charpentier2

Ο Marc Charpentier ζει 36 χρόνια στην Ελλάδα. «Οι σπουδές μου ήταν η προϊστορική αρχαιολογία αλλά δεν ήρθα στη χώρα σας για να δω τις κολώνες, ήρθα για να αλλάξω ζωή», με προκατακαταλαμβάνει, την ώρα που στήνει την έκθεσή του Η ΓΕΦΥΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ, στο Ρομάντσο (έως τις 25/11).

Μια καταιγιστική δουλειά  από εικόνες ψηφιακές και αντικείμενα, η οποία ωστόσο συνέχεται από έναν αφηγηματικό ιστό, τον οποίο χρόνια  τώρα ο καλλιτέχνης επεξεργάζεται με προσήλωση.  

Στο Παρίσι και την Ecole D’etude, την κοιτίδα του, θυμάται τρεις Ελληνες καθηγητές: τον Πουλαντζά, τον Ασδραχά και τον Καστοριάδη. «‘Ηταν έντονη η ελληνική παρουσία, είχα αρκετούς έλληνες συμφοιτητές κι έτσι γνώρισα την Ελλάδα». Δεν ήρθε στην Ελλάδα γιατί ερωτεύτηκε μια Ελληνίδα. «Ηθελα να κάνω κάτι άλλο», επιμένει.

Δεν ήταν πολύ νέος για να θέλει να αλλάξει ζωή; «Ναι, αλλά ασχολήθηκα με την αρχαιολογία ήδη από 15 ετών, με ανασκαφές κ.ά. και 17ετών ξεκίνησα να σπουδάζω. Είδα μπροστά το μέλλον μου, ότι θα γίνω κι εγώ ένας λέκτορας, γιατί ήμουνα στη σχολή που φτιάχνει καθηγητές. Δεν ήθελα να μού συμβεί».

Θυμάται την έντονη πολιτικά εποχή στο Παρίσι. «Η ατμόσφαιρα  ήταν ακροαριστερή. Προέρχομαι από μια  αστική οικογένεια. Ζήσαμε ένα δράμα οικογενειακό όταν εντάχθηκα κι εγώ στην άκρα Αριστερά. Πλέον είμαστε πολύ καλοί φίλοι με τον πατέρα μου. Αλλά είναι 90 ετών».

Ερχόμενος στην  Αθήνα εντυπωσιάστηκε: «Γνώρισα πολλούς καλούς ανθρώπους εδώ. Γνώρισα  μια Ελλάδα απλή, που σε αγκάλιαζε πολύ εύκολα, μπορούσες να ζήσεις πολύ απλά, και λιτά σχεδόν. Ηταν αρκετά εξωτικό για ένα Γαλλάκι από το Παρίσι».

Είχε νοικιάσει ένα δώμα στην οδό Καλησπέρη.«Καθόμουν και κοίταζα την Ακρόπολη, και λέω «να μια ιδέα!». Έτσι αποφάσισα να γίνω καλλιτέχνης. Ακούγεται σαν παραμύθι». Βιοπορίζεται για δυο χρόνια ως αγιογράφος. Στο μεταξύ, γνωρίζεται με τον Τσαρούχη. «Είχαμε ένα κοινό φίλο, μίλαγε και γαλλικά. Ο Τσαρούχης δεν με ενθάρρυνε τόσο πολύ να ζωγραφίζω. Με ενθάρρυνε η προσωπικότητά του,με ενθάρρυνε  με την παρουσία του. Συζητάγαμε πολύ. Συγκρατώ μια ανάμνηση απίστευτη. Είχα μείνει μόνος στο εργαστήριό του βραδυ, είχε σκοτάδι και μου μίλησε για το θάνατο. Ήξερε, διαισθανόταν ότι θα πεθάνει».

