Elephant Song/Melenny

Το ότι ο Xavier Dolan είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά enfants terrible του σύγχρονου κινηματογράφου είναι κάτι το παραδεκτό. Μας αρέσουν-δε μας αρέσουν τα φιλμ του, η παρουσία του ονόματός του ως δημιουργού ή ακόμη και συντελεστή κάποιας ταινίας αρκούν για να προξενήσουν περιέργεια και να ωθήσουν κόσμο στις αίθουσες. Βλέποντας πως πρωταγωνιστεί σε μια καναδική ταινία στο ρόλο του κλινικά ταραγμένου ασθενή, υποκύπτω στην περιέργεια να κρίνω ιδίοις όμμασι το πώς θα διαχειριστεί την τρέλα του στο Τραγούδι του Ελέφαντα (Elephant Song).

Η άνευ λοιπών στοιχείων εξαφάνιση ενός ψυχιάτρου προκαλεί ερωτηματικά και ο κλήρος της ανακάλυψης του λόγου πέφτει σε έναν συνάδελφο του αγνοούμενου, τον Toby Greene. Ο μόνος που έχει στα χέρια του την απάντηση πίσω από το μυστήριο είναι ένας από του ασθενείς και μάλιστα δε δέχεται να την φανερώσει αν οι όροι της διαπραγμάτευσης που προσφέρει δε γίνουν δεκτοί. Λεπτό προς λεπτό, ο Greene παίζει με τους κανόνες του ασθενή, ακούγοντας τι έχει να του πει. Η κατάληξη θα είναι απρόβλεπτη.

Απρόβλεπτο, όμως, σημαίνει και εξίσου ανατρεπτικό ή συμβολικό για την πλοκή; Αρκεί η ανατροπή για να δώσει άλλο βάρος στην ταινία ή καμία σημασία δε θα έχει προκειμένου να εξετάσουμε τις μικρές λεπτομέρειες όλων όσων έχουν προηγηθεί και να υμνήσουμε την ευφυΐα του σκηνοθέτη; Εν προκειμένω ισχύει το δεύτερο «σενάριο», η αποκάλυψη της αλήθειας από μόνη της σαφώς και έχει σημασία για την εξέλιξη της πλοκής, αν όμως η ίδια η πλοκή παραμένει πληκτικά τυπική, τότε ο αντίκτυπος ξεθωριάζει. Γιατί τελικά καταλήγει να είναι άλλο ένα δράμα που δεν ξέρει να χειριστεί τις κορυφώσεις του και προσπαθεί να μπλέξει το σοκαριστικό με το γλυκανάλατο για να κρύψει τις τυπικότητές του. Προσπαθεί να μιμηθεί τα δημιουργήματα του Dolan και, πιο συγκεκριμένα, τους κεντρικούς χαρακτήρες του σε βαθμό που νίπτει τας χείρας του από οποιαδήποτε πραγματική σύγκρουση. Για ακόμα μια φορά έχουμε χαρακτήρες με σκελετούς στις ντουλάπες τους, μακάβρια περιστατικά που τους σημάδεψαν και, συμπτωματικά έχουν ξαναειδωθεί σε πληθώρα ταινιών. Η έλλειψη πρωτοτυπίας δεν αποτελεί πταίσμα από μόνη της, εφόσον φυσικά υπάρχουν ελαφρυντικά να εξάπτουν το ενδιαφέρον και να αφήνουν κάποιο στίγμα.

Και το μόνο μέρος του συνόλου που μπορεί να λειτουργήσει ως ελαφρυντικό δεν είναι άλλο από την ερμηνεία του Dolan. Μπορεί ο Bruce Greenwood να υποδύεται με πολύ καλά αποτελέσματα τον ψυχολόγο, αλλά ας μη γελιόμαστε. Όπως στα θρίλερ το φως κλέβουν οι serial killers και στις ταινίες εγκλήματος οι διεστραμμένοι κακοποιοί, έτσι και σε αυτές τις περιπτώσεις τον πρώτο λόγο στο μάτι του θεατή έχουν οι ανισσόροποι πρωταγωνιστές. Προσοχή, δεν ταυτίζω θεραπευόμενους με εγκληματίες ή δολοφόνους, αλλά τους αντιπαραβάλλω αποκλειστικά ως σημείο φιλμικού βάρους. Έτσι ο Dolan χειρίζεται με τρόπο άψογο τον ανισσόροπο χαρακτήρα του (σε σημείο που θα έλεγε κανείς, δεδομένων και των πρωταγωνιστών του, πως υποδύεται τον εαυτό του), με την αύρα που εκχέει να σημαδεύεται από το λεπτό όριο μεταξύ ιδιοφυίας και παράνοιας. Ρεαλιστικά υπερβολικός και καθηλωτικός ακόμα και στο παραμικρό του νεύμα, αποτελεί το λόγο που αυτή η ταινία κέρδισε έστω και λίγη παραπάνω προσοχή. Γιατί εκτός του διαρκώς κλιμακούμενου νοσηρού κλίματος, η υπόλοιπη ταινία τοποθετείται στη μετριότητα με καθοδικές ροπές.


