Σε μια εποχή που βλέπουμε τους νέους να ψάχνουν διέξοδο να φύγουν απ’ τη χώρα, εσείς έχετε κάνει μια ταινία επιστροφής στην Ελλάδα. Πώς τοποθετείστε απέναντι σ’ αυτήν την τάση φυγής που έχει προκύψει στην Ελλάδα; Κοίταξε, εγώ έζησα στο Παρίσι 12 χρόνια, είπα ότι αυτό το πράγμα δεν το θέλω και γύρισα πίσω στην πατρίδα μου. Η Ευρώπη, όμως, ήρθε και με βρήκε ακόμη και στο σπίτι μου. Δεν με άφησε στην ησυχία μου, με κυνήγησε. Είναι θέμα επιλογής. Εγώ δεν γκρινιάζω για τα κακά των Ελλήνων. Εντάξει, υπάρχουν όλα αυτά τα πράγματα, αλλά θέλω να πω δεν είμαι απ’ αυτούς που τα βάζουν με τους Έλληνες, κι ότι για όλα φταίνε οι Έλληνες. Ξέρεις, ο Καμί έλεγε κάτι φοβερό: «Τη φτώχεια τη γνώρισα στο Αλγέρι, αλλά τη μιζέρια τη γνώρισα στο Παρίσι». Είναι μίζερη η Ευρώπη. Μίζερη. Εδώ είμαστε φτωχοί. Είναι άλλο πράγμα. Δεν είμαστε μίζεροι.
Είναι πιο επιβιώσιμη η φτώχεια απ’ τη μιζέρια. Ε, δεν είναι; Εγώ έτσι πιστεύω. Γιατί εγώ έζησα την παιδική μου ηλικία πολύ φτωχός. Σε μια πολύ μικροαστική οικογένεια, με πολλές στερήσεις, αλλά δεν θεωρώ ότι πέρασα μια παιδική ηλικία που ήταν άσχημη. Έζησα σε μια οικογένεια που υπήρχε αγάπη, που υπήρχε αλληλεγγύη…
Υπάρχει αλληλεγγύη στη σημερινή αθηναϊκή καθημερινότητα; Όσο η Ελλάδα θα γίνεται Ευρώπη, τόσο θα μοιάζει στην Ευρώπη και θα χάνει τα ελληνικά της γνωρίσματα. Στη Γαλλία, υπήρξε ένας καύσωνας κάποια φορά, και πέθαναν εκατοντάδες γέροι, που ήταν μόνοι τους στα διαμερίσματα. Λοιπόν, τα παιδιά τους, για να μη σταματήσουν τις διακοπές τους να πάνε να θάψουν τους γονείς τους, τους βάλανε σε ψυγεία. Εντάξει, ωραία τα φώτα της Δύσης, αλλά φιλοσοφία είναι κι ένα παιδί που αγαπάει τη μάνα του. Ίσως και η μεγαλύτερη έννοια της φιλοσοφίας, κατά τη γνώμη μου.
Ο Ροβήρος Μανθούλης έλεγε σε ένα ντοκιμαντέρ του, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Ευρώπη, γιατί σε αντίθεση με όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η Αθήνα δεν έχει ποτάμι. Α, οπότε ίσως μας σώσει αυτό! Αποξεραθήκανε τα δυο ποτάμια που είχαμε, και εντάξει. Αλλά έχουμε παράδοση, τους διαλόγους του Πλάτωνα δίπλα στο ποτάμι ας πούμε, κι όλα αυτά. Έχουμε να θυμόμαστε.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω στη Βενετία, θα με καταπίεζε: θα έπρεπε να φοράω τα καλά μου για να βγω έξω. Η Αθήνα δεν σε καταπιέζει. Είναι μια πόλη να τη ζεις, δεν είναι μια πόλη να την κοιτάς.
Βλέπω ότι ζείτε περικυκλωμένος από μπομπίνες και βιβλία. Οι μπομπίνες; Κοίταξε έχει συμβεί κάτι φοβερό τώρα τελευταία, τα εργαστήρια του φιλμ κλείνουν. Το φιλμ δεν έχει πέραση πια, όλα γίνονται ψηφιακά. Επομένως, επειδή κλείσανε τα εργαστήρια, πήρα τις ταινίες στο σπίτι μου, δεν μπορώ να τα φυλάξω πουθενά, και τα έχω εδώ πέρα. Εντάξει, δε μ’ ενοχλούν. Μαζί με τα βιβλία είναι κι αυτά μέρος του ντεκόρ.
