Ο Edward Hopper είναι ένας από τους λίγους Αμερικάνους ζωγράφους που πήρε κι έδωσε τόσα πολλά στην αμερικανική κουλτούρα του 20ου αιώνα με το ρεαλιστικό του ύφος και την αψεγάδιαστη τεχνική στο φως, σημαντικά σημεία εστίασης στα σπουδαιότερα έργα του.
Ο Hopper, γεννημένος το 1882 στη Νέα Υόρκη, είχε την ενθάρρυνση του οικογενειακού του περιβάλλοντος για την ενασχόλησή του με την τέχνη της ζωγραφικής, κάτι που έκανε σχεδόν αμέσως πρώτα πηγαίνοντας στη NY School of Art κι έπειτα εργαζόμενος ως σκιτσογράφος. Αυτό όμως που είχε τρομακτική επίδραση στη ζωή και το έργο του ήταν τα ταξίδια, ειδικά τα τρία πρώτα, που τον έφεραν μεταξύ άλλων και στο Παρίσι εν έτει 1906, όταν η πρωτεύουσα της Γαλλίας ήταν το καλλιτεχνικό κέντρο του κόσμου. Ό,τι συνέβαινε εκεί, περνούσε αργότερα σε όλον τον -καλλιτεχνικό- κόσμο.
Το 1910, επιστρέφει στην Αμερική, την οποία δε θα ξαναεγκαταλείψει μέχρι και το τέλος της ζωής του. Αν και σε αυτή τη δεκαετία, το όνομά του δεν είχε γίνει γνωστό και πάσχιζε να βγάλει τα προς το ζην, ξεκίνησε το μεγάλο του έργο με τις πρώτες σπουδαίες ελαιογραφίες. Σιγά-σιγά θα ερχόταν και η αναγνώριση, μετά και το γάμο του με την επίσης ζωγράφο, Josephine Nivision. Αυτό που βλέπουμε από τους πρώιμους πίνακές του ακόμη, είναι το καθορισμένο φως με τις έντονες αντιθέσεις του και το ξεκάθαρο κάδρο που δίνει ένα σχεδόν φωτογραφικό ύφος στα έργα του. House by the Railroad, Chop Suey, Railroad Sunset, The Lighthouse at two Lights, New York Movie, Gas, Automat και βέβαια το Nighthawks είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά του έργα. Το τελευταίο είναι το γνωστότερο έργο του με διαφορά, από εκείνα που συνοψίζουν και καθορίζουν έναν καλλιτέχνη στη συνείδηση του κόσμου και πολύ συχνά αποτελούν το διαχρονικό σημείο επαφής καλλιτέχνη-κοινού.
Στο Nighthawks απεικονίζεται ένα χαρακτηριστικό diner σε κάποια πόλη της Αμερικής. Μέσα, πέντε άνθρωποι, έξω η απόλυτη ερημιά-ηρεμία της νύχτας. Οι «Νυχτοβάτες» μοιάζουν κάπως αποκομμένοι, σκυθρωποί και ίσως προβληματισμένοι. Τα στοιχεία αυτά, αναγνώστηκαν στον πίνακα, κι έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην καθιέρωσή του ως κλασικού, γιατί θεωρήθηκε ως ένα εξαιρετικό προϊόν της εποχής και του ψυχισμού των Αμερικανών σε μια πολεμική εποχή όπως ήταν το 1942, όταν και ο πίνακας ολοκληρώθηκε.
Και εδώ είναι το σημείο που φανερώνεται η διαχρονικότητα του Hopper και η τρομερή ικανότητα που είχε στο να αναγάγει το καθημερινό σε διαλογικό ζήτημα τέχνης. Τα περισσότερα έργα του, αναφέρονται σε απλά, τυπικά αμερικανικά σκηνικά, όπως diner, βενζινάδικα, ο σιδηρόδρομος, εικόνες μιας χώρας υπό ανάπτυξη, αλλά και εξαιρετικές θαλασσογραφίες, φανερώνοντας μια διάθεση για κοντράστ ανάμεσα στο αστικό και το επαρχιακό. Και στις δυο περιπτώσεις όμως, οι τεχνικές του και το αισθητικό του κριτήριο έμειναν παγιωμένες, στοχεύοντας στην απαράμιλλη ομορφιά της απλοϊκότητας και της ερημιάς.
Ακόμη κι αν δεν ξανάφυγε από την Αμερική, φρόντιζε να ταξιδεύει πολύ συχνά με τη σύζυγό του, η οποία ήταν και το μοντέλο του για αρκετούς πίνακές του. Τα ταξίδια πέραν της αναψυχής, ήταν πολύ σημαντικές συλλογές στιγμών, αλλά και κίνητρα, που σκότωναν τη χρόνια βαρεμάρα του και ενίσχυαν τη δίψα του για ζωγραφική. Ο ίδιος, δεν συνήθιζε να συζητάει για την τέχνη του και τη ζωγραφική εν γένει, μιας και θεωρούσε ότι την απάντηση έδιναν τα έργα του και όχι ο ίδιος. Και τα οποία έδιναν πράγματι τις απαντήσεις, σε διάφορες πινακοθήκες των ΗΠΑ, με το όνομά του να συζητιέται αρκετά τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’50, όταν τα νέα καλλιτεχνικά κινήματα της περιόδου και η αλλαγή των καιρών τον άφησαν σε δεύτερη μοίρα.
Ο Hopper όμως, πίστευε και ταυτόχρονα ενδιαφερόταν για το φαινόμενο της απομόνωσης και της ερημιάς μέχρι το τέλος της ζωής του το 1967. Και γι’αυτό βρίσκεται στο πάνθεον της αμερικανικής ζωγραφικής δίπλα σε σύγχρονούς του όπως ο Andrew Wyeth ή πιο τραχύς αλλά παρόμοιος θεματικά Norman Rockwell.
Οι φωτογραφίες προέρχονται από το λεύκωμα Hopper εκδ. taschen, Ivo Kranzfelder