Νέα και Όμορφη *****
Γαλλία, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν
Πρωταγωνιστούν: Μαρίν Βακτ, Ζεραλντίν Παϊλάς, Φρεντρίκ Πιερό
Διάρκεια: 95’
Ο Φρανσουά Οζόν ουδέποτε αποτέλεσε ευκολομνημόνευτο σκηνοθέτη. Το όνομά του πάντα έπεφτε πίσω από πληθώρα άλλων και η ανάμνησή του σχεδόν ποτέ δε συνοδεύεται από κάποια αντίδραση που να υποδηλώνει την καίρια σημασία του στο διεθνές κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Οπότε οι σχεδόν χλιαρές αντιδράσεις στην ανακοίνωση της νέας του ταινίας, Νέα και Όμορφη, δεν ήταν πυρπολικές…
Η Ιζαμπέλ, μια 17χρονη μαθήτρια, εκδίδεται σε ηλικιωμένους, μαζεύοντας χρήματα για έναν λόγο που και η ίδια δε δείχνει να γνωρίζει. Όπως δε γνωρίζει πολλά άλλα πράγματα, το που βρίσκεται, τι θέλει, τι περιμένει από τη ζωή και τι προσδοκά να αλλάξει. Προσπαθώντας να δώσει έναν τόνο ακρότητας στο ασφαλές γκρίζο, δίνει το σώμα της έναντι αμοιβής στους κατά πολύ μεγαλύτερους πελάτες της. Γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις ίδιες τις πράξεις της όταν ο καλύτερος πελάτης της πεθάνει από ανακοπή εν ώρα συνουσίας, κάνοντάς τη να ξυπνήσει από την αδιαφορία της και να ωριμάσει.
Πριν απαριθμήσω τα όποια δυνατά και αδύνατα σημεία, θα ήθελα να σταθώ στην εξής διαπίστωση: τι έγινε τελικά με όλες αυτές της ιστορίες απότομης ενηλικίωσης μέσα από το σεξ; Αποτελεί κάποιο νέο φετίχ δημιουργών και κοινού; Σίγουρα πολλές από αυτές έχουν κάτι να πουν αλλά μέσα στον όλο βομβαρδισμό του συγκεκριμένου περιεχομένου, κάποιες θα παραλειφθούν ενώ άλλες μετά την προβολή θα ξεχαστούν. Και το συγκεκριμένο επιχείρημα του Οζόν δεν ξεφεύγει από μια μίνι λήθη.
Η Μαρίν Βακτ είναι ένας πειρασμός και ξέρει να αποδίδει την εφηβική σύγχυση με τον καλύτερο τρόπο, ακροβατεί υπέροχα μεταξύ πόρνης, θυμωμένης κόρης, τρυφερής αδερφής και διψασμένης για ζωή νύμφης.
Θα ήθελε να είναι το Κορίτσι με το Αγγελικό Πρόσωπο του Κιμ Κι-Ντουκ (μήπως και το Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και… Άνοιξη αν λάβουμε υπ’ όψιν το χωρισμό της ταινίας σε 4 εποχές;), αλλά δεν μπορεί. Και όχι επειδή δεν είναι εύστοχη, τρυφερή και στυλιστικά υπέροχη σε σημεία, κάθε άλλο. Απλώς φαντάζει ακίνδυνη και στερεοτυπική στη σεναριακή εξερεύνηση των πνευματικών αφαιρέσεων της πρωταγωνίστριας. Ιδιαίτερα όταν τον ίδιο χρόνο μια άλλη γαλλόφωνη ταινία παρουσιάζει τη σεξουαλική αφύπνιση με τόσο αναλυτικό ύφος –ναι, η Αντέλ-, έστω και ασυναίσθητα μπαίνει σε σύγκριση και βγαίνει χαμένη.
Παρά την κοινοτυπία του περιεχομένου και του σεναρίου του, το Νέα και Όμορφη παρουσιάζεται ενάρετο σε άλλες παραμέτρους, στυλιστικής άποψης. Το σάουντρακ είναι γλυκόπιοτο μέχρι τελευταίας νότας, και όταν ο Οζόν μπαίνει στο πνεύμα της μουσικής, σκηνοθετεί στιγμιότυπα-κομψοτεχνήματα, άλλοτε μέσα σε ένα γκρίζο φθινοπωρινό δωμάτιο ξενοδοχείο, και άλλοτε στο νέον φως ενός εφηβικού πάρτυ που στάζει λαγνεία.
Η Μαρίν Βακτ είναι ένας πειρασμός και ξέρει να αποδίδει την εφηβική σύγχυση με τον καλύτερο τρόπο, ακροβατεί υπέροχα μεταξύ πόρνης, θυμωμένης κόρης, τρυφερής αδερφής και διψασμένης για ζωή νύμφης. Βλέπεται πολύ ευχάριστα, αφήνει το κοινό με ένα αισιόδοξο χαμόγελο να χορεύει Φρανσουάζ Αρντύ, μα όπως προαναφέρθηκε, πάντα θα υπάρχουν τόσα άλλα να το επισκιάζουν. Κι ας αποτελεί ένα από τα ωριμότερα δείγματα γραφής του Οζόν.
Riddick *****
ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Τουόχυ
Πρωταγωνιστούν: Βιν Ντίζελ, Καρλ Έρμπαν, Κέϊτι Σάκχοφ
Διάρκεια: 119’
Ο Ρίντικ επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη, μάλλον πιο ζοχαδιασμένος από ποτέ. Ενώ κατάφερε να κυριαρχήσει με τον τρόπο που ήθελε, έπεσε θύμα πλεκτάνης και βρίσκεται έρμαιος της μοίρας του σε έναν απομονωμένο, εχθρικό πλανήτη. Στον ίδιο πλανήτη, λίγο καιρό μετά την ανάρρωσή του, θα προσεδαφιστούν δύο σκάφη με κυνηγούς κεφαλών, οι οποίοι θέλουν το κεφάλι του μέσα σε ένα κουτί. Ποιος έχει, πραγματικά, το πάνω χέρι; Ο αριθμητικά αδύναμος Ρίντικ ή οι κυνηγοί που δείχνουν να μην ξέρουν με ποιόν έχουν να κάνουν;
Με μια τέτοια υπόθεση και με πρωταγωνιστή τον Βιν Ντίζελ, θα περίμενε κανείς τόνους αδρεναλίνης, εξαιρετικά μπρουτάλ σκηνές μάχης και μια ανάμεικτη μυρωδιά βαρβατίλας και αίματος. Για κακή μας τύχη, οι σκηνές δράσης είναι περιορισμένες, βασίζονται σε πιστολίδι και τάχα-μου σασπένς, ο ίδιος ο πρωταγωνιστής απουσιάζει από τη δράση (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν πραγματοποιεί τα μεγαλεπήβολα πλάνα του), ενώ τα εύθυμα κλισέ αυτών των ταινιών καταλήγουν κουραστικά μετά από λίγο.
Σίγουρα ο Ντίζελ δεν πρόκειται να δώσει ποτέ ερμηνεία επιπέδου Λώρενς Ολίβιε και κανείς δεν περιμένει κάτι τέτοιο από αυτόν. Το γραφικό του παίξιμο, η εκφορά ανεγκέφαλων τσιτάτων και η σύσφιξη των μυών του είναι το επιζητούμενο. Και στις σκηνές που γίνονται τα παραπάνω, πραγματικά ο άντρας θεατής που σέβεται τον εαυτό του νιώθει ότι μπορεί να τσακίσει πέτρα με τα βλέφαρά του.
Οι φανατικοί της τριλογίας θα το ευχαριστηθούν, προσωπικά περιμένω το επόμενο μέρος και την εκδίκηση του Ρίντικ που ευελπιστώ να πράξει τον τίτλο ενός πρόσφατου άσματος του Σωτη Βολάνη.
Όταν όμως ο σκηνοθέτης θέλει να μας δείξει μέσω δευτερευόντων –και σχετικά ανέμπνευστων- προσώπων το οξύ κυνηγετικό του ένστικτο γλυκοκοιτώντας προς Predator μεριά, το παιχνίδι χάνεται. Σίγουρα φαντάζει επιβλητικός, μα όχι με την επιθυμητή αμεσότητα. Καλύτερη θα ήταν η χρήση διάσπαρτων σκηνών ξύλου (και όχι χρήσης πυρομαχικών) μέσα στην ταινία, παρά λίγων αρχικών σκηνών βίας και τετριμμένου αγώνα επιβίωσης στο τέλος.
