Ν Α Ν Ι Ν Α Ν Ι
του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Φύσ᾿, ἀγεράκι δροσερό,
μὲς στῶν δενδρῶν τὰ φύλλα.
Πάρ᾿ ἀπ᾿ τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ᾿ τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ᾿ τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει,
ἥσυχο, νάνι, νάνι.
Ἀρχίνησε τὸ λάλημα,
ἀηδόνι ἐρωτεμένο,
νανάρισέ το, τὸ φτωχὸ
εἶν᾿ ἀποκοιμημένο
σὰν τὴ γλυκιά σου συντροφιὰ
μὲς στὴ φωλιὰ σὰν κάνει,
τὴ νύχτα, νάνι, νάνι.
Ἄνοιξε, νυχτολούλουδο,
ἄνοιξε καὶ μὴν κλείσεις,
τὴν ὄμορφή σου μυρωδιὰ
ὡσότου νὰ τὴ χύσεις
ὅλη μὲς στὰ μαλλάκια του.
Τὸ μαῦρο, ἰδὲς πῶς κάνει
μαζί μου νάνι, νάνι.
Παίζει τ᾿ ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμιῶνα,
γελοῦνε τ᾿ ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελώνα.
Εὐτυχισμένη εἶμαι κι ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει,
τὸ μαῦρο, νάνι, νάνι.
Καὶ σεῖς μὲ τὰ χρυσὰ φτερά,
ὀνείρατά μου, ἐλᾶτε
στὸ ἔρμο τὸ καλύβι μας,
ἀγάλια ἀγάλια ἐμβᾶτε,
σιγὰ μὴν τὸ ξυπνήσετε·
κοιτάξετε πῶς κάνει
ἄγγελος νάνι, νάνι.
Ὀνείρατα εἶναι τοῦ φτωχοῦ
ἡ συντροφιά, ἡ ἐλπίδα·
τῆς χήρας ἡ παρηγοριά,
ὁ ἥλιος, ἡ ἀχτίδα.
Ἐλᾶτε, μὴν ἀφήσετε
τὴ μάνα του ποὺ κάνει
μαζί του νάνι, νάνι.