Στη βιβλιοθήκη δεν βλέπω γυαλιστερά εξώφυλλα, καινούριες εκδόσεις. Τι διαβάζετε; Διαβάζω πολύ, μ’ αρέσουν πιο πολύ τα βιβλία απ’ ότι οι ταινίες. Είμαι φανατικός αναγνώστης. Διαβάζω, έχω και μέσα βιβλία, κι από ‘δω κι από ‘κει, αλλά αρκετά τα πετάω μετά, πετάω πολλά βιβλία.
Μιλούσατε για τους κριτικούς σε μια πρόσφατη συνέντευξη, και λέγατε ότι είναι καλύτερο να γράφουν μόνο για ταινίες που τους αρέσουν. Μα μπορεί ο κριτικός να αφήσει το τι του αρέσει, να επηρεάσει την άποψή του για το τι είναι καλό; Κι εμένα μ’ αρέσει το βρώμικο στη Μαβίλη, αλλά αυτό δεν το κάνει καλή κουζίνα. Κοίταξε, η κινηματογραφική κριτική κατά τη γνώμη μου… Το να περιγράφεις τις εικόνες με λέξεις, είναι αφύσικο. Είναι σα να προσπαθείς να πεις σ’ ένα τυφλό πώς είναι ο έναστρος ουρανός. Ποτέ δεν θα μπορέσεις να το πεις. Είναι κάτι αφύσικο.
Μα το σινεμά δεν είναι μόνο εικόνες, κι η λειτουργία της κριτικής δεν είναι η περιγραφή. Μιλάς για εικόνες όμως.
Μιλάς για τον λόγο του καλλιτέχνη, τις αφετηρίες του, τις εκφραστικές τεχνικές του, ένα σωρό πράγματα. Δεν κάνεις διήγηση, κάνεις ανάλυση της διήγησης του δημιουργού. Με έναν τρόπο, είναι λίγο περίεργο αυτό το πράγμα. Προσωπικά, όταν βλέπω μια κριτική σε μια εφημερίδα, αυτό που μου δίνει την καλύτερη πληροφορία για την ταινία, είναι η φωτογραφία της ταινίας, κι όχι το γύρω-γύρω. Έτσι νομίζω.Έχετε την ίδια άποψη και για την κριτική του θεάτρου, ή της λογοτεχνίας; Ναι, φυσικά. Γενικά, δεν έχω σε μεγάλη υπόληψη την έννοια της κριτικής. Ανά τους αιώνες, έχουνε γίνει τόσες γκάφες, όχι μόνο από κριτικούς, αλλά κι από σπουδαίους καλλιτέχνες. Όταν ο Τσέχοφ έδωσε τα έργα του στον Τολστόι να τα διαβάσει, αυτούς του είπε «ξέρετε πόσο αντιπαθώ τον Σαίξπηρ, εσείς είστε ακόμη χειρότερος». Ο Τουργκένιεφ έλεγε ότι ο Ντοστογιέφσκι δεν ξέρει να γράφει. Ο Ζιντ απέρριψε τα χειρόγραφα του Προυστ. Επομένως, η κριτική που γνωμοδοτεί, με πλήττει. Η κριτική που κάνει ένα έργο να υπάρξει, μπράβο. Αυτό με ενδιαφέρει. Γι’ αυτό λέω να γράφουν για έργα που τους αρέσουν, γιατί την απόλαυση που αισθάνθηκες, την προεκτείνεις και τη μεταφέρεις σε ένα άλλο μέσο. Και συνεχίζεις την απόλαυση. Αλλά το να γνωμοδοτείς, τι νόημα έχει; Δεν πιστεύω κανέναν.
Οπότε, τώρα που βγαίνει η ταινία σας… Ωχ, το χειρότερό μου είναι αυτό…
…πώς θα κατευθυνθεί ο κόσμος να έρθει να τη δει; Γιατί καταλαβαίνω ότι θα προτιμούσατε να μην γράψει κανένας τίποτα. Τίποτα, ναι. Κοίτα, εγώ δεν διαβάζω κριτικές για να πάω σινεμά. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ξέρω τι με ενδιαφέρει. Ξέρω τι βιβλίο με ενδιαφέρει να πάρω να το διαβάσω, δεν χρειάζεται να μου το πει κανένας. Ξέρω, με έναν περίεργο τρόπο.