Αν και σε όλη την τριλογία επιχειρείται ο τονισμός της τραγικής πλευράς του Ρίντικ, εδώ υπεραπλουστεύεται σε βαθμό σαπουνόπερας. Το λέει, έγινε πολιτισμένος, αλλά συνεχίζει να ακροβατεί ανάμεσα στον πρωτογονισμό και στην κοινωνική του φύση. Όταν, όμως, μετά από πολλή ώρα που παρουσιάζεται ως ο μεγαλύτερος πολεμιστής του σύμπαντος επειδή ξέρει να χρησιμοποιεί σωστά το κεφάλι του, προσπαθεί να γίνει μια στροφή δείχνοντάς τον σαν κακομοίρη που μόνο η δύναμη της αγάπης και η συνεργασία με τους άλλους ανθρώπους μπορεί να τον σώσει στο τέλος, με το συμπάθιο αλλά τσαντίζομαι.
Οι φανατικοί της τριλογίας θα το ευχαριστηθούν, προσωπικά περιμένω το επόμενο μέρος και την εκδίκηση του Ρίντικ που ευελπιστώ να πράξει τον τίτλο ενός πρόσφατου άσματος του Σωτη Βολάνη και τα σκηνικά που δείχνουν να πάσχουν από ίκτερο επιτέλους να ροδίσουν.
Μια Στάση Πριν Το Τέλος *****
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμη
Σκηνοθεσία: Ράιαν Κούγκλερ
Πρωταγωνιστούν: Μάικλ Τζόρνταν, Μέλονι Ντίαζ, Οκτάβια Σπένσερ
Διάρκεια: 85’
Ένα θέμα όπως αυτό της αστυνομικής βίας στην «προσπάθεια καταστολής» των εγκληματικών στοιχείων, φάνταζε και εξακολουθεί να φαντάζει οικείο στη χώρα μας. Ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, είναι πολύ πιο προφανές, καθώς μέσω του εναγκαλισμού της ιντερνετικής διευκόλυνσης γίνεται δυνατή η ταχύτερη και πληρέστερη ενημέρωση σχετικά με τέτοια περιστατικά τα οποία, αν δεν ήταν τεράστιας βαρύτητας, δε θα έβρισκαν το δρόμο τους στα υπόλοιπα ΜΜΕ.
Με δεδομένα τα παραπάνω, μια ταινία όπως το Μια στάση πριν το τέλος του Ράιαν Κούγκλερ, ήδη πριν την προβολή της, αποτελεί ταινία σημασίας, αφού αφορά σε ένα θέμα καθόλα επίκαιρο. Μπορεί να καταδείξει την έλλειψη σημασίας του χωροχρονικού πλαισίου και να βγάλει στην επιφάνεια αλήθειες με τρόπο πολιτικά ανθρωπιστικό, να ακτινογραφήσει τον φαύλο κύκλο ενός συστήματος βίας, για να καταλήξει στο ότι δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι στον όλο αγώνα και να τονίσει τον πόνο της απώλειας. Μιας απώλειας γενικής, απώλειας αγαπημένων προσώπων, ευκαιριών, ασφάλειας, ευγένειας. Το Μια στάση.. δεν κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά.
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από την απεικόνιση της τελευταίας εν ζωή μέρας του Όσκαρ Γκραντ, που το πρωί της πρωτοχρονιάς του 2009 υπέκυψε στα τραύματα του μετά τον πυροβολισμό του από δύο αστυνομικούς στο σταθμό τρένου του Φρούτβεηλ. Σε αυτές τις 24 ώρες, ο Γκραντ χάνει την τελευταία του ευκαιρία να επαναπροσληφθεί στο σούπερ μάρκετ που δουλεύει, ξεκόβει (ή έτσι πιθανόν να ισχυριζόταν) από το παρελθόν του ως βαποράκι, παίζει με την κόρη του και γιορτάζει τα γενέθλια της μητέρας του μαζί με την αγαπημένη του. Όλα δείχνουν πως είναι έτοιμος να προχωρήσει σε ένα νέο στάδιο, αβέβαιο και δύσκολο, αλλά η μοίρα παίζει άσχημο παιχνίδι.
