Ένα μεσημέρι επιστρέφοντας από το σχολείο πριν από δεκαπέντε χρόνια, βρήκαμε έξω από το “βιντεοκλαμπάδικο” της γειτονιάς δεκάδες μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το βίντεο κλαμπ είχε κλείσει οριστικά και μαζί έκλεινε και ο δρόμος από τις δεκάδες σακούλες που περιείχαν εκατοντάδες βιντεοταινίες, έναν τζάμπα θησαυρό για τα εφηβικά μάτια μας, τι και αν θα αργούσαμε για το μεσημεριανό θα χορταίναμε από βιντεοταινίες για όλο το καλοκαίρι. Δυστυχώς όμως όσο και αν ψάξαμε δεν βρήκαμε καθόλου πορνοταινίες φαίνεται ο ιδιοκτήτης τα είχε κρατήσει για την συλλογή του. Έτσι μοιράζοντας τις σακούλες και σέρνοντας ο καθένας από μια στο σπίτι του η μάνα μου έβαλε τις φωνές μόλις της εξήγησα πως η τεράστια σακούλα σκουπιδιών ήταν μέσα στον κάδο αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος, θα τις έβλεπα όλες και ας είχε και ταινίες με ασκήσεις αερόμπικ. Δεν είναι κακή λίγη γυμναστική, όμως η μάνα μου ήταν αμετανόητη, οι βιντεοταινίες δεν είχαν θέση στο σπίτι μας.
Την ίδια στάση στο θέμα είχε και η μητέρα της Ορσαλίας – Ελένης Κασσαβέτη, δεν έβλεπε με καλό μάτι το γεγονός πως η κόρη της ήθελε να δει βιντεοταινίες γιαυτό και η μικρή τότε Ορσαλία πήγαινε στα ξαδέρφια της και έβλεπε τους αγαπημένους της βίντεο-ήρωες εκεί. Μέχρι που η μικρή Ορσαλία μεγάλωσε αρκετά και έγραψε ένα βιβλίο 368 σελίδων για τους βίντεο-ήρωες των παιδικών της χρόνων και την ελληνική βιντεοταινία γενικότερα. Χωρίς καμία διάθεση ρομαντισμού και νοσταλγίας των 80s η Ορσαλία – Ελένη Κασσαβέτη στο βιβλίο της “Η Ελληνική Βιντεοταινία (1985-1990) Ειδολογικές, Κοινωνικές και Πολιτισμικές Διαστάσεις” εκδόσεις Ασίνη 2014 ξετινάζει τη σκόνη πάνω από το φαινόμενο βιντεοταινία και προσφέρει μια πραγματολογική έρευνα που συνδυάζει κοινωνιολογία με την φιλμική θεωρία. To βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη με το ένα τρίτο του όγκου του να είναι οι σημειώσεις και με τον πρόλογο γραμμένο από τον Παναγή Παναγιωτόπουλο. Το πρώτο μέρος είναι χωρισμένο σε τρία κεφάλαια που αναλύονται οι ειδολογικές διαστάσεις της βιντεοταινίας, οι ανοικτές θεματικές της δηλαδή η κωμωδία, η αισθηματική κομεντί, το μελόδραμα – κοινωνικό δράμα και η περιπέτεια – ταινία πολεμικών τεχνών, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο αναλύονται οι κλειστές θεματικές δηλαδή οι στερεοτυπικοί βιντεο-ήρωες τύπου Ταμτάκου και Μπίλια. Στο δεύτερο μέρος της εξαιρετικής έρευνας συναντάμε τις κοινωνικές διαστάσεις της βιντεοταινίας μέσα από την ίδια την βιντεοταινία ως προϊόν και τις πολιτισμικές διαστάσεις αναλύοντας την βιντεοταινία μέσα από τις ίδιες της τις αντιφάσεις. Ένα βιβλίο που ίσως το μόνο που να του λείπει να είναι η -διαστάσεων εξώφυλλων- φωτογραφία μιας μαύρης βιντεοκασσέτας για να ολοκληρωθεί η ρετρό αναφορά. Όμως αυτό το βιβλίο δεν είναι ευτελές σαν το ίδιο το αντικείμενο που πραγματεύεται, είναι η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη που έχει γίνει ποτέ πάνω σε αυτό το λαοφιλές προϊόν της νεοελληνικής οπτικοακουστικής κουλτούρας και είναι επίσης η επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της Ορσαλίας – Ελένης Κασσαβέτη την οποία ξεκίνησε το 2009 στο Ε.