Το έκανα πέρυσι και ο στόχος ήταν να το ξανακάνω φέτος μόνο που τώρα πια το έχω πάρει απόφαση ότι δεν θα τα καταφέρω – όταν προσπαθείς να τελειώσεις το ρημάδι το Infinite Jest δεν περισσεύει ούτε χρόνος, ούτε μυαλό, ούτε ψυχή για οτιδήποτε άλλο. Δεν με πειράζει όμως παρά μόνο λίγο γιατί είναι σαν μόλις χθες να ολοκλήρωσα το task που αυτοβούλως είχα βάλει στον εαυτό μου: να διαβάσω όλα τα βιβλία του Βακαλόπουλου, με χρονολογική σειρά, το ένα μετά το άλλο, χωρίς ούτε μία μέρα κενό ανάμεσα στο προηγούμενο και στο επόμενο, σαν ένα ένα (η Υπόθεση Μπεστ Σέλλερ, οι Πτυχιούχοι, οι Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες, η Γραμμή του Ορίζοντος) να ήταν πια όλα μαζί, ένα, για να παραφράσω και μία από τις αγαπημένες μου αράδες από την Υπόθεση Μπεστ Σέλλερ.
Δεν είμαι από αυτούς που τσακίζουν σελίδες, κυκλώνουν λέξεις, υπογραμμίζουν προτάσεις, σημειώνουν τις δικές τους παραπομπές στα λευκά πλαίσια, με τα βιβλία του Βακαλόπουλου, όμως, το έκανα σαν να το είχα μεγάλο, τεράστιο απωθημένο και τώρα που τα θυμήθηκα και τα αναζήτησα στη βιβλιοθήκη μου, είδα ότι σε κανένα δεν υπάρχουν περισσότερες από τέσσερις-πέντε σελίδες στη σειρά χωρίς κάποια δική μου παρέμβαση – υποθέτω ότι ο στόχος μου ήταν να δημιουργήσω το δικό μου, προσωπικό ανθολόγιο των λέξεων ενός συγγραφέα που όλοι όσοι τον έχουν διαβάσει τον θεωρούν «δικό τους», εντελώς όμως.
Η Popaganda βγήκε στον αέρα λίγο αφότου τελείωσα για δεύτερη φορά τους Πτυχιούχους και αυτό σε συνδυασμό με το ότι πέρυσι συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατο του Βακαλόπουλου, μου έδωσε την ιδέα να κάνω κάτι με όλες αυτές τις σημειώσεις που είχα κρατήσει, που δεν ήταν ακριβώς σημειώσεις, μάλλον περί επισημάνσεων επρόκειτο, των κατά τη γνώμη μου κορυφώσεων του λόγου αυτού του λόγιου τύπου. Δεν έκανα και κάτι τρομερό, μη φανταστείς, απλώς τις δακτυλογράφησα, τις συγκέντρωσα σε μία ηλεκτρονική κόλλα χαρτιού και όλες μαζί έγιναν ένα από τα πρώτα κομμάτια που δημοσιεύτηκαν σε αυτό το site που εμείς προτιμάμε να το λέμε online περιοδικό (ακόμη κι αν ο όρος είναι τόσο πασέ που μας κάνει να νιώθουμε γέροι ενώ ορισμένοι εξ ημών έχουν κοντά μια δεκαετία μέχρι να τριανταρίσουν) λίγο πριν συμπληρωθεί το πρώτο 24ωρο της ψηφιακής του ζωής.
Τώρα που αναρωτιέμαι τι ακριβώς να γράψω για να πείσω όποιους με διαβάζουν, να διαβάσουν Βακαλόπουλο, δε μπορώ να μη σκέφτομαι ότι σε μερικούς μήνες θα χρονίσει η Popaganda και κάπως όλα αυτά μπουρδουκλώνονται στο κεφάλι μου που όπως πάντα όταν κοντοζυγώνει ο Αύγουστος αρχίζει να στερείται διαύγειας (ή έτσι με βολεύει να πιστεύω) και καταλαβαίνω ότι δεν έχει νόημα να γράψω τίποτα παραπάνω από όσα μου έμαθε ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Τίποτα παραπάνω από πράγματα σαν κι αυτά:
Το γράψιμο θα έπρεπε να είναι λίγο… έστω και λίγο σαν το ροκ εν ρολ, για να μη βολεύονται οι τύποι που διαβάζουν, να μη λένε «ωραία, αυτά τα σκέφτηκε αυτός, αυτός οργανώνει, αυτός αποφασίζει, τα κάνει όλα μόνος του». Αν είχαν τρία ή τέσσερα ονόματα θα μπερδεύονταν λίγο, θα σταμάταγαν να συμπεριφέρονται σαν καθησυχασμένοι ηδονοβλεψίες.
