«’Ελα, μ’ ακούς; Πρέπει να βάλουμε λίγο aircondition στην αίθουσα, μη ζεσταθεί ο κόσμος». Σε μια σκοτεινή γωνιά πίσω απ’ την σκηνή του Θεάτρου Άνεσις, ο Τάσος Ιορδανίδης κάνει τις τελευταίες ρυθμίσεις πριν ξεκινήσει η παράσταση. Φοράει τιράντες, ξεθωριασμένες μπότες και μακρύ παλτό- είναι τα ρούχα του Ρασκόλνικωφ του φοιτητή Νομικής που δολοφονεί μια γριά τοκογλύφο στην Αγία Πετρούπολη του 1860. Λίγα λεπτά αργότερα θα μεταφερθεί ολοκληρωτικά στο σύμπαν του Ντοστογιέφσκι- προς το παρόν βρίσκεται σε αυτό το ιδιαίτερο μεταβατικό στάδιο μεταξύ τέχνης και καθημερινότητας που μόνο οι ηθοποιοί καταλαβαίνουν. Στο μεταξύ, ο κόσμος έχει αρχίσει να πληθαίνει στο φουαγιέ του θεάτρου, είναι μόλις η δεύτερη παράσταση του θιάσου μετά την πρεμιέρα το προηγούμενο βράδυ. Στις 9 και κάτι, χτυπάει το τρίτο κουδούνι, η αίθουσα σκοτεινιάζει και το Έγκλημα και τιμωρία πηδάει απ΄τις σελίδες του στο σανίδι της σκηνής.
«Ο Ρασκόλνικωφ θέλει να κάνει την υπέρβαση. Είναι νέος, όλοι έχουμε υπάρξει νέοι και ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της νεότητάς μας θέλουμε να κάνουμε κάτι ώστε να διαμορφώσουμε μια καλύτερη κοινωνική καθημερινότητα. Εκείνος είναι πολύ ευαίσθητος στα ερεθίσματα που αντιμετωπίζει καθημερινά τόσο ο ίδιος, όσο και η Ρωσική κοινωνία της εποχής, τον αρρωσταίνουν. Όλο αυτό το μπέρδεμα που έχει στο μυαλό του τον οδηγεί στο να σκοτώσει μια γριά τοκογλύφο προσπαθώντας να μιμηθεί τις μεγάλες, αδίστακτες προσωπικότητες της ιστορίας. Είναι ένας ιδεολόγος εγκληματίας, έχει μια σοσιαλιστική ιδεολογία η οποία καταλαβαίνει σταδιακά ότι είναι ουτοπική», μου εξηγεί ο Τάσος Ιορδανίδης λίγο νωρίτερα αναλύοντας τον ρόλο του που αποτελεί μια εμβληματική μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ιδέα του ανεβάσματος ανήκει στον Γεωργιανό σκηνοθέτη Λεβάν Τσουλάτζε ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή, ενώ τους συμπρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν η Θάλεια Ματίκα και ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης.
Στα καμαρίνια η κατάσταση είναι ήρεμη. Οι ηθοποιοί ακολουθούν το τελετουργικό του μακιγιάζ και του ντυσίματος σχολιάζοντας τη χθεσινή πρεμιέρα, «στη σκηνή που μπαίνω, πέτα την κουβέρτα λίγο πιο δεξιά». «Εστιάζουμε ιδιαίτερα στη μέθοδο ανάκρισης όπως αυτή διαδραματίζεται μεταξύ του ανακριτή Πορφύρη (Ιεροκλής Μιχαηλίδης) και του Ρασκόλνικωφ η οποία επηρέασε και τις μετέπειτα θεωρίες της ψυχανάλυσης από τον Φρόυντ και τον Γιουνγκ. Αναπτύσσεται μεταξύ τους μια σχέση όχι τόσο γάτας-ποντικιού αλλά μια πατρική σχέση που τον οδηγεί τελικά στο να λυτρωθεί, να ομολογήσει το έγκλημά του», λέει ο Τάσος. Αντίστοιχα, η Σόνια (Θάλεια Ματίκα), μια φτωχή πόρνη που τρέφει τον αλκοολικό πατέρα της, θα οδηγήσει τα συναισθήματα του ήρωα στο αυλάκι της αγάπης και της πίστης. «Γενικά συναντάμε το Θεό διαρκώς μέσα στο έργο. Αν και πέρασε φάσεις αμφισβήτισης, ο Ντοστογιέφσκι φτάνει συχνά τα όρια του θρησκόληπτου, γι’ αυτό το ζήτημα της πίστης είναι τόσο έντονο. Βέβαια είναι ένα κείμενο τόσο μεγάλης αξίας που τελικά δεν ξέρω αν υπάρχει ερώτημα που να μην συναντάς, πόσο μάλλον το θρησκευτικό που πιστεύω ότι όλους μας μα έχει απασχολήσει κάποτε και συνεχίζει να μας απασχολεί».
