Μέσα στην καρδιά αυτής της πληρότητας, ξέσπασε ο πυρετός που έκανε όλα τα προηγούμενα να μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι. Οι τρέλες μας άρχισαν ένα χειμωνιάτικο βράδυ σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Λονδίνο όπου περνούσαμε το σαββατοκύριακο. Κοιτάζαμε τηλεόραση. Συγχωρέστε μου αυτή την πεζότητα, αυτή είναι η εποχή μας. Έδειχνε ένα από αυτά τα ανούσια και υπνωτιστικά προγράμματα που αποτελούν και την επικίνδυνη γοητεία αυτής της εφεύρεσης, και δε φανταζόμαστε ούτε στιγμή πως ύστερα από λίγο θα ξεφεύγαμε από αυτή την ήρεμη απόλαυση. Με τα μάτια μισόκλειστα, αποχαυνωμένος από ένα γερό γεύμα, είχα αρχίσει να μισοκοιμάμαι, έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος κατάχαμα ενώ η Ρεβέκα ήταν καθισμένη πλάγια μπροστά στη συσκευή, ντυμένη μ’ ένα απλό μωβ φανελάκι και γυμνή απ’ τον αφαλό ως τα δάχτυλα των ποδιών. Ξαφνικά κι ενώ από μερικά λεπτά ήδη στριφογύριζε και σφιγγόταν, άνοιξε τα πόδια της κι άφησε να τιναχτεί πάνω στην οθόνη ένα μικρό σιντριβάνι, σαν για να σβήσει τις κινούμενες εικόνες του. Αυτή η άνεσή της με κέντρισε. Ήταν σαν μια σκανδάλη που το τράνταγμά της συνέχισε να ηχεί μέσα μου. Ο ύπνος μου έφυγε μεμιάς. Την πλησίασα και χωρίς μια λέξη ξάπλωσα χάμω. Κοιταζόμαστε με αυτές τις βαριές ηλεκτρισμένες ματιές που προμηνάνε τις οριακές πράξεις. Η Ρεβέκα, σαν ο ρόλος αυτός να ήταν γνωστός από πάντα, κουκούβιασε πάνω από τον θώρακά μου, σήκωσε τη φανέλα της ως τα στήθη και με τινάγματα κοφτά αλλά βίαια έχυσε τα νερά της πάνω στο σώμα μου. Με πλημμύρισε ολόκληρο, κρατώντας μου το κεφάλι σφιγμένο ανάμεσα στα γόνατά της και αναγκάζοντάς με να ρουφήξω τα υγρά της θέλγητρα με μεγάλες γουλιές μέχρι να χορτάσω.
Στην επόμενη σελίδα: Το άρωμα, Πατρίκ Ζισκίντ