Είμαι περήφανη και οφείλω πάρα πολλά στο σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Δεν θα ήμουν αυτή που είμαι και αυτό ισχύει για κάθε άνθρωπο, πόσο μάλλον για έναν καλλιτέχνη ο οποίος προέρχεται από καλλιτεχνική οικογένεια. Δηλαδή, αναφέρομαι σε όλα τα ερεθίσματα, τα ακούσματα, την καλλιέργειά μου. Και ναι, το ξέρω, υπάρχει μια δυσπιστία όταν ένα παιδί καλλιτεχνών αποφασίζει να ακολουθήσει τον δρόμο που χάραξαν οι γονείς του. Μπορεί αν ήμουνα γλύπτρια να μην υπήρχε τόσο θέμα. Η τέχνη όμως σε ξερνάει. Αν δεν έχεις κάτι να πεις, αν δεν μπορείς να παραμείνεις σε ένα καλό επίπεδο, αν δεν το λέει η ψυχή σου και αν δεν υπάρχουν άνθρωποι που σε εμπιστεύονται, δεν θα τα καταφέρεις». Νιώθει αγαπημένο παιδί του χώρου; «Αγαπημένο παιδί δεν θα το ‘λεγα. Όχι. Νομίζω ότι οι συνάδελφοι μου αναγνωρίζουν ότι έχω τρομερό πάθος για αυτό που κάνω και σέβονται την πορεία μου γενικώς και ειδικώς και τον αγώνα μου ως διευθύντρια του Φεστιβάλ – να φτιάξω κάποια πράγματα όπως, για παράδειγμα, τώρα με το “Grape” που συνδέει τους Έλληνες δημιουργούς παραστατικών τεχνών με τη διεθνή σκηνή Θεάτρου και Χορού, η οποία δεν υπήρχε προηγουμένως».
Φέτος κλείνει την τέταρτη χρονιά στο τιμόνι του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου. Τέσσερα χρόνια κατά τα οποία η καλλιτεχνική διεύθυνση «κοντράρει» τη σκηνοθεσία. Ένας άλλος ρόλος, ακόμα πιο πολύπλοκος, ακόμα πιο πολυδιάστατος, ακόμα πιο απαιτητικός. Κλισέ η απορία, αλλά πάντα αναρωτιέμαι πώς μπορούν κάποιοι άνθρωποι και το καταφέρνουν – ίσως γιατί μοιάζει τόσα εκατομμύρια έτη φωτός μακριά από τα δικά μου όρια. «Η εμπειρία μου ως σκηνοθέτρια με έφερε εδώ», μου λέει. «Δηλαδή, το καλλιτεχνικό μου έργο είναι αυτό που μέτρησε για να βρεθώ εδώ. Από μικρή αναλάμβανα απαιτητικές παραγωγές και πάντα μου άρεσε να ασχολούμαι με πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να προσφέρω. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που δεν τους αρέσει να έχουν πολλά στο μυαλό τους. Στον χώρο μας, ξέρουμε ο καθένας τι κάνει ο άλλος και ποιο είναι το φόρτε του. Τα πρώτα δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, γιατί όταν ανέλαβα, είχα ήδη πει ότι θα κάνω τον Άμλετ και μετά ακυρώθηκαν αρκετές παραγωγές για το 2021-2022, λόγω της πανδημίας. Τον Ριγκολέτο τον είχα κλείσει με την Εθνική Λυρική Σκηνή για να κάνει πρεμιέρα τον Μάρτιο του 2020, το οποίο δεν έγινε ποτέ, μετά ήταν να γίνει το 2021 και σταμάτησε τρεις μέρες πριν ξεκινήσω πρόβα. Ήταν όλα έτοιμα το 2020 και τελικά έγινε το 2022. Αυτό, στο μεταξύ, σήμαινε ότι είχα αρνηθεί άλλες προτάσεις γιατί κάθε φορά πίστευα ότι θα γίνει. Τον χειμώνα του 2021-2022 είχα πει ότι δεν θα κάνω τίποτα για να αφοσιωθώ στο Φεστιβάλ, για να μπορώ να ταξιδέψω, να χτίσω την κατάσταση».
