‘Ολος ο Ηλίας Καζάν, σε μία ώρα: 1986, μία μακρά, απολαυστική συζήτηση με τον Αχιλλέα Κυριακίδη

Και τότε, Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν κι ένας θεατρικός σκηνοθέτης παίρνει το κινηματογραφικό του βάπτισμα. Είμαστε στο 1945. Εσείς διαλέξατε να γυρίσετε το βιβλίο της Μπέτι Σμιθ; Μου το πρότειναν. Δεν έχω τίποτα να πω γι’ αυτήν την ταινία, εκτός για το καταπληκτικό κοριτσάκι που έπαιζε. Γενικά, νομίζω πως οι ταινίες μου έχουν υπερεκτιμηθεί. Δεν λέω πως είναι κακές – μερικές, μάλιστα, είναι πολύ καλές.

Επιτρέψετε μου να πω πως μερικές ταινίες σας είναι αριστουργηματικές. Έτσι λέει πολύς κόσμος, αλλά εγώ τρέφω μεγάλο σεβασμό για τα αριστουργήματα. Υπάρχουν πέντε αριστουργήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Πέντε. Στο κάτω κάτω, πώς ορίζεται ένα αριστούργημα; Ποιος χρίει ένα «αριστούργημα»;

Ο χρόνος…; Η αντοχή στο χρόνο…; Ακριβώς. Πάρτε τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα – τον Μπαλζάκ, τον Σταντάλ. Ποιος λέει ότι δεν είναι μεγάλοι; Δοκιμάστε τώρα να διαβάσετε το Κόκκινο και το Μαύρο. Μερικές σελίδες του θα σας φανούν ανυπόφορες.

Ίσως βιάστηκα, τ’ ομολογώ, αλλά δε θέλω να σας ακούω να υποτιμάτε το έργο σας. Ας το συζητήσουμε τουλάχιστον. Επιμένω ότι πολλές ταινίες σας είναι… εξαιρετικές – όχι όμως και η ταινία που κάνατε μετά το Δέντρο, η Θάλασσα από γρασίδι (ελλ. Τίτλος: Παραστρατημένη μητέρα). Θέλετε να την υπερασπιστείτε; Είναι μια απαίσια ταινία. Ντρέπομαι που την έκανα.

Ντρέπεστε για το αποτέλεσμα ή επειδή δεχθήκατε να τη γυρίσετε; Δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτή την ταινία. Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει η Αυτοβιογραφία μου. Διαβάστε την – θα καταλάβετε. Πρόκειται για μία απ’ τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου. Δε θέλω να πω τίποτα τώρα, όχι γιατί δεν σας εμπιστεύομαι, αλλά γιατί δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Άλλο πράγμα να μιλάς κι άλλο να γράφεις. Η πειθαρχία του γραπτού λόγου σε οδηγεί να είσαι ψύχραιμος και δίκαιος.

Δε θέλω να μιλήσουμε για τους καβγάδες σας με τον Σπένσερ Τρέισι και την Κάθριν Χέπμπερν, αν αυτό φοβάστε. Στο κάτω κάτω, δε νομίζω πως ενδιαφέρουν κανέναν αναγνώστη, τουλάχιστον Έλληνα. Θέλω, όμως, ν’ αποπροσωποποιήσουμε τη συζήτηση, να μιλήσουμε για την εποχή όπου τα μεγάλα στούντιο επέβαλλαν στον σκηνοθέτη τους ηθοποιούς και δεν τους διάλεγε ο ίδιος. Προτιμώ να προχωρήσουμε. Άλλωστε, από δω και πέρα στάθηκα τυχερός με τους ηθοποιούς μου, μπορούσα να τους διαλέγω ο ίδιος, να τους επιβάλλω εγώ, αν θέλετε.

