Ο χαμός του, το βράδυ της 14ης Νοεμβρίου στα 72 του, δεν έκανε τον θόρυβο που προκάλεσαν οι αντίστοιχες βαρύγδουπες απώλειες του David Bowie, του Prince και, μόλις πριν λίγα 24ωρα, του Leonard Cohen. Φυσιολογικό, έτσι κι αλλιώς o David Mancuso δεν υπήρξε ποτέ σταρ. Αντίθετα, ήταν ένας εξαιρετικά low profile τύπος που όμως στάθηκε αληθινός πρωτοπόρος της χορευτικής μουσικής, βλέποντάς την πάντα ως κομμάτι μιας συνολικής κουλτούρας που προωθούσε ταυτόχρονα τον ηδονισμό, την ανεκτικότητα και την ελευθερία ως αναπόσπαστα συστατικά κοινωνικής προόδου.

Ο Mancusο ήταν ένας από τους πρώτους DJs που ασπάστηκαν την disco και μέσα από τα θρυλικά Loft parties του συνέβαλλε όσο λίγοι στη διαμόρφωση του νεοϋρκέζικου underground θέτοντας τις βάσεις για clubs που ακολούθησαν όπως το, εξίσου θρυλικό, Paradise Garage. Η δε “invitation only” λογική του, ίσως μεταφρασμένη λάθος, σκλήρυνε την πόρτα του Studio 54 και διαμόρφωσε τον σύγχρονο χορευτικό ελιτισμό. Ο ίδιος, βέβαια, πρέσβευε την ίδεα του πάρτυ ως άσυλο, ως το μέρος που μπορούσαν όλοι (ανεξαρτήτως χρώματος ή σεξουαλικής προτίμησης) να συνυπάρξουν, να χορέψουν, να ερωτευθούν. Η δε συνεισφορά του στον ήχο μέσα από τα αυτοσχέδια soundsystems που έστησε, υπήρξε κι αυτή καθοριστική. 


Ας δούμε μερικά από τα χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του (όπως το γιατί δε χρησιμοποιούσε μείκτη, αφήνοντας τις πλευρές των βινυλίων να παίζουν ολόκληρες), έτσι όπως μίλησε γι’ αυτά σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις στο Daily Red Bull Music Academy

«Δεν ήθελα να ακούω ένα ηχοσύστημα. Ήθελα να ακούω τη μουσική. Έψαχνα έναν χώρο, στον οποίο θα μπαίνεις και δε θα μπορείς να καταλάβεις αν έχει ηχεία και που είναι τοποθετημένα. Απλά θα ακούς και θα ακολουθείς τον ήχο»

«Έχω πάει σε μαγαζιά που το ηχοσύστημα μοιάζει να είναι πιο σημαντικό από την ίδια τη μουσική. Δεν είναι αυτό κάτι στο οποίο στοχέυουν οι καλλιτέχνες. Από τη στιγμή που το ηχοσύστημα επιβάλλεται της μουσικής, έχουμε να κάνουμε με μια εντελώς διαφορετική ιστορία».

«Δε χρησιμοποιούσα μείκτη, γιατί απλά είναι ένα ακόμα μηχάνημα. Όσο λιγότερα εργαλεία χρησιμοποιείς, τόσο πιο διαφανής είναι ο ήχος. 
Υπάρχουν δύο λόγοι για να χρησιμοποιήσεις μείκτη. Ο ένας είναι για να μιξάρεις. Είναι κατανοητό, δε θέλεις να υπάρχει κενό ανάμεσα στους δίσκους. Θες να περνάς τον έναν μέσα στον άλλον. Είναι ένα επιχείρημα αυτό. Αλλά υπάρχουν κι εκείνοι που επιβάλλονται π.χ. χρησιμοποιώντας το pitch. Για μένα, κάθε φορά που ακουμπάς το pitch control, αλλάζεις αυτό που είχε στο μυαλό του ο καλλιτέχνης. Προσπαθώντας να είσαι τεχνικά σωστός, επεμβαίνεις μουσικά
»

«Ίσως να είμαι πολύ ακριβολόγος σε σχέση με τη  μουσική· αλλά όταν αρχίζεις να προσθέτεις νέους ήχους  σε ένα κομμάτι μπορεί πολύ εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχό σου».


«Τα Loft parties μου έδωσαν την ευκαιρία να ελέγχω τον ήχο. Μέχρι τότε πήγαινα σε διάφορα μέρη και η μουσική ήταν πολύ δυνατά. Πια δεν ήμουν αναγκασμένος να αντιμετωπίζω κάτι τέτοιο. Το ανθρώπινο αυτί λειτουργεί με ένα συγκεκριμένο  τρόπο, μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα εκτεθείμενο σε ένταση, κουράζεται.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θεωρούν ότι ο ήχος είναι κάτι δευτερεύον, που δεν τους νοιάζει. Κι όμως στην πραγματικότητα, η ένταση του ήχου είναι σαν το σημείο που βράζει ένα αβγό. Είναι στους 100 βαθμούς Κελσίου. Εκεί ακριβώς»

aff729ecc3b4a5b441f37691764f1646

«Στα Loft parties άνθρωποι από διαφορετικά μετερίζια της ζωής συμμετείχαν σε μια παράξενη μείξη. Η μουσική, επίσης, υπήρξε τόπος παράξενων συναντήσεων. Παίζαμε μουσικές από όλα τα είδη, από το ένα μουσικό πεδίο στο άλλο. Ο κόσμος που ερχόταν, μετά από καιρό έλεγε: “Μου αρέσουν οι Led Zeppelin, αλλά μ’ αρέσει και ο James Brown”»

«Μην ξεχνάμε, πως τότε είχαμε το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Το κίνημα της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων. Υπήρχαν όλα αυτά τα διαφορετικά κινήματα. Οι μουσικές έρχονταν από πολλά διαφορετικά σημεία, ήταν παντού»

«Υπάρχουν τόσες πολλές ιστορίες από το Loft. Ξέραμε πολύ κόσμο από τις δισκογραφικές εταιρείες και καμιά φορά ήθελαν να κάνουν μερικά promo events στο χώρο. Να έρθουν να παίξουν τα συγκροτήματά τους για τους DJs. Τους παραχωρούσα το χώρο αρκεί να πλήρωναν για τα φαγητά και τα ποτά και να έμενε η κατάσταση πριβέ, μέχρι 300 άτομα.
Σε ένα παρτυ την ώρα που ετοιμάζονται να βγουν οι μουσικοί γίνεται ένα τεράστιο blackout, κάτι συνηθισμένο για τη Νέα Υόρκη των 70s – τα φώτα δεν ήρθαν ποτέ ξανά για εκείνο το βράδυ. Όσοι είχαν δικό τους αμάξι, μπόρεσαν να φύγουν. Υπήρχε, όμως και κόσμος ο οποίος δεν μπορούσε να φύγει. Είπα σε όλους να μείνουν εκεί. Ο χώρος είχε δύο ορόφους και για μια νύχτα θα τα βολεύαμε. Εκείνη ήταν, έτσι κι αλλιώς, μια πολύ παράξενη εποχή. Όλοι σχεδόν κυκλοφορούσαν με ένα φορητό κασετόφωνο. Προμηθευθήκαμε, λοιπόν, κεριά και τοποθετήσαμε πάνω στα μεγάλα ηχεία τα κασετόφωνα. Ρυθμίσαμε τις συχνότητες στον ίδιο σταθμό και το πάρτυ ξεκίνησε. Ήταν ένα σπουδαίο πάρτυ!»