Φέτος, στην Επίδαυρο, εκτός της Κατερίνας Ευαγγελάτου έχουμε τρεις ακόμη γυναίκες να κάθονται στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Τη Λένα Κιτσοπούλου με τις περιπετειώδεις της πλέον «Σφήκες», την Έφη Μπίρμπα (με τα δικά της «Βατράχια» στις 28,29/7) και την Ιώ Βουλγαράκη (με την «Εκάβη» 11,12/8). Κάτι που δεν συμβαίνει συχνά. «Δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ, για την ακρίβεια, τέσσερις παραγωγές στις οποίες ηγούνται γυναίκες» μου λέει. «Είναι δύο παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου και δύο που ήρθαν από το Φεστιβάλ. Οπωσδήποτε είναι κάτι που, όπως καταλαβαίνεις, με αφορά πολύ. Να υπάρχει δικαιοσύνη. Όχι με την έννοια της ποσόστωσης. Είμαι κατά αυτής της λογικής, γιατί αυτό αναιρεί όλους τους αγώνες που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια για την ίση εκπροσώπηση. Η ίση εκπροσώπηση έχει να κάνει με την αναγνώριση της αξίας, όχι με κάποια παραχώρηση. Απλώς, έχω μία ιδιαίτερη ευαισθησία επειδή είμαι και εγώ γυναίκα δημιουργός σε έναν χώρο που μερικά χρόνια πριν ήταν αυστηρά ανδροκρατούμενος. Και εξακολουθεί να είναι στις μεγάλες παραγωγές. Προσωπικά, πρώτα κοιτάω την καλλιτεχνική πρόταση, αλλά πάντοτε, τα τελευταία χρόνια ειδικά, προσπαθώ τόσο στη Μικρή, όσο και στη Μεγάλη Επίδαυρο, όπως και στην Πειραιώς, η εκπροσώπηση, αν μία χρονιά δεν είναι αρκετά σωστή και καλά μοιρασμένη, να γίνεται την επόμενη». Αναρωτιέμαι αν το θέμα του φύλου παίζει ρόλο στην προσπάθεια της όποιας επιτυχίας. Αν ένα τεράστιο «θα σας δείξω εγώ» πλανιέται πάνω από την καθημερινότητά της. «Δεν σκέφτομαι ποτέ έτσι» διευκρινίζει «δεν σκέφτομαι δηλαδή ότι είμαι γυναίκα σκηνοθέτης. Σκέφτομαι ότι είμαι σκηνοθέτης. Αλλά από την άλλη, έχω παλέψει διπλά και τριπλά στη ζωή μου και αυτό οφείλεται πρώτα από όλα στην οικογένειά μου, μετά στο νεαρό της ηλικίας μου -έκανα την πρώτη μου σκηνοθετική απόπειρα στο Εθνικό Θέατρο όταν ήμουν 26 ετών- και τρίτον στο φύλο».
Τη ρωτάω αν πιστεύει πως θα έρθει η εποχή που θα έρχονται εδώ, από τις άκρες του πλανήτη, στην Αθήνα και γενικότερα στην Ελλάδα για να δουν θέατρο. Πως θα μπορούσε να γίνει μια συνήθεια -τι παράξενη σκέψη- ανάλογη με των θεατρικών τριημέρων στο Λονδίνο και σε άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις. «Αυτό θέλει μια συνολικότερη στρατηγική» απαντά. «Δεν μπορεί να το κάνει ένας θεσμός μόνος του. Ειδικά το Φεστιβάλ και με αυτό το budget. Αυτή είναι μία στρατηγική που έχει να κάνει με την πολιτεία, ξεκινάει με την εκπαίδευση, με τα κίνητρα για ανθρώπους να ταξιδέψουν. Ο πολιτιστικός τουρισμός είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, και στο Λονδίνο το έχουν κάνει master δεκαετίες τώρα, στο Βερολίνο και το Παρίσι επίσης. Είμαστε πολύ πίσω ακόμη, αλλά αυτό είναι ένα συνολικό πράγμα, δεν πάει ο καθένας με τον σταυρό στο χέρι. Δεν έχουμε συντονισμό μεταξύ μας οι φορείς και αυτό είναι πρόβλημα δεκαετιών. Μια καλή σύνδεση του τουρισμού με τον σωστό πολιτισμό. Σε αυτό υστερούσαμε μέχρι πριν κάποια χρόνια. Ο ξένος έβλεπε ελληνική γλώσσα και έλεγε “Δεν θα πάω γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα”. Όμως το φεστιβάλ, εδώ και πολλά χρόνια υποτιτλίζει όλες τις παραστάσεις του στα αγγλικά και έχουμε πάρα πολλούς επισκέπτες από το εξωτερικό. Οι ξένοι θεατές στο Ηρώδειο για παράδειγμα μπορεί να φτάσουν το 25% ανάλογα και τη βραδιά. Όμως οι περισσότεροι από αυτούς που έρχονται δεν είναι οργανωμένοι, απλά έτυχε να βρίσκονται στην Αθήνα. Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Αυτό θέλει μία συγκροτημένη απόφαση από την πολιτεία, θέλει αποστολές σε όλες τις Expo που έχουν να κάνουν με τον τουρισμό, αλλά και τον πολιτισμό. Το να δει κάποιος αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο για παράδειγμα είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία».
Οι ηθοποιοί της μαζεύονται για μια γενική πρόβα στον νέο χώρο. Μου λέει πως πρέπει να σταματήσουμε. «Δεν έχεις το υλικό που χρειάζεσαι;» γελάει. Της κλέβω μια τελευταία απάντηση. Τι θα ήθελε να πει τελικά η ιστορία για αυτή; «Αλλάζω πάρα πολύ εύκολα γνώμη. Ό,τι έχω πει κατά καιρούς δεν μου αρέσει τελικά και καταλήγω να τα απορρίπτω μέσα μου. Επομένως, προτιμώ να αποφεύγω τσιτάτα γιατί θα τα διαβάσω μετά από μία εβδομάδα και θα λέω ότι δεν ισχύουν. Η ιστορία δεν γράφει πάντα την αλήθεια, ούτε αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Ελπίζω να κριθώ δίκαια και όχι με προκαταλήψεις. Αυτό».