Salière! Μα ναι, λέγεται salière! Τέλειωσα την ανάγνωση του πολυσέλιδου προγράμματος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, άκουσα την παρουσίαση και προσπαθούσα απεγνωσμένα να θυμηθώ πως λέγεται αυτό το παιχνίδι που παίζαμε μικροί. Κάτι σαν οριγκάμι: Ενα τετράγωνο κομμάτι χαρτί που διπλώναμε για να δημιουργήσουμε πολλά μικρά τρίγωνα (που έφεραν αριθμούς ή εντολές) κρυμμένα μέσα σε ένα τετράγωνο. Το «φορούσαμε» αυτό το τετράγωνο στα τρία δάχτυλα του χεριού και ανοιγοκλείναμε εκτελώντας τις εντολές που μας έπεφταν – πες ένα ποίημα, φίλησε τον διπλανό σου, κράτα την αναπνοή σου για 30 δευτερόλεπτα, στροβιλίσου γύρω από τον εαυτό σου.
Τη σεζόν που μόλις αρχίζει νιώθω πως θα παίξουμε αυτό το παιχνίδι με τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Salière, αλατιέρα ελληνιστί. Το μεγάλο στιβαρό περίβλημα είναι εκεί, στη Συγγρού, αλλά με συνεχείς κινήσεις θα ανοίγει και θα αποκαλύπτει κάτι νέο, κάτι διαφορετικό, μία έκπληξη, μια νέα ιδέα. Προσπάθησα να βρω αν υπάρχει μια κεντρική κυρίαρχη ιδέα που να διατρέχει τις δράσεις που θα κάνει φέτος η Στέγη. Δεν την βρήκα. Γιατί αυτό που εισέπραξα πιο έντονα είναι ότι επαναπροσδιορίζει το τί είναι και τί κάνει. Και αυτά τα «τί» δεν αφορούν μόνο στον πολιτισμό της ασφαλούς πεπατημένης – θέατρο, μουσική, χορός, εικαστικά, αλλά επιχειρούν να απλωθούν σε όλους τους τομείς του υλικού και αστικού πληθυσμού.
Με το «θα σε δω στη Στέγη»(χωρίς ερωτηματικό, με βεβαιότητα) να τείνει να γίνει το νέο «θα σε δω στον Μπακάκο», η Στέγη μετατοπίζει περισσότερο το κέντρο βάρους της προς το κέντρο της πόλης με δράσεις όπως το θεατρικό δρώμενο με τα κρεβάτια που θα στηθούν στην Αθήνα για το «Όσο είναι δίπλα μου» του Fernando Rubio. Και εκεί που το τετράγωνο οριγκάμι ανοίγει για να σε στείλει έξω στην πόλη, αιφνιδιαστικά κλείνει και γίνεται το ίδιο η πόλη: Γίνεται club με την 24ωρη δράση του six d.o.g.s, γίνεται αστικός κήπος (έστω ανεστραμμένος και ιπτάμενος μέσα από το έργο τη Rebecca Louise Law, που πολύ εκτίμησα το γεγονός ότι απεκατέστησε τη χαμένη τιμή των γαρύφαλλων). Γίνεται κινηματογράφος ερωτικών ταινιών αυστηρά ακατάλληλων δια ανηλίκους, γίνεται χώρος γαστροσυμποσίων, νέο ιερατείο για τους προσκυνητές του design μέσα και από τη συνεργασία με την double deck. Γίνεται τα πάντα, όλα.
Και το θέατρο; Ο χορός; Η μουσική; Οι αρμοί των συλλογικά αντιληπτών ως κυρίαρχης φόρμας πολιτισμού; Διατρέχουν το πρόγραμμα με τις μικρές χαριτωμένες εμμονές που αποκτά η Στέγη στην πέμπτη σεζόν της (Ουίλιαμ Κέντριτζ, DV8, Ακραμ Καν, Ισραέλ Γκαλβάν) και με επιλογές έργων που φέρουν την αδιαμφισβήτητη ένδειξη «κλασικό ρεπερτόριο.» Ομως, με τη Στέγη πέρυσι να σαρώνει το θεατρικό σκηνικό σε ένα παιδομάζωμα κυριολεκτικά όλων τους λεγόμενων σημαντικών σκηνοθετών ή έστω αυτών για τους οποίους μιλάμε όλοι αυτή τη στιγμή (Εκτορας Λυγίζος, Δημήτρης Παπαϊωάννου, Μιχαήλ Μαρμαρινός, Δημήτρης Καρατζάς, Λένα Κιτσοπούλου κ.α.), φέτος η σκηνή θα υποδεχθεί ως βαρύ όνομα τον Γιάννη Χουβαρδά με τον Αμλετ ενώ ο Νίκος Καραθάνος θα πειράξει μαζί με τη Λένα Κιτσοπούλου τον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ. Προφανώς υπάρχουν κι άλλες ελληνικές παραγωγές, όμως ξέρω πως θα μου λείψει η παραζάλη της αρπαγής μου ως θεατή από τον Μαρμαρινό, τον Παπαϊωάννου, τον Λυγίζο…
Ευτυχώς, υπάρχει η συγκίνηση της έκπληξης που επενδύεται στα «Αίματα» του Ευθύμη Φιλίππου με την ομάδα της Αργυρώς Χιώτη. Ο βραβευμένος σεναριογράφος του Κυνόδοντα και των Αλπεων έγραψε ένα έργο που εκκινεί από τις αρχές του επιστολικού μυθιστορήματος και αυτό από μόνο του είναι μια πρόκληση για τον θεατή. Η επιλογή του Φιλίππου δεν μοιάζει καθόλου τυχαία: Είναι προφανώς και αυτή ένα κλείσιμο του ματιού στη νέα μεγάλη αγάπη της Στέγης: Τον κινηματογράφο. Είναι προφανές ότι εδώ ετοιμάζονται εκπλήξεις και σημαντικές ανακοινώσεις.
Αν και στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της Στέγης πολλοί έσπευσαν να μιλήσουν για το χειμερινό αντίστοιχο θεσμό του Φεστιβάλ Αθηνών, είναι πια σαφές ότι οι προθέσεις και οι προδιαγραφές της Στέγης είναι διαφορετικές. Και η διάθεση πιο άγρια, με την έννοια ότι δηλώνει έτοιμη να σπάσει αυγά.«Έχουμε αποφασίσει να ζούμε μέσα στην κοινωνία, ακόμη κι αν το κόστος αυτής της απόφασης κουβαλάει τον κόπο και τον προβληματισμό που δημιουργεί η σκληρή, ορισμένες φορές, κριτική» είπε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση Aντώνης Παπαδημητρίου.