Με το να δείξεις έναν αστυνομικό να τραμπουκίζει κόσμο, απλά και μόνο για να τον δείξεις σοκαρισμένο αμέσως μετά τη δολοφονία, δε δείχνεις τον παραλογισμό μιας τέτοιας πράξης, αλλά ένα κακό σενάριο γεμάτο κενά.
Ας πούμε στα γρήγορα τα καλά της ταινίας, που είναι και λίγα, για να φτάσουμε στην ουσία του πράγματος. Η πόλη απεικονίζεται με έναν τρόπο ταιριαστό, με μια urban γκριζάδα και μια βοή πειστική, σωστές επιλογές για ένα αμερικάνικο γκέτο γεμάτο ατσάλι και γρανίτη. Και ο πρωταγωνιστής Μάικλ Τζόρνταν υποδύεται ρεαλιστικά έναν τρυφερό, καθημερινό άνθρωπο με τα ελαττώματα και τα προτερήματά του, χωρίς υπερβολή, όπως ακριβώς πρέπει να παιχτεί ένας τέτοιος ρόλος. Αλλά η Οκτάβια Σπένσερ στο ρόλο της συγκρατημένα δυνατής μητέρας είναι αυτή που πραγματικά κλέβει την παράσταση.
Τώρα, όσον αφορά στο σενάριο, μια παταγώδης αποτυχία. Δίνεται τόσο μεγάλη βάση στο να απεικονιστεί ο Γκραντ ως θύμα του συστήματος, που ο σκηνοθέτης καταλήγει τελικά να τον αγιοποιεί παρά να τον ψυχογραφεί. Μέγα σφάλμα καθώς ήδη από τη σύλληψή της, μια τέτοια επιλογή δεν τον κάνει να φαντάζει έρμαιο του συστήματος, αλλά ήρωα μιας κακής σαπουνόπερας που όλα φταίνε πλην του ίδιου.
Ειδικά στις σκηνές που προοικονομούν το θάνατό του (το κακόμοιρο το σκυλί), η δήθεν «εγκεφαλικότητα» της ταινίας δίνει και παίρνει, προσπαθώντας να φανεί πιο κουλτουριάρικη ενώ δε θα ‘πρεπε καν να απασχολείται με μια τέτοια σκέψη.
Όσον αφορά στο ζήτημα του ίδιου του μηνύματος, πιο επιδερμική, ακίνδυνη και πλήρης διδακτισμού/εξαναγκασμού για συγκίνηση προσέγγιση δε θα μπορούσε να υπάρξει.
Με το να δείξεις έναν αστυνομικό να τραμπουκίζει κόσμο, απλά και μόνο για να τον δείξεις σοκαρισμένο αμέσως μετά τη δολοφονία, δε δείχνεις τον παραλογισμό μιας τέτοιας πράξης, αλλά ένα κακό σενάριο γεμάτο κενά. Όπως και με τη χρήση υλικού της κόρης του Γκραντ την πρωτοχρονιά του 2013 να κλαίει για τον πατέρα της δε δείχνεις τι άφησε πίσω η όλη υπόθεση, αλλά το πόσο πιέζεσαι να συγκινήσεις τον κόσμο παρά να τον προβληματίσεις.
Μια τέτοια ταινία θα έπρεπε να δείχνει και την άλλη πλευρά, αυτή των αστυνομικών και ποια γρανάζια τους ωθούν σε τέτοια βία για να λέγεται ανθρωποκεντρική, να αναδεικνύει πέρα για πέρα ένα σύστημα που τρώει τα παιδιά του γενικά. Όχι να μείνει μανιχαϊστικά κολλημένη στο δίπολο «κακός μπάτσος-αδικοχαμένο θύμα», νομίζοντας πως έτσι καταδικάζει το φαινόμενο της αιματηρής καταστολής. Το θέμα είναι πιο λεπτό απ’ όσο φαντάζεται ο σκηνοθέτης, μα δε δείχνει να νοιάζεται και πολύ.
Αν ήταν τηλεταινία και είχε τη δικαιολογία της λογοκρισίας για την όλη απεικόνιση, πιθανόν και να είχα εντυπωσιαστεί από το στυλ της. Oδηγούμαι στη σκέψη πως το hype που απέκτησε στο Sundance χτίστηκε καθαρά από τα αληθινά γεγονότα παρά από την ίδια την ταινία. Κρίμα.