Αφ’ ενός η διδασκάλισσα έβλεπε την Ειρήνη, όπως εκάθητο, δίπλα της, εις την πραγματικότητα. Αφ’ ετέρου, εν τη φαντασία της, έβλεπε τον λάγνον καμαρότον, να ίσταται μεταξύ αυτής και της μαθητρίας της, με το μέγα πέος του εκτεθειμένον, μακρύ, χονδρόν και καυλωμένον, να αυνανίζεται με πάθος. Η απόστασις που εχώριζε την ψώλαν του από το πρόσωπον της κορασίδος, ήταν τόσο μικρά, ώστε το μέλλον να εκτοξευθή –εν τη φαντασιώσει της- εντός ολίγου σπέρμα, θα έπιπτε επάνω εις το πρόσωπον της ωραίας παιδός, επάνω εις τα χείλη της, επάνω εις τα μάτια της, επάνω εις τα μαστίδια της, επάνω εις τα μαλλιά της. Η παιδαγωγός έκαμε το παν για να εκδιώξη την εικόνα αυτήν. Όμως ο νους της εφλέγετο όσον και αι αισθήσεις της, και η λαγνική εικών παρέμεινε μέσα της ζωηροτάτη. Και ενώ έβλεπε η Μαρία, εις το όραμα της, τον θαλαμηπόλον να εξακολουθή με περιπάθεια τον αυνανισμόν και να προσπαθή, προβάλλων την κοιλία του, να εγγίση, με τον σφύζοντα ερωτικόν σωλήνα του, το πρόσωπον της κόρης, προσετίθετο εις την ψευδαίσθησιν της οράσεως της, μια ψευδαίσθησιν της ακοής, και η διδασκάλισσα ήκουσε τον θαλαμηπόλον να λέγη, εν μέσω διαπύρων αναστεναγμών και αναφωνήσεων ηδυπάθειας: «Αααχ!…Αααχ!…Χρυσό μου!… Άγγελε μου!… Για δες την πούτσα μου!… Για δες την ψωλή μου!… Για δες την πώς έγινε για σένα!…Κοίταξε, κούκλα μου, πώς λαχταρά να χύση!….Ωωωχ!…Ωωωχ!…Ααα!…Ααα!…Άνοιξε γρήγορα το στόμα σου…Θέλω να σ΄το γαμήσω… Άνοιξε το γρήγορα…γρήγορα…Θα… θα χύσω…Αααχ!…Άααχ!…Άαα!… Άααα!…Χύνω…!Χύνω…! Πάρε το σπέρμα μου!… Πάρ’ την ψυχή μου!…».