Είναι η γλώσσα των ποιητών και των συγγραφέων εξ ορισμού ρομαντική όσον αφορά τις ερωτικές περιγραφές; Καταφατική θα ήταν η απάντηση μόνο από κάποιον που έχει διαβάσει καθόλου ή ελάχιστη λογοτεχνία. Οι άνθρωποι που οι λέξεις είναι ο τρόπος για να ζουν τα πράγματα έχουν περιγράψει τις ερωτικές συνευρέσεις με τέτοια γλαφυρότητα που η ανάγνωσή τους μπορεί να προκαλέσει ταχυκαρδία, νοσταλγία για μια ανάλογη στιγμή που ζήσαμε ή επιθυμία να βιώσουμε μια νέα. Οι λογοτέχνες ποτίζουν το κείμενο στη φαντασίωση, στον πόθο, στο άπιαστο αλλά και στο οικείο. Από τις ερωτικές επιστολές του Τζέιμς Τζόυς στη γυναίκα του Νόρα έως τον πόνο και την εξουσία ως κυρίαρχες πηγές ηδονής όπως εκφράζονται από τον Ντε Σαντ κι από την οργιαστική φαντασία του Κορτάσαρ μέχρι τον φετιχισμό του Αργύρη Χιόνη είναι ξεκάθαρο ότι οι λογοτέχνες ξέρουν πως το παιχνίδι του ερωτισμού παίζεται ιδανικά με τη γλώσσα.
Έκανε αφόρητη ζέστη. Η Σιμόν ακούμπησε το πιάτο σ’ ένα σκαμνάκι, στήθηκε μπρος μου και με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά μου, κάθισε χωρίς να μπορώ να τη δω κάτω από τη ποδιά και μούσκεψε τους ζεματιστούς γλουτούς της στο δροσερό γάλα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άρχισα να τρέμω, ενώ αυτή κοίταζε το σηκωμένο πέος μου που πίεζε από μέσα το πανταλόνι μου. Έμεινα έτσι για λίγο ασάλευτος μπροστά της. Δε κουνήθηκε από τη θέση της και για πρώτη φορά, είδα τη ροδόμαυρη σάρκα της που δροσιζότανε μες στο κάτασπρο γάλα. Καθίσαμε σ’ αυτή τη στάση πολλή ώρα κι ήμασταν κι οι δυο συγκλονισμένοι…
Ξαφνικά σηκώθηκε πάνω κι είδα το γάλα να τρέχει στα μπούτια της και να φτάνει ως τις κάλτσες. Σκουπίστηκε κανονικά μ’ ένα μαντίλι, όρθια πάνω από το κεφάλι μου, με το ‘να πόδι στο σκαμνάκι κι εγώ έτριβα μ’ όλη μου τη δύναμη τον πούτσο μου πάνω από το πανταλόνι, σφαδάζοντας από καύλα, στο πάτωμα. Έτσι φτάσαμε σχεδόν ταυτόχρονα σ’ οργασμό χωρίς καν να ‘χουμε αγγιχτεί. Όταν όμως γύρισε η μητέρα της κι η Σιμόν χώθηκε τρυφερά στην αγκαλιά της, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και χωρίς να με δούν, επειδή καθόμουνα σε χαμηλή πολυθρόνα, σήκωσα από πίσω την ποδιά κι έχωσα, ανάμεσα από τα καυτά της μπούτια, το χέρι μου βαθιά μες στον κώλο της.
Γύρισα τρέχοντας σπίτι με τη λαχτάρα να τραβήξω κι άλλη μια μαλακία και τ’ άλλο βράδυ, τα μάτια μου ήτανε τόσο κομμένα, που η Σιμόν, αφού πρώτα με κοίταξε καλά-καλά, έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο μου κι είπε σοβαρά:
-Δε θέλω να μαλακιστείς άλλη φορά χωρίς εμένα.
Στην επόμενη σελίδα: «Χένρι και Τζουν», Αναΐς Νιν