Κάθε σταγόνα από σένα
το τέλος του έρωτα·
ό,τι έχασα στη ζωή
το ξαναχάνω στα μάτια σου
το φως έγινε τρυπάνι
μες στο παράλογο σχήμα
μιας άπιαστης επαφής
όταν στα πόδια χύνεται
το κύμα
το αιώνιο πέλαγος
του ζώου-θανάτου.
Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε
τα κόκαλα θα σπάσουν
σαν καλοκαιρινά καλάμια
κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα
στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο.
Το σώμα σου –η Πύλη
έκλεισε, έφραξε
απ’ τον πολύ πόνο
κι εγώ καμένος ερημότοπος
τσουρουφλισμένη επιφάνεια
δεν υπάρχω
ενώ διπλασιάζονται οι μέρες
του φορτίου
η άμμος ξύνει
όλο ξύνει την πληγή.
Η καταστροφή είναι π’ αρνιέμαι
να καταστραφώ
να σπάσει το πιθάρι
να χυθούν τα μέσα
έξω εκεί
όπου συναντιέται ολόστητος
ο βράχος.
Μες στο δωμάτιο
φάνηκαν ξαφνικά τα όριά μου
τα νύχια μου σπασμένα
η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη
κι ο ποταμός που λάτρεψα
σ’ άλλη κοίτη κυλάει.
Όλο κι αλλού σκάει
το ρόδι
οι χυμοί που προχωρούσαν
τη ζωή
αλλού λιμνάζουν
απ’ την αφθονία στη στέρηση
πετάω· τρομαγμένη νυχτερίδα
η νεότητα
σκοτάδι τα φτερά της.