Λεύτερος να ‘σαι δούλος οποιανού
λεύτερος να μιλάς, όταν κοιμάσαι,
λεύτερος, χρόνια να τα κυνηγάς
των Γιούρων τα ποντίκια μη σε φάνε.
Στις πληγές της ψυχής σου να χιλιάζουν
τα ψέματα ̶ της μύγας τα σκουλήκια ̶ ,
να ‘σαι της Ιστορίας γελοιογράφος,
αφέντης δίχως πιθαμή δικιά σου.
Σαν τη στέρφα γουρούνα τ’ Άι-Αντώνη,
μισότυφλη από πάχητα και νύστα,
να νείρεσαι πως κολυμπάς σε κάτουρα
και ξερατά, γρυλίζοντας «παράδεισος»!