LIFE

Το Life ως ταινία είχε και λόγους για να ενδιαφέρει το κοινό, αλλά ταυτόχρονα και λόγους για να το απωθεί, γενικώς να το κρατά μπερδεμένο. Από τη μία, δημιουργός του δεν είναι άλλος από τον Anton Corbijn, τον άνθρωπο που το 2007 μας γκρίζαρε τις ζωές με το Control και πέρυσι μας παρέδωσε το εκπληκτικό A Most Wanted Man. Επίσης, αφορά σε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αλλά ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα είδωλα στην ιστορία του κινηματογράφου, τον James Dean. Από την άλλη, βέβαια, σπάνια οι ταινίες που διαδραματίζονται τη δεκαετία του ’50 και αφορούν στην απεικόνιση της τότε κοσμικής και αντισυμβατικής ζωής καταφέρνουν να δείξουν την υπερβολή χωρίς ταμπού, καταλήγοντας να φαίνονται αποστειρωμένα από τους χυμούς των jazz bars και να μην αντιλαμβάνονται τον επαναστατικό τους χαρακτήρα. Επιπλέον, παίζει και ο Robert Pattinson, ένας ηθοποιός του οποίου η ρετσινιά του γλυκανάλατου κουκλεντέ που μετά τα Twilight επιδείνωνε τη φήμη του, μόνο κακές σκέψεις εγείρει. Ακριβώς 60 χρόνια από το θάνατο του Dean, τον ξαναθυμόμαστε με το Life.

Προσπαθώντας να προσφέρει κάτι το σπαρταριστό στο περιοδικό Life για το οποίο εργάζεται, ο Dennis Stock ψάχνει αυτόν που θα απαθανατίσει με τη φωτογραφική του μηχανή. Τελικά το κατάλληλο «μοντέλο» το βρίσκει στον αυτοκαταστροφικό και σύντομα διάσημο γόη James Dean και στην εύφλεκτη ζωή την οποία ο δεύτερος διάγει. Ξεκινούν ένα οδικό ταξίδι από το Λος Άντζελες μέχρι τη γενέτειρα του Dean, Ιντιάνα και  μια φιλία γεννιέται παρά τις διαφορές τους , λίγο πριν ο Dean εξελιχτεί σε ένα ίνδαλμα μιας ολόκληρης γενιάς και ένα από τα παντοτινά φώτα του star system.

Τελικά οι άσχημοι οιωνοί εξευμενίζονται όσο η ταινία κυλά και οι σχεδόν σέπια χρωματισμοί κυριαρχούν στον κερατοειδή. Απολαμβάνουμε τα όργια που εκτυλίσσονται στη νυχτερινή αμερικάνικη ζωή, την ακριβή απόδοση των μπαρ στα οποία σύχναζαν οι μπίτνικς, τα εκτυφλωτικά φλας των φωτογραφικών μηχανών που απαθανατίζουν την είσοδο του ρέμπελου Dean στην πρεμιέρα του Ανατολικά Της Εδέμ, αφού έχει προηγηθεί μια στάση στη σαφώς λιγότερο κοσμική Ιντιάνα και ζούμε τις ιστορίες πίσω από τις μνημειώδεις φωτογραφίες που έμειναν στην ιστορία ως τα πρώτα φλερτ του επαναστάτη ηθοποιού με τον φωτογραφικό φακό. Ο Corbijn φροντίζει να αναδεικνύει τις μικρές λεπτομέρειες της εκάστοτε σεκάνς, ρίχνοντας αρκετά συχνά τους ρυθμούς για να ακολουθεί τη jazz αύρα που περιβάλλει την ταινία του. Όπως εύστοχα επισήμανε ένας φίλος, «μια ταινία που απεικονίζει με ροκ τρόπο την πραγματικότητα». Ναι, όταν αναφέρεται στις ασυδοσίες των δύο είναι μια ταινία αρκετά «κόντρα» στα χολιγουντιανά στεγανά αυτών των ταινιών, έχει μια αυθεντικότητα, όπως και μια πειστικότητα στη σκηνογραφία τους.

Αλλά το κέντρο της ταινίας δεν είναι άλλο από τη σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Μια σχέση που ξεκινά από το μηδέν και μέρα με τη μέρα, μετά τα όσα ζουν μαζί, εξελίσσεται. Την καχυποψία διαδέχεται το δέσιμο, οι συγκρούσεις είναι δεδομένες, είτε σε θέμα ζωής και αντίληψης είτε πάνω σε περιστατικά, βήματα που ένα προς ένα οδηγούν στο «άνοιγμα» των δύο πρωταγωνιστών. Με σωστό τρόπο ο Dane DeHaan προσεγγίζει το διττό χαρακτήρα του Dean, υπονοώντας και την ύπαρξη κάποιων ομοφυλοφιλικών τάσεων, οι οποίες δεν αποκρυσταλλώνονται ποτέ αλλά υπάρχουν ως υποψίες και ως ένα κομμάτι της σχέσης Dean-Stock. Κάποιοι μπορεί να διαφωνήσουν με την προσέγγιση του ηθοποιού (ή τις σκηνοθετικές οδηγίες εν τοιαύτη περιπτώσει), αλλά έχει μια αυθεντικότητα, μια ερμηνεία η οποία θα διχάσει, παραμένοντας προσωπική. Στον αντίποδα, ο Robert Pattinson αν και δεν έχει βρει πλήρως έναν τρόπο να βελτιώσει ολοκληρωτικά την ερμηνεία του, εμφανίζεται αρκετά συγκρατημένος, χωρίς να δίνει το είναι του στο ρόλο ή να έχει χημεία με τον σαφώς εκρηκτικότερο DeHaan.