Ο Χένρι είναι μεθυσμένος. Βλέπει ότι πληγώθηκα. Κουνάω το κεφάλι και προσπαθώ να τα ξεχάσω όλα. Τον κοιτάζω. Η γη τρέμει. Από παντού ακούγονται τα γέλια και οι φωνές των φοιτητών. Στο ξενοδοχείο Anjou πλαγιάζουμε όπως οι λεσβίες, ρουφάμε και θηλάζουμε ο ένας τον άλλο. Και πάλι. Και πάλι. Ώρες ολόκληρες ηδονής. Η επιγραφή του ξενοδοχείου και τα κόκκινα φώτα λάμπουν μέσα στο δωμάτιο. Όλα είναι μια ατελείωτη θέρμη. «Αναΐς» λέει ο Χένρι «έχεις τα πιο όμορφα οπίσθια του κόσμου». Χέρια, δάχτυλα, χάδια, εκσπερματώσεις, κραυγές ηδονής. Μαθαίνω πώς να παίζω με το κορμί του Χένρι, πώς να τον ερεθίζω, πώς να εκφράζω τον πόθο μου. Ξεκουραζόμαστε. Ένα λεωφορείο γεμάτο φοιτητές περνάει. Τρέχω και στέκομαι στο παράθυρο. Ο Χένρι κοιμάται. Θα ήθελα να πήγαινα στο χορό των φοιτητών, να τα γευόμουν όλα, να τα δοκίμαζα όλα.
Στην επόμενη σελίδα: Το παιχνίδι της Κλαρίτας, Αργύρης Χιόνης