Μ.Μ.Ε. του ΕΚΠΑ με επιβλέπουσα την Μαρία Κομνηνού. Για να την ολοκληρώσει βασίστηκε σε ένα δείγμα 700 βίντεοταινιών που τις περισσότερες τις είδε από τρεις φορές έκαστη για να βγάλει άκρη. Ίσως και να είδε τόσες πολλές βιντεοταινίες επειδή δεν την άφησε η μαμά της και της έμεινε απωθημένο. Και αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς με την μαμά (αλλά και το βιβλίο) της Ορσαλίας τότε μάλλον πολύ καλά έκανε η μαμά της. Η Ορσαλία – Ελένη Κασσαβέτη μίλησε στην Popaganda και μας εξήγησε πως η βιντεοταινία ήταν μια μεγάλη αρπαχτή και πως το βίντεο κράτησε την αγία ελληνική οικογένεια μέσα στην εστία δεμένη και μακριά από τον σατανά.
Τι ήταν αυτό που σε έκανε να ασχοληθείς ακαδημαϊκά με την βιντεοταινία; Πάντα μου άρεσε να βλέπω τι πηγαίνει στραβά, ποια απόκλιση υπήρχε από το αρχέτυπο, ποιες συνέχειες και ασυνέχειες υπήρχαν στα σενάρια, μου κέντριζε το ενδιαφέρον το εικονογραφικό κομμάτι γιατί στις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες βλέπουμε φτηνά σκηνικά ή διάφορες μικρολεπτομέρειες εξωτερικών σκηνών π.χ. τα μαγαζιά που διασκέδαζε ο κόσμος. Αυτά τα κομμάτια του εμπορικού κινηματογράφου είναι πολύ ενδιαφέροντα και δεν μπορείς να τα ανιχνεύσεις σε μια ταινία ακαδημαϊκών προθέσεων γιατί εκεί υπάρχει πολύ καλή οργάνωση του υλικού με στοχευμένο μήνυμα σε συγκεκριμένο ακροατήριο. Στις βιντεοταινίες η διατύπωση ήταν πάρα πολύ γρήγορη, έκαναν την παραγωγή και την κυκλοφορούσαν, οπότε βλέπεις ένα σωρό περίεργα πράγματα να συμβαίνουν. Κατά δεύτερον μου αρέσει ακαδημαϊκά να ασχολούμαι με τα κινηματογραφικά genres γιατί ενώ στο εξωτερικό οι κινηματογραφικές σπουδές που έχουν βάση το κινηματογραφικό είδος έχουν παράγει φοβερά θεωρητικά έργα, στην Ελλάδα δεν είναι κάτι σοβαρό. Το είδος με ιντρίγκαρε να το ανιχνεύσω στην βιντεοπαραγωγή της εποχής και μιλάμε για μια εποχή πολύ ιδιαίτερη, μια terra incognita, απλά ξέραμε τις βιντεοταινίες που τις έχουμε δει και τις μπερδεύουμε με κινηματογραφικές ταινίες της εποχής, αυτό είναι το μεγάλο λάθος της νέας γενιάς που όμως αν προσέξεις μερικές τεχνικές λεπτομέρειες είναι εύκολα διορθώσιμο. Επίσης αυτή η δεκαετία δεν με ενδιέφερε μόνο σε κινηματογραφικό αλλά και σε πολιτισμικό επίπεδο. Είχαν συμβεί ραγδαίες αλλαγές και μπορούσες να αντλήσεις παράπλευρα στοιχεία για ενδυματολογικούς κώδικες της εποχής και τη μουσική. Τα 80s ήταν ανεπανάληπτα σε πολλά πράγματα που μπορεί πολλά από αυτά τα στοιχεία να θεωρούνται κιτς αλλά έγιναν και φοβερές τομές , π.χ. αναβίωσε το Art Deco μέσω των γραφικών τεχνών.