Το 1947 πρέπει να ’ναι μια σημαντική χρονιά για σας. Πηγαίνετε στη Fox, γνωρίζεστε με τον Ντάριλ Ζάνουκ, ξεκινάτε μια σειρά ταινίες «προσωπικές» και, ταυτόχρονα, «κοινωνικής καταγγελίας»: Μπούμερανγκ (ελλ. Τίτλος: Το μεγάλο κατηγορώ), Συμφωνία κυρίων (1948), Πίνκι (1949), Πανικός στους δρόμους (1950). Ας σταθούμε λίγο στον Ζάνουκ. Ήταν ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Πολύ θαρραλέος. Δεν ήταν διανοούμενος ή ιδιαίτερα ευφυής, αλλά διέθετε ένα ισχυρό ένστικτο. Για τη θέση που κατείχε, να διευθύνει ένα από τα μεγάλα στούντιο, και για τα μέτρα της εποχής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό που λένε σήμερα «προοδευτικός». Ήταν ένας πολύ καλός «βιομήχανος». Τότε τον Κινηματογράφο τον έλεγαν The Industry («Η Βιομηχανία») και δεν είχαν άδικο. Τα στούντιο έλεγχαν τα πάντα – τα στούντιο και σκληροί οικονομικοί νόμοι. Ο Ζάνουκ λειτουργούσε κι αυτός οικονομικά, αλλά είχε περισσότερη διορατικότητα απ’ τους άλλους. Οι σχέσεις μας ήταν πάντα ευθείες, ακόμα κι όταν περνούσαν κρίση.

Πώς τις βλέπετε σήμερα αυτές τις ταινίες; Δεν ξαναβλέπω ποτέ τις ταινίες μου.

Το εννοούσα λίγο «μεταφυσικά». Συμφωνείτε ότι τουλάχιστον οι τρεις πρώτες ασκούν ένα είδος κοινωνικής κριτικής, κάτι όχι και πολύ σύνηθες για την τότε παραγωγή της «Βιομηχανίας»; Το Μπούμερανγκ γυρίστηκε ολόκληρο έξω, στους δρόμους. Οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Μέχρι κι ο Άρθουρ Μίλερ κάνει μια εμφάνιση, ακόμα κι ένας απ’ τους θείους μου, ο Τζο. Σ’ αυτή την ταινία, στην ατμόσφαιρα των γυρισμάτων αυτής της ταινίας χρωστάω την απόφασή μου να συνεχίσω ως σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ιδιαίτερα μετά το ναυάγιο της Θάλασσας από γρασίδι.

Η Συμφωνία κυρίων και η Πίνκι μπορεί να πει κανείς πως είναι οι δύο όψεις ενός καθρέφτη. Η πρώτη καταγγέλλει τον αντισημιτισμό, η δεύτερη το ρατσισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ήρωας (ή η ηρωίδα, στο Πίνκι) συνειδητοποιούνται βαθμιαία, διδάσκονται απ’ τα γεγονότα να δέχονται τον εαυτό τους – και τους άλλους. Εσείς διαλέξατε τα δυο θέματα; Τη Συμφωνία κυρίων ήθελα παθιασμένα να την κάνω. Έχω ζήσει τέτοιες καταστάσεις σαν αυτές που περιγράφει η ταινία, έχω δει ανθρώπους να συντρίβονται απ’ την αντισημιτική προκατάληψη των άλλων. Ακόμα κι εγώ κινδύνεψα απ’ αυτήν, επειδή πολύ συχνά περνιέμαι για εβραίος. Ήθελα πολύ να την κάνω, την έκανα και νομίζω πως είναι μια πολύ ωραία ταινία. Θα την έλεγα «επαναστατική» για την εποχή της – προκάλεσε συζητήσεις,  διαμαρτυρίες. Η Πίνκι γυρίστηκε σαν ένα είδος «συνέχειας» της Συμφωνίας, και θα ’λεγα πως πάσχει απ’ αυτό ακριβώς το σύνδρομο. Είναι μια μάλλον αδύνατη ταινία. Την είχε αρχίσει ο Τζον Φορντ και μετά αρρώστησε ή είπε ψέματα πως είχε αρρωστήσει, κάτι τέτοιο. Κλήθηκα να τη συνεχίσω και δεν ήθελα να χαλάσω το χατίρι του Ζάνουκ. Πάντως, συμφωνώ μαζί σας: είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Πώς υποδέχθηκαν το κοινό και η κριτική τον Πανικό στους δρόμους; Τυχαίνει να είναι μία από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες σας και θα ’θελα να την τιμήσουμε λίγο. Είχε καλές κριτικές. Τώρα που το σκέφτομαι, όλες οι ταινίες μου είχαν καλές κριτικές. Δεν ξέρω, ίσως γιατί δεν ήμουν πολύ προκλητικός, δεν προσέβαλλα το καλό γούστο, τον πολιτισμό, τα πρότυπα ενός φιλελεύθερου κατεστημένου. Ποιος μπορεί να μη συγκινηθεί απ’ την πιθανότητα μιας τρομερής αρρώστιας που απειλεί να σαρώσει μια ολόκληρη πόλη; Πάντως, η ταινία αγαπήθηκε πιο πολύ στην Ευρώπη· στην Αγγλία ιδιαίτερα.

