Ένα έργο για τον Αλέξη Τσίπρα και τον Γιάνη Βαρουφάκη, την εποχή των σκληρών διαπραγματεύσων με την Τρόικα, που εκτυλίσσεται σε μια ροζ γκαρσονιέρα στα Εξάρχεια; Παρουσιάζοντας τους ως παράνομους εραστές; Μόνο ο Αλέξανδρος Κολλάτος, ένας βέρος προβοκάτορας, θα το αποτολμούσε, ακολουθώντας πιστά τα βήματα του πατέρα του στην γκροτέσκα πολιτική σάτιρα. Έχει παρελθόν, άλλωστε, στο είδος, με πρωταγωνιστές τον ΓΑΠ και την οικογένεια Λεπέν στις παριζιάνικες σκηνές.
Το Me and Alexis αποδομεί τον Αλέξη Τσίπρα και τον Βαρουφάκη, παρουσιάζοντάς τους να ζουν έναν θυελλώδη έρωτα λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Δημοψηφίσματος, διανθισμένο από όλες τις υστερίες και τις μικρότητες δυο ερωτευμένων ανθρώπων. Ο Κολλάτος, ηθοποιός και σκηνοθέτης, θα το παρουσιάσει μια κι έξω στο θέατρο Βρετάνια (Δευτέρα 19/9, 21.30μ.μ. με είσοδο ελεύθερη), ενσαρκώνοντας μόνος, και τους δυο εραστές, προτού πάρει κι αυτό το δρόμο για το Παρίσι.
Μοιάζει να έχει γίνει έμμονη ιδέα του το κείμενο, απ΄την πρωτοχρονιά που ξεκίνησε να το γράφει. Τις τελευταίες, μάλιστα, μέρες τον Κολλάτο, που έχει ξυρίσει το κεφάλι για να θυμίζει στον Βαρουφάκη –κι η ομοιότητα είναι εντυπωσιακή- τον συναντούσες παντού, στο Λόφο του Στρέφη, στην Ακαδημία Πλάτωνος, στην Δεξαμενή, στην πλατεία Κουμουνδούρου, στη Φωκίωνος Νέγρη, ακόμη και στην πλατεία Ηρώων στον Ταύρο, όχι να απολαμβάνει χαλαρά τον καφέ του, αλλά να ερμηνεύει σε οίστρο εναλλάξ και τον Τσίπρα και τον Γιάνη. Ο κόσμος παρακολουθούσε αρχικά αμήχανα, σαστισμένος, ώσπου να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Όταν καταλαβαίνε ποια πρόσωπα μιλούσαν και ποια σχέση τα συνέδεε καθηλώνονταν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια με την ανοικτή πρόβα σε δημόσιο χώρο.
Σημείο εκκίνησης της ιστορίας τού Me and Alexis ήταν η απογοήτευση του Κολλάτου απ΄την κυβέρνηση Τσίπρα. Αντί να την κάνει θυμό, την έκανε έργο. «Είμαι από αυτούς που είναι πολύ απογοητευμένοι με τον Τσίπρα. Γιατί τον πίστεψα, τον στήριξα. Ήταν ένας νέος άνθρωπος, με ένα νέο λογο. Δεν πίστεψα μόνο εγώ σε αυτόν, πίστεψε όλη η Ελλάδα. Και καλά έκανε και πίστεψε. Ειδικά η δικιά μου η γενιά. Είχαμε όλοι όρεξη να πιστέψουμε σε αυτόν. Μια μικρή χώρα είναι η Ελλάδα, μπορούσε ο Τσίπρας να κάνει αυτό που ήθελε, θα μπορούσε να κάνει αλλαγές, να πάμε στην πολιτιστική Ελβετία που λέει και ο Ρασούλης. Τελικά τα κατέστρεψε όλα».
«Το θέμα όμως δεν είναι να παρουσιάσω στο θεατρικό κοινό τον Τσίπρα που γνωρίζουμε», προσθέτει, «αλλά έναν Τσίπρα που δεν γνωρίζουμε μέσα από τα τικ του, ένα πρόσωπο που θα μας πει όσα ακόμα δεν μας είπε. Θέλω να αποκαλύψω τον Τσίπρα που δε γνωρίσαμε. Ασφαλώς πάλι με όχημα την πολιτική σάτιρα. Μέσα από την αριστοφανική διάθεση που έχω, θέλω να παίξω με τον Τσίπρα και να τον γελοιοποιήσω τελείως, γιατί, πιστεύω, η εικόνα του είναι η πιο γελοία πολιτική εικόνα του τελευταίου αιώνα στην Ελλάδα και πιστεύω είναι και το τέλος της πολιτικής. Ο Τσίπρας απέδειξε ότι τελείωσε η πολιτική στην Ελλάδα».
Η ερωτική σχέση μεταξύ Τσίπρα και Βαρουφάκη είχε αφορμή μια συνέντευξη του δεύτερου σε γαλλικό περιοδικό. «Σε αυτή ο Γιάνης αποκάλυπτε ότι υπήρχε και τρυφερότητα και ερωτισμός μεταξύ τους το βράδυ μετά το Δημοψήφισμα. Αυτό ήταν! Αυτή η δήλωση αποτέλεσε τη γερή βάση για να χτιστεί ένα έργο με πρωταγωνιστές το πολιτικό ζευγάρι, που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή σκηνή, το 2015, και αντιπροσώπευε ό,τι καλύτερο είχε η Ελλάδα εκείνη την στιγμή, παράλληλα με την ελπίδα ότι, ύστερα από πολλά χρόνια, μπορούν ν´αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα και σ´όλη την Ευρώπη».
Η σάτιρα που έγραψε, επιμένει ο Κολλάτος, «μέσα απο την ερωτική ιστορία αναφέρεται σε γεγονότα που ζήσαμε και που γνωρίζουνε όλοι πολύ καλά, αλλά μέσα από ένα άλλο πρίσμα, πιο προσωπικό, γεμάτο εντάσεις, συναισθήματα και χιούμορ». Δεν κρύβει την αδυναμία του στον ένα χαρακτήρα: «Ο Γιάνης είναι ο ήρωας που θα ερμηνεύσω στην παράσταση που θα ανέβει στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις του εξωτερικού. Και ο δικός μου Γιάνης είναι υστερικός, εγωπαθής, εγωκεντρικός και νάρκισσος, καμία σχέση, με άλλα λόγια, με τον αληθινό Γιάνη !!!», μάς κλείνει το μάτι.
Στις πολιτικές του σάτιρες έχει ασχοληθεί και με τον Γιώργο Παπανδρέου «τον πιο επικίνδυνο πολιτικό άνδρα που πέρασε από τη χώρα», όπως λέει. Η παράσταