the-damned-e1432823112159

Στην εφηβεία μου, όποιος από την παρέα άκουγε punk είχε το δικό του αγαπημένο κλασικό συγκρότημα και αυτομάτως στις οπαδικές διαφωνίες κηρυσσόταν σε επίσημο αντιπρόσωπό του. Ο ένας προσκύναγε τους Sex Pistols, ο άλλος τους Clash, ο τρίτος τους Ramones. Προσωπικά, θέλοντας να το παίξω ο έξυπνος της παρέας, ο διαβασμένος και καθώς δεν είχα ανακαλύψει ακόμα τους Stooges και τους Misfits, τασσόμουν στο πλευρό των (αγνοημένων από τους υπόλοιπους) Damned. Κάτι η ταχύτητά τους αλλά και η τεχνική τους αρτιότητα, η οποία φαινόταν όταν έριχναν τους τόνους, ο θόρυβός τους, οι εμβληματικές μορφές των Dave Vanian και Captain Sensible, η διάθεσή τους για πειραματισμό, ένιωθα να με έλκουν περισσότερο. Καλό το κάθε “Anarchy In The UK” και “White Riot”, αλλά κάθε φορά που άκουγα το “Born To Kill” αισθανόμουν πως όντως δε θέλουν το καλό μου αυτοί οι κύριοι. Μετά την προβολή του The Damned: Ευχήσου Να Ήμασταν Νεκροί (The Damned: Don’t You Wish We Were Dead), πέρα από τη συγκίνηση των αναμνήσεων αισθάνθηκα και μια περηφάνια που τους προτιμούσα.

Στο μεγάλο μπαμ του βρετανικού punk, πολλές ήταν οι μπάντες που ξεπήδησαν και οι δίσκοι που κυκλοφόρησαν. Ανάμεσα σε αυτές, υπήρχε και μια που κατέστρεφε όλη τη σκηνή παράγοντας ταυτόχρονα τόνους θορύβου, που είχε έναν εκκεντρικό και λαλίστατο μπασίστα/κιθαρίστα και έναν τραγουδιστή που ντυνόταν σαν τον Κόμη Δράκουλα. Οι Damned μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει μέλη, έχουν καυγαδίσει με τους δύο συνιδρυτές τους και ο εγωισμός τους στάθηκε πολλές φορές αντίπαλος στην ολοκληρωτική τους απογείωση. Η αναγνώριση υπήρξε, αλλά όχι σε τεράστιο μέγεθος. Σήμερα εξακολουθούν να έχουν φανατικούς οπαδούς ανά την υφήλιο και περιοδεύουν σε δύο σχηματισμούς. Αυτή είναι η ιστορία τους, δια στόματος των ίδιων, των φίλων και γνωστών, αλλά και παγκόσμιων μουσικών προσωπικοτήτων που τους εκτιμούν απεριόριστα.

Τον Wes Orshoski δεν τον μάθαμε φέτος. Πριν πέντε χρόνια είχε ξαναφιλοξενηθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας με το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για τον Lemmy των Motörhead. Αφού ξεκοκάλισε τον Lemmy είπε να ασχοληθεί με τους φίλους του, το συγκρότημα που ο προηγούμενος «πρωταγωνιστής» του χαρακτηρίζει ως τη μοναδική punk μπάντα του πλανήτη. Η στρωτή του αφήγηση, η πληθώρα σεβαστών ονομάτων, το πλούσιο αρχειακό υλικό και η δομή του, για μια ακόμα φορά καταφέρνουν να χτίσουν ένα από τα πλέον αξιοπρόσεκτα μουσικά ντοκιμαντέρ για τους χαμένους ήρωες του βρετανικού punk κινήματος. Να τους παρουσιάσει ως μια καταστροφική αλλά ταλαντούχα μπάντα, γεμάτη έριδες και χιούμορ. Να δείξει ότι αντίθετα με τους Public Image Ltd και τους Magazine (τεράστια συγκροτήματα αμφότερα), οι ίδιοι δεν χρειάστηκε να δημιουργήσουν ποτέ ένα νέο σχήμα για να εκφράσουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες, οι οποίες κυμαίνονταν από το punk στις prog αναζητήσεις μέχρι και το new wave φλερτάρισμα.

Παρ’ όλα αυτά, δε διστάζει να κάνει ερωτήσεις που πονάνε. Τα αίτια της αποχώρησης του Rat Scabies (ο οποίος δίνει ένα από τα πιο ειλικρινή κλάματα στην ιστορία του μουσικού ντοκιμαντέρ όταν περιγράφει την έλλειψη διάθεσης για σύνθεση) και του Brian James, το περιστατικό με τους Guns N Roses, η «χυλόπιτα» από τον Simon Cowell που, αν όλα πήγαιναν καλά,θα τους είχε αποφέρει τα επιθυμητά έσοδα. Δε διστάζει να τους αποκαθηλώσει, δείχνοντάς τους ως γκρινιάρηδες μουσικούς, να δείξει το παραφουσκωμένο «εγώ» του Captain Sensible όπως και το αστείρευτο χιούμορ του –αλλά και τις δυσκολίες του-, να προσπαθήσει να αναδείξει την περίεργη και μυστηριώδη προσωπικότητα του Dave Vanian, να ακούσει τις γνώμες των Jello Biafra, Keith Morris, Jean-Jacques Burnel, Duff McKagan, Buzz Osbourne και Chrissie Hynde ανάμεσα σε άλλους.

Γεμάτο φλεγματικό βρετανικό χιούμορ, εικόνες από περασμένες εποχές, μικρά και μεγάλα περιστατικά και –προφανώς- μουσική, μπορεί να ικανοποιήσει όχι μόνο κάθε οπαδο των Damned, αλλά κάθε άνθρωπο που αρέσκεται στις ιστορίες του rock ‘n’ roll μύθου. Απολαυστικό, συγκινητικό, πλήρες. Και τώρα το B-Movie: Λαγνεία Και Μουσική Στο Δυτικό Βερολίνο (B-Movie: Lust And Sound In West Berlin) απέκτησε έναν αντάξιο αντίπαλο.