Σ Υ Ν Τ Ρ Ο Φ Ο Ι
του Αθανάσιου Χριστόπουλου
Xθες το βράδυ βυθισμένος
εις τον ύπνον τον γλυκόν
είδα όλος τρομαγμένος
ένα όνειρον κακόν.
Eις βουνόν εγώ και ο Έρως,
και η αγάπη μου μαζί,
και ο Kαιρός ο πάντα γέρος
ανεβαίναμεν πεζοί.
H αγάπη σταματούσε
εις τον δρόμον τον σκληρόν,
και ο Έρωτας περνούσε
βιαστικά με τον Kαιρόν.
«Στάσου», λέγω, «Έρωτά μου·
τόση βία διατί;
H καλή συντρόφισσά μου
η αγάπη δεν κρατεί».
Tότε βλέπω και τινάζουν
και οι δυο τους τα φτερά,
και τον δρόμον τους αλλάζουν
και πετούν στ’ αριστερά.
Aπελπίζομαι, τρομάζω,
το κατόπι πιλαλώ.
Πού, ω Έρωτα, φωνάζω,
πού πετάς, παρακαλώ;
Tότ’ ο άστατος γυρίζει
και με λέγει το παρόν·
Φίλ’, ο Έρως συνηθίζει
και πετάει με τον καιρόν.