«Με ποιόν τρόπο είναι διαχρονικό το έργο;» ρωτάω τον Τάσο που καπνίζει ένα τσιγάρο παρατηρώντας τους υπόλοιπους να βάφονται. «Καταρχάς αφορά όλους τους νέους. Βλέπουμε ένα νέο που βράζει το αίμα του και θέλει να αλλάξει τα πράγματα και σιγά σιγά, η ωρίμανσή του του δείχνει ότι αυτά δεν μπορούν εύκολα να κουνηθούν από τις ράγες τους. Άλλα ζητήματα του έργου είναι η κοινωνική αδικία η οποία μάλλον δεν πρόκειται να πάψει ποτέ, η αναζήτηση για το θείο, το στοιχείο της οικογένειας και των αξιών της αλλά και η ηθική. Ο Ρασκόλνικωφ αναρωτιέται συνεχώς για το τι είναι ή όχι ηθικό, φάσκει και αντιφάσκει μέχρι την τελευταία στιγμή. Σε εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο διαφορετικά τα πράγματα, απλώς οι άνθρωποι είχαν την τάση, όπως και ο Ρασκόλνικωφ, να τα αναγνωρίζουν. Σήμερα μας παίρνει περισσότερο χρόνο να κατανοήσουμε, να διαχωρίσουμε το τι είναι ανήθικο, είναι πιο ρευστά τα πράγματα».
Για τις επόμενες δύο ώρες εκτυλίσσεται στη σκηνή κάτι αξιοπρεπές και υψηλό. Είναι μια παράσταση που μένει πιστή στο περιεχόμενο του όρου «καλό θέατρο», φτιαγμένη με τα υλικά του ταλέντου και της καλλιτεχνικής ειλικρίνειας και σαφήνειας. Ο σκηνοθέτης και ο θίασος ισορροπούν με επιτυχία πάνω στη χρυσή τομή μεταξύ έντασης και ηρεμίας, μοντέρνου και κλασικού αποδίδοντας το κορυφαίο έργο με απόλυτο σεβασμό. Όσο για το βαρύ χαρακτήρα του μυθιστορήματος, ο Τάσος με έχει προειδοποιήσει. «Ο Λεβάν δίνει πάντα μια νότα αισιοδοξίας σε όποιο έργο κι αν καταπιάνεται. Αυτό που προσπάθησε να κάνει και στη διάρκεια του έργου είναι να δώσει ζωντανές αποχρώσεις, χρώματα ζωής, γιατί έτσι είναι και η ίδια η ζωή, δεν είναι μόνο μαύρο ή άσπρο. Ακόμα και στα πιο λυπηρά και πένθιμα γεγονότα μπορείς να βρεις χαραμάδες ευτυχίας και γέλιου έστω και για μερικά δευτερόλεπτα. Όπως αντίστοιχα και στις κωμικές και ευχάριστες καταστάσεις ελλοχεύει η θλίψη».
Καθώς ο θίασος υποκλίνεται συγκινημένος μπροστά στο κοινό που χειροκροτεί ενθουσιασμένο, ανατρέχω στην τελευταία φράση του Τάσου πριν μεταμορφωθεί στον ανήσυχο Ρασκόλνικωφ. «Είναι θέατρο. Και σαν θέατρο είναι ζωντανό». Αν αυτό είναι το στοίχημα της τέχνης γενικότερα, το Έγκλημα και Τιμωρία το έχει ήδη κερδίσει.