Δ Ε Ι Λ Ι Ν Ο
του Γκιγιώμ Απολλιναίρ
Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νεκρών
Στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
Η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
Το κορμί της στον καθρέφτη των νερών
Παρεκεί ένας τσαρλατάνος βραδινός
Τα παιγνίδια που θα κάνουν διαφημίζει
Ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρην ουρανός
Άστρα σαν το γάλα ωχρά γεμίζει
Ο χλωμός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία
Πρώτα πρώτα χαιρετάει τους θεατές
Μάγους που ’χουν έρθει από τη Βοημία
Μερικές νεράιδες και τους γητευτές
Και κατόπιν ξεκρεμώντας έν’ αστέρι
Με το τεντωμένο του το παίζει χέρι
Ενώ κάποιος κρεμασμένος ρυθμικά
Με τα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά
Τ’ όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει
Η ελαφίνα με τα ελάφια της περνάει
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
Τον τρισμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό