Είναι πλέον φανερό πως η Κεντρική Σκηνή του Κτιρίου Τσίλερ έχει κάνει ολοκληρωτική επιστροφή στον παλαιό της συντηρητισμό. Η επανάληψη επιλογών συγκεκριμένης φύσεως δεν μπορεί να είναι συμπτωματική. Το κοινό στο οποίο επιλέγει να απευθύνεται είναι προφανώς εκείνο των συνταξιούχων που σαρκαστικά είχε ανεβάσει στη σκηνή ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετώντας το Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα.
Θυμάμαι πως το συγκεκριμένο του εύρημα με είχε μάλλον ενοχλήσει, όμως η πορεία των πραγμάτων δείχνει να τον δικαιώνει – αλίμονο, δεν είναι η μοναδική του δικαίωση: φοβάμαι πως από τις δικές του ημέρες έχουμε να δούμε στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού κάτι που να μην είναι εμφανώς «α λα παλαιά». Και δεν μιλώ για vecchia scuola, για να το διατυπώσουμε στη μητρική γλώσσα των ηρώων του Ψηλά Από τη Γέφυρα – μακάρι να επρόκειτο απλώς για πονήματα σκηνοθετών και ηθοποιών που τη γνωρίζουν εις βάθος και επιλέγουν να την υπηρετήσουν.
Εδώ μιλάμε για παραστάσεις που αγγίζουν τον αναχρονισμό, η μία μετά την άλλη, πράγμα βεβαίως που δεν εμπόδισε κάποιες από αυτές να γεμίσουν την αίθουσα – για να μην υποψιαστώ πως τις βοήθησε κιόλας. Κι η Νικαίτη Κοντούρη, που θυμάμαι να ανακαλύπτουμε κάποτε στο θέατρο Αμόρε μέσα από παραστάσεις χαμηλών τόνων αλλά υψηλής ακρίβειας και ευαισθησίας, δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε σε αυτή την περίπτωση να ξεφύγει από την πεπατημένη. Το με άψογη ελληνική προφορά εκτελεσμένο ιταλικό τραγούδι της αρχής, οι δίκην ταμπλό βιβάν οικονομικοί μετανάστες με τα σωσίβια στο βάθος, και κυρίως τα πέρα-δώθε των λιμενεργατών και οι «τυχαίες» συναντήσεις τους με τον Έντι Καρμπόνε, μας πήγαν θεατρικά πολλά, μα πολλά χρόνια πίσω. Παρόλο που εκ πρώτης όψεως ο σκηνικός χώρος θύμιζε το σχετικά πρόσφατο ανέβασμα του ίδιου έργου από τον Ίβο βαν Χόβε, ατυχώς οι ομοιότητες τελείωναν εκεί.
Τα έργα του Άρθουρ Μίλερ, πάντως, έχουν μια αρχιτεκτονική τόσο στέρεα, που αρκεί κανείς να την ακολουθήσει χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις, και δύσκολα θα σφάλλει. Στη συγκεκριμένη παράσταση, πέρα από την οπισθοδρομικότητα που ήδη επισημάνθηκε το μεγαλύτερο και καταστροφικότερο σφάλμα αποδεικνύεται ο τρόπος που επέλεξε – προφανώς ανεμπόδιστος – να ερμηνεύσει τον κεντρικό ήρωα Έντι Καρμπόνε ο Γιώργος Κιμούλης. Η μονόχορδη, αυτάρεσκη, για να μην πω αυτιστική, μανιέρα του λειτούργησε ως μαύρη τρύπα που κατάπινε οτιδήποτε τον πλησίαζε. Τα επιτηδευμένο τραύλισμα που υπέθεσε πως αποδίδει τον πρωτογονισμό του ρόλου του, υπνώτισε μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, τη Μαρία Κεχαγιόγλου, και την οδήγησε σε μια μονοδιάστατη ερμηνεία μακριά από αυτά στα οποία μας έχει συνηθίσει. Με ανάλογο τρόπο, η Ηλιάννα Μαυρομάτη ως Κάθριν δεν κατόρθωσε να γίνει ποτέ το κορίτσι- γυναίκα που προκαλεί άθελά της την τραγωδία, παρόλο που δυνητικά θα μπορούσε: κανείς δεν μπορεί να παίξει μόνος του. Με ανάλογο τρόπο, ούτε κι ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος έπεισε ως ο μοχλός της τραγωδίας εξάδελφος Ροντόλφο.
Μοναδικός διασωθείς, επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά τη σπουδαία του στόφα, σε ένα ρόλο μεταξύ κήρυκα και χορού της τραγωδίας, αυτόν του δικηγόρου Αλφιέρι, ο Νίκος Χατζόπουλος ήταν ο μόνος που έδειξε πώς θα μπορούσε να είναι αυτή η παράσταση αν κάποιες βασικές επιλογές είχαν γίνει αλλιώς. Φευ…
Επίσης αξιοσημείωτη η ερμηνεία – ή μήπως θα έπρεπε να πω μεταμόρφωση; – του Κώστα Φαλελάκη. Δύσκολα θα τον αναγνώριζε κανείς αν δεν ήξερε εκ των προτέρων πως είναι αυτός.
Όσο για το ποιος μεταφράζει τι και πώς – και κυρίως γιατί! – στο ελληνικό θέατρο, αν το θίξουμε θα ανοίξει μια κουβέντα που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο όχι ξεχωριστού άρθρου, αλλά ολόκληρης σχετικής σειράς – για να μην πω πραγματείας ή και διδακτορικού.
Ο μοναδικός λόγος που η συγκεκριμένη παράσταση θα καταγραφεί στην ιστορία, είναι πως έμελλε να είναι η τελευταία για τον Γιώργο Πάτσα, που αφήνει πίσω του μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό – κι όχι, δεν είναι απλώς κοινός τόπος από αυτούς που συνηθίζονται σε κάθε απώλεια. Με το χαμό του κλείνει ένα λαμπρό κεφάλαιο της ελληνικής σκηνογραφίας. Θα μείνει αξέχαστος.