Τη νύχτα
ησυχάσαμε μέσα στη φωτιά·
τα πυρακτωμένα μας στόματα
μάτωσαν το σκοτάδι

Απ’ το πρωί
τα πουλιά δεν πετούν
και τα δοκάρια της οροφής
συρρικνώνονται και τρίζουν

Πώς μίκρυνε η κάμαρα;

Έχω γείρει πάνω σου
και λυπάμαι
που δεν ξέρω
τ’ όνομά σου.