Η «αρρώστια» του Πανικού είναι συμβολική – έτσι δεν είναι; Δεν είναι κάτι που εξαπλώνεται ραγδαία και εύκολα όπως ο αντισημιτισμός ή ο ρατσισμός; Δεν είχα καμία τέτοια πρόθεση. Εγώ είμαι αφελής, δεν τα πιάνω αυτά.

Ω, ελάτε τώρα! Μιλάμε πιο πολύ για τις ταινίες που κι εσείς θεωρείτε αποτυχίες, έτσι που θα με κάνετε να σπεύσω στην επόμενη που ξέρω πως την αγαπάτε ιδιαίτερα, το Λεωφορείον ο Πόθος.  Θα σας εκπλήξω, γιατί δεν θέλω να μιλήσω ούτε για το Λεωφορείο. Είναι μερικές ταινίες, μερικά θέματα, που θα υποχρεωθείτε να τα προσπεράσετε, ακριβώς επειδή βρίσκομαι στο μέσον της Αυτοβιογραφίας μου. Δε θέλω να πω τίποτα που μπορεί να βλάψει το κύρος των αναμνήσεών μου. Στις συνεντεύξεις, κάτι σου ξεφεύγει, κάτι παρερμηνεύεται, το παίρνει ο άλλος και γράφει ολόκληρο δοκίμιο. Δε θέλω να ξαναπέσω στην παγίδα. Ξέρω τι θα με ρωτήσετε. Θα με ρωτήσετε: «Προτιμάτε τη θεατρική παράσταση ή την ταινία;». Κι εγώ τότε πρέπει να σκεφτώ: «Στην παράσταση έπαιζε η Τζέσικα Τάντι· στην ταινία, η κυρία Ολίβιε». Πώς μπορώ, λοιπόν, ν’ απαντήσω στην ερώτησή σας χωρίς να θίξω την Τζέσικα Τάντι ή τον Ολίβιε; Στο βιβλίο μου απαντώ, αλλά εκεί είμαι ψύχραιμος. Με καταλαβαίνετε;

Σας καταλαβαίνω, αλλά βλέπω ότι όλες σας οι επιφυλάξεις ν’ απαντήσετε αφορούν ηθοποιούς. Ως κατ’ εξοχήν σκηνοθέτης ή δάσκαλος ηθοποιών, καταλαβαίνω γιατί επικεντρώνετε σ’ αυτούς το ενδιαφέρον της ταινίας. Δεν καταλαβαίνω, όμως, γιατί δεν μπορούμε να συζητήσουμε, με αφορμή λ.χ. το Λεωφορείον ο Πόθος, ένα γενικότερο θέμα. Σαν ποιο;

Το θέμα της μεταφοράς θεατρικών έργων στην οθόνη. Ποιες είναι οι απόψεις σας, πώς δουλέψατε. Αν δεν κάνω λάθος, είναι το μόνο θεατρικό έργο που γυρίσατε σε ταινία. Αν το αποκαλύψω σε σας –όχι πως δεν έχω σ’ εκτίμηση τους αναγνώστες του περιοδικού σας–, ο εκδότης της Αυτοβιογραφίας μου θα περικόψει την αμοιβή μου. Λυπάμαι που σας απογοητεύω. Παραδέχομαι, πάντως, πως κάθε μεταφορά ενός θεατρικού έργου στην οθόνη γεννά τεράστια προβλήματα. Δε θα σας πω τίποτ’ άλλο.

Θα προσπαθήσω τότε να σας εκμαιεύσω μιαν απάντηση – έστω, μονολεκτική. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες, όταν μεταφέρουν ένα θεατρικό έργο στην οθόνη, προσπαθούν να του προσδώσουν κινηματογραφικότητα, προσθέτοντας εξωτερικές σκηνές. Στο θέατρο, ο ήρωας ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στη σκηνή. Στην ταινία, βγαίνει από το σπίτι του, μπαίνει σ’ ένα ταξί, σταματά να πιει καφέ, και μετά απ’ όλα αυτά φτάνει εκεί όπου πρέπει για να συνεχιστεί η δράση. Νομίζω, λοιπόν, πως τ’ αποφύγατε όλα αυτά στο Λεωφορείο. Σεβαστήκατε σοφά και τους δύο νόμους: και του θεάτρου και του κινηματογράφου. Είναι σωστή η διαπίστωσή σας και σας ευχαριστώ. Ας προχωρήσουμε.

Στην επόμενη σελίδα, η Δήλωση στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών

Page: 1 2 3 4 5 6 7

POPAGANDA