charpentier3

Για να κερδίζει χρήματα από την αγιογραφία, σήμαινε πως είχε καλό χέρι. «Το αποκτάς πολύ γρήγορα. Είμαι αυτοδίδακτος.Αλλά αν θες να γίνεις  μηχανικός, θα πας κοντάς σε ένα μηχανικό και θα γίνεις κι εσύ το ίδιο. Αλλωστε, εγώ είχα τη μέθοδο, ο δομισμός ήταν και στην ατμόσφαιρα, και μια τάση, όλοι οι μαθητές του Λεβί Στρος ήταν στη σχολή μου. Κι η αρχαιολογία τα έχει βεβαίως  όλα. Κερδισα λεφτά ως αγιογράφος, αλλά δεν ήταν σκοπός μου να παραμείνω».

Θέλει να μου αφηγηθεί «το δικό μου παραμύθι, το δικό μου αφήγημα, τη δική μου fiction», δείχνοντάς μου τη δουλειά του.Πιάνει το νήμα απ΄την αρχή:«Μπαίνω για να μείνω σ’ ένα διαμέρισμα το ‘79 με την τωρινή γυναίκα μου, επίσης Ελληνίδα, που ήταν άδειο κι είχε  μπαλκόνι. Ήταν βραδάκι, είχε συννεφιά, υπήρχε  μόνο ένας αναμμένος γλόμπος». Ο  Charpentier με τη φωτογραφική μηχανή του ξαφνικά αρχίζει να τραβά την αντανάκλαση των συννέφων στην τζαμαρία και το φως που φαινόταν από μέσα. «Ηταν σαν φωτοσοπ».

Από εκεί ξεκινά μια ανακάλυψη: «Λέω  εδώ κάτι γίνεται». Οντως. Δημιουργεί πειραγμένες εικόνες, κατόπιν ψηφιακά πειραγμένες, με μια πυκνότητα πρωτοφανή. Αρχίζει να κάνει εκθέσεις.  Στην Τεχνόπολη, στο Μακεδονικό Μουσείο, στη Ζήνα Αθανασίου, στους The Breeder, στην Τούντα. «Εφτιαξα μια ομάδα, κι η πρώτη μου καλή έκθεση έγινε στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Ήταν η πρώτη φορά που είχε ένα κείμενο –αντικείμενο. Ήταν μια μεγάλη εγκατάσταση. Έτσι ξεκίνησα.  H σχέση με το λόγο, με το fiction με τράβηξε πάρα πολύ αλλά λίγο ασυνείδητα δεν ήταν μια απόφαση θεωρητική. Συνέχισα να γράφω και να φτιάχνω έργα».

 Τον  είχαν κατατάξει στον μεταμοντερνισμό. «Έφτιαχνα τεράστια πανκ έργα, ήταν λίγο της μόδας, ομολογώ. Είσαι μικρός, μιμείσαι, αλλά κατάλαβα ότι δεν είναι αυτός ο δρόμος και πρέπει να σκαλίσω πιο πολύ». Η ευκαιρία του δόθηκε το 1992 στην παλιά πόλη της Ρόδου, σε ένα κτήριο των Γάλλων. «Εκεί έγραψα πάλι για τα 2000 χρόνια της πόλης ένα κείμενο, οι “Κτίστες”. Κι εκεί δούλεψα με υπολογιστές. Είπα θα κάνω μια άλλου είδους εργασία».

Είχε την φαεινή ιδέα να πραγματοποιήσει μια έκθεση εν εξελίξει σε τέσσερα τεύχη στο  περιοδικό άρτι, εκεί όπου συνήθως φιλοξενούνται διαφημίσεις με το ονοματενώνυμό του και τον τίτλο peintre modern (ΜSPΜ). «Μπορεί να ακούγεται ναίφ και arrogant. Aλλά δεν μου φτάνει αυτό και λέω  ότι θα το κάνω λογότυπο το MSPM.

charpentier1

Πότε αναρωτιέται ποιος είναι ο ρόλος του ως εικαστικός; Είναι το ’94 και κοιτάζει πώς μπορεί να αλλάξει η σχέση του με το αντικείμενό του. Δεν εφησυχάζεται. «Εκεί αρχίζει να γίνεται συνειδητό ότι η υπογραφή μου θα είναι το λογότυπο MCPM, ότι θα είμαι σαν ένας μάρτυρας. Μαρτυρώ τι βλέπω στο χώρο, δεν υπάρχει διαμαρτυρία  όμως για τα κοινωνικά ζητήματα».