Είναι ένα θέμα περίεργο, ένα θέμα που όπως λέει και στην εισαγωγή του βιβλίου είχε εξαιρεθεί από την “νόμιμη επιστημονική ατζέντα” Γιατί; Γενικά ό,τι θεωρείται προϊόν της χαμηλής κουλτούρας έχουμε την τάση να το εξοβελίζουμε από την ακαδημαϊκή ατζέντα θεωρώντας πως δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε θεωρητικό επίπεδο για να μπορέσουμε να το υποστηρίξουμε. Υπάρχει ένας θεωρητικός δυϊσμός στον ακαδημαϊκό χώρο, περισσότερο καλλιεργούνται απόψεις που έχουν να κάνουν με υψηλές θεωρίες με φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης και ασφαλώς με ακαδημαϊκές ταινίες, ενώ με ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου θα ασχοληθούν μόνο σε πολύ ασφαλή όρια. Θα αναλύσουν μια ταινία όπως η “Στέλλα” του Κακογιάννη και όχι μια ταινία με τον Λαυρέντη Διανέλλο η οποία με τα κατάλληλα θεωρητικά εργαλεία μπορεί να απογειωθεί.
Άρα ήσουν ο πρώτος άνθρωπος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε σοβαρά με τις βιντεοταινίες. (γέλια) Ναι!
Ούτε οι ίδιοι που έκαναν βιντεοταινίες δεν το έπαιρναν στα σοβαρά; Με εξαίρεση κάποιους μεγάλους παραγωγούς που υπάρχουν μέχρι και σήμερα, όσοι έκαναν βιντεοταινίες ασχολούνταν με τη δουλειά τελείως περιστασιακά. Ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες με κάποια σταθερή εργασία που είχαν κάποιο κεφάλαιο και με μια επικοινωνία με ένα τεχνικό προσωπικό και έναν σκηνοθέτη γύριζαν ταινίες μέσα σε τρείς μέρες. Γιαυτό και δεν βλέπεις τους μεγάλους πρωταγωνιστές της εποχής αλλά δευτεραγωνιστές και κομπάρσους στους κύριους ρόλους. Εξάλλου οι παραγωγοί δεν είχαν τόσα χρήματα ώστε να χρησιμοποιήσουν ένα “όνομα” που τότε έπαιρνε 500.000 δραχμές. Υπάρχουν πάρα πολλές ιστορίες, όπως μια βιντεοταινία που γυρίστηκε μέσα σε μια μέρα και την επόμενη μέρα έγινε διανομή, όμως δεν μπορούσα να τις διασταυρώσω γιατί δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για την εποχή. Ως προς το κομμάτι της “βιντεοθέασης” δεν γνωρίζουμε πολλά μόνο το περιοδικό “Θεάματα” είχε δημοσιεύσει ελάχιστα στατιστικά. Η βιντεοπαραγωγή ξεκίνησε με πολύ δειλά βήματα το 85-86. Ήταν κάπως αμήχανα, ούτε οι ίδιοι ήξεραν που θα οδηγούσε, με το μεγάλο αποκορύφωμα τα 87-88. Υπήρχαν δύο ταχύτητες παραγωγών, οι μεγάλες εταιρείες, με αξιόλογο καστ, σταρ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με υψηλό προϋπολογισμό προσεγμένα σκηνικά και μουσική επένδυση από συνθέτη και οι νεοσύστατες εταιρείες παραγωγής με ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού οπότε έβλεπες άγνωστους ηθοποιούς με πάρα πολλά τεχνικά λάθη όπως τον boom man να μπαίνει μέσα στο πλάνο, το boom να φαίνεται συνεχώς, πολύ κακός φωτισμός και σε σεναριακό επίπεδο μια ευτέλεια και ανακύκλωση της ανακύκλωσης. Στα πρώτα χρόνια της βιντεοπαραγωγής έβλεπες συνειδητά πως προσπαθούσαν να αντιγράψουν τον παλαιό ελληνικό κινηματογράφου, ενώ στα τέλη των 80s βλέπεις βιντεοταινίες που αντιγράφουν άλλες βιντεοταινίες που αυτές αντιγράφουν κινηματογραφικές ταινίες.