Υπάρχουν στιγμές που οι άνθρωποι παρασύρονται, νομίζουν ότι σπάνε πλάκα και πιστεύουν ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν, ότι κάνουν λίγο χαβαλέ και λίγο τη δουλειά τους και τότε είναι που μπορούν να γράψουν ή να παίξουν μουσική. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο κάθονται και συλλογίζονται πως έγιναν όλα αυτά και γράφουν νοσταλγικά βιβλία, νοσταλγικές μουσικές, αλλά αυτή δεν είναι νοσταλγία, είναι καθαρή σπαζοκεφαλιά. Δεν έχει τίποτα να κάνει με τη νοσταλγία. Υιοθετεί τη μορφή της, ναι, αλλά αυτό δεν την πάει και πολύ μακριά. Μάλλον την κάνει να είναι μίζερη, ακόμα περισσότερο απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα.
Ένα βιβλίο περνάει σίγουρα πολύ πιο αργά από ένα τρένο.
Οι χάρτες είναι για πέταμα, κρίμα που οι καρτ ποστάλ δείχνουν πάντα αυτόν που τις κοιτάζει.
Οι πράξεις μας έπρεπε να πάσχουν από ολοκληρωτική αμνησία ώστε να μεταβληθούν σε κοφτερά ξυράφια.
Το να ζεις είναι σαν να γράφεις με ψευδώνυμο.
Η ζωή έχει νόημα. Μας αρέσει όμως να το μεταμφιέζουμε και τότε λέμε ότι το παράγουμε. Αν πιστέψουμε όμως ότι παράγουμε νόημα, πρέπει, εκτός απ’την παραγωγή, να χρησιμοποιήσουμε κι άλλους οικονομικούς όρους, όπως δάνειο, πληθωρισμός, ποσοστά κτλ. Τότε όμως θα γίνουμε ανόητοι, θα μιλάμε σαν να βρισκόμαστε σε χορό μεταμφιεσμένων. Ας δεχτούμε καλύτερα ότι το νόημα αναβλύζει από κρυφές πηγές και το μεταφέρουν ρυάκια που περνάνε δίπλα μας, κάνοντας ελάχιστο θόρυβο. Πρέπει να σκύψουμε και να πάρουμε λίγο νερό, το πολύ πολύ να κατασκευάσουμε μερικά αυλάκια. Αυτό είναι όλο κι όλο το έργο μας.
Οι γυναίκες είναι σαν απογεύματα, οι καλύτερες ώρες της μέρας, φωτεινές χωρίς να διακρίνεται η φωτιστική πηγή, μελαγχολικά λαμπερές, πριν τις τυλίξουν πέπλα και γίνουν αόρατες.
Μια γυναίκα που παίζει στα δάχτυλα τους χαμηλούς τόνους, δεν είναι ποτέ λαίμαργη.
Το να ζεις δεν έχει να κάνει με τις διαθέσεις, αλλά με τις συνήθειες του καθενός. Συνηθίζοντας να αλλάζει διαθέσεις κανείς κάθε τέταρτο δεν μπορεί να ζήσει και δεν μπορεί να πεθάνει.
Μεταξύ πολλών άλλων, θα ήθελα να διαβάσω ξανά (και ξανά και ξανά) αυτά:
Kurt Vonnegut – Slaughterhouse Five
Lester Bangs – Psychotic Reactions and Carburetor Dung
Dave Eggers – A Heartbreaking Work of Staggering Genius
Jonathan Franzen – The Corrections
Λένος Χρηστίδης – Λοστρέ
Raymond Carver – What We Talk About When We Talk About Love