Τ Α Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Σ Π Ε Ρ Μ Α Τ Ο Σ
του Γιώργου Χρονά
Μ’ αυτόν τον γνωστό Θεό φαίνεται
πώς χάσαμε για πάντα τη μητέρα μας
Νύχτες όταν ετοίμαζε πετσέτες
να σκεπάσει τα κόλλυβα
ή όταν άλλοτε με λιβάνι τα δαιμόνια
νόμιζε πώς έδιωχνε μακριά.
Έβρεχε και φορούσε μαύρο παλτό
όταν μπήκε στο δωμάτιο
Εγύριζε απ’ τη θάλασσα όπου ρίξανε το Σταυρό
είχε βραχεί και μπαίνοντας είπε
– Τέτοια μέρα γιατί μείνατε εδώ;
Τίναξε το παλτό της και πέρασε στο πλαϊνό δωμάτιο.
Θυμάμαι, σαν τώρα, τα λόγια της στο κρεβάτι
– Το σώμα μου, μην κυττάτε πώς έγινε
Τα χρόνια καλά τα πέρασα. Παράπονο δεν έχω πια κανένα.
Πολύ να μην με κλάψετε.
Εσύ, ο Τζένιο κι η Μπεατρίς να φύγετε από δω
Εγώ κι ο Πάρις θα κατέβουμε απ’ τη μεριά τών πλοίων
Η κηδεία της θα γίνει απόψε στις επτά
σε δικό μας καλά κλεισμένο τόπο.