Στην Ελλάδα η άκρα Αριστερα αποτελεί μακρινό παρελθόν. «Με απασχολεί μόνο τουριστικά. Στην Γαλλία ήταν αλλιώς, υπήρχαν πολλοί Τροτσκιστές, που είχαν γνωρίσει και τον Τρότσκι. Ήταν ενδιαφέρων ο λόγος τους». Στην Αθήνα γνωρίζει τον δήμαρχο Καμίνη. «Τότε ήτανε Ρήγας Φεραίος, μια ελαφριά μορφή Αριστεράς. Σήμερα στην Ελλάδα η επιλογή είναι φιλελεύθεροι ή λαϊκιστές. Αλλά τότε δεν υπήρχαν Τσοτσκιστές, υπήρχαν μόνο Μαοϊκοί, κάτι που δεν κατάλαβα ποτέ. Αυτό είναι πιθανόν παγκόσμιο φαινόμενο». Για την Ελλάδα στο κατώφλι του 2017 τι άποψη έχει; «Δεν είναι σε θέση σήμερα μια χώρα των 11 εκατομμυρίων να έχει έναν λόγο διεθνή».

Επιστρέφουμε στην τέχνη. «Η τέχνη δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη»,τονίζει. Στην τωρινή έκθεση  το αφήγημα που έφτιαξε, με διαφορετικών μεγεθών ψηφιακές εικόνες (με πειραγμένο το χάρτη της Αθήνας, ένα παραμορφωμένο κρανίο, το Chrysler building  στη Νέα Υόρκη ως UFO κ.ά), γλυπτά από βαριά χαρτόνια που βρίσκει πεταμένα, είναι άκρως κινηματογραφικό, μάλλον νουάρ. Ένα αίνιγμα θέλει να είναι η πρότασή του. «Αν δεν είναι αίνιγμα είναι κακό έργο», διατείνεται. Ιδού πώς καταγράφει το concept του:

“Ένα υπόγειο εργαστήριο σώζεται από την καταστροφή που μετέτρεψε την Αθήνα σε πόλη φάντασμα το δεύτερο μισό του XXIIου αιώνα, όπου η ηρωίδα μας (Sabina Wilson) φτάνει μέσα από ένα τούνελ που μετατρέπεται σε γέφυρα που περνάει κάτω από την Ακρόπολη και συναντάει τελικά τα μόνα ανθρώπινα πλάσματα που είναι ικανά να ξαναχτίσουν ένα κόσμο που σχεδόν έχει εκμηδενισθεί…Η γέφυρα, μεταφορικά ή όχι είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο ωραία εργαλεία που σκέφθηκε ο άνθρωπος και που συνεχίζει να ανακαλύπτει ξανά, ενάντια σε όλους τους τοίχους που επιμένει με μεγάλο και παράξενο ενθουσιασμό να θέλει να χτίζει”.

 

Τα έργα,  που είναι εικόνες και αντικείμενα, δεν εικονογραφούν το κείμενο, αλλά “δεν αποκλείεται αυτοί που θα τα δουν να φανταστούν με τη σειρά τους, μια ιστορία εντελώς προσωπική ή ίσως να ανακαλύψουν τις αντανακλάσεις ενός οικείου κόσμου”.

Η έκθεση ΓΕΦΥΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ του  Marc Charpentier, στο Ρομάντσο, διαρκεί έως τις 25/11.