Θα εμπιστευτείτε το ένστικτο του θεατή, δηλαδή. Ναι, το ένστικτο του θεατή. Και τώρα, έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα, η μία ταινία σπρώχνει την άλλη, βγαίνουν δέκα ταινίες τη βδομάδα, ο πληθωρισμός που λέγαμε. Δεν προλαβαίνει να αναπτυχθεί μια ταινία, να ανθίσει μέσα σου, ας πούμε. Παλιά ακούγαμε για μια ταινία, την περιμέναμε 6 μήνες, ερχόταν στον κινηματογράφο, τη βλέπαμε, βγαίναμε έξω απ’ τον κινηματογράφο, μιλάγαμε για την ταινία, πηγαίναμε σπίτια μας την παίρναμε μαζί μας, την άλλη μέρα με τους φίλους μας μιλούσαμε πάλι γι’ αυτήν… Είχε χρόνο να ανθίσει μια ταινία. Τώρα, βγαίνουν η μια μετά την άλλη, είναι υπονομευτικό αυτό το πράγμα.
Αυτό είναι κι ένα απ’ τα προβλήματα αυτής της εκδημοκρατικοποίησης του μέσου, όλο αυτό το παράσιτο που έχει φέρει μαζί της η ψηφιακή εποχή. Φυσικά, φυσικά. Και το χειρότερο απ’ όλα, που μου είπανε, γιατί εγώ δεν τα πάω πολύ καλά με την τεχνολογία, είναι ότι τώρα τα ψηφιακά αυτά πράγματα, δεν θα αποθηκεύονται σ’ ένα χώρο, αλλά «στο σύννεφο». Το οποίο τι σημαίνει; Ότι τίποτε δε θα χάνεται! Αυτό είναι ακόμα πιο εφιαλτικό, διότι με τη φθορά του υλικού, κάτι χάνεται. Αυτό που γίνεται τώρα, είναι ότι αιωνίως θα υπάρχει ακόμη κι η τελευταία βλακεία… Σκέψου να βρέξει καμιά φορά αυτό το σύννεφο τι έχει να κατεβάσει. Βλακοθύελλα!
Άρα λοιπόν, μήπως τώρα, που υπάρχει τόσος πολύς θόρυβος, τόσο πολύ παράσιτο, θα ήταν χρήσιμη η κριτική; Για να ξεσκαρτάρει λίγο αυτή την ιστορία; Μα την ξεσκαρτάρει; Το να αρέσει σ’ έναν κριτικό μια ταινία, δεν σημαίνει τίποτε. Γιατί, να, βγαίνει η ταινία μου, και διαβάζω έναν κριτικό, που λέει είναι μάπα. Κι ο άλλος, λέει είναι πολύ καλό. Ποιον να πιστέψω; Αυτόν που γράφει υπέρ μου; Γιατί, εν τω μεταξύ, συμβαίνει και το άλλο παράδοξο. Εγώ κάνω μια ταινία. Βγαίνει στις αίθουσες, και πρέπει να νιώθω ότι πρέπει να με θαυμάσουν, ακόμη κι αυτοί που υποτιμώ. Έτσι πρέπει να γίνει. Ένας τον οποίο υποτιμώ, που έχω διαβάσει κριτικές του και λέω «τι λέει αυτός ο άνθρωπος», άμα μου γράψει εμένα καλά, πρέπει να χαρώ, ή πρέπει να ανησυχήσω; Κανονικά θα πρέπει να στεναχωρηθώ. Όμως χαίρομαι. Όπως καταλαβαίνεις, αυτά τα πράγματα είναι πολύ περίεργα.
*Η Λιμουζίνα, του Νίκου Παναγιωτόπουλου, σε σενάριο του ιδίου από τη συλλογή διηγημάτων του Ζάχου Παπαζαχαρίου Περιπέτειες στην Ευρώπη, με τον Νίκο Κουρή, τη Δούκισσα Νομικού και τον Άντριαν Φρίλινγκ, θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 30 Γενάρη, σε διανομή της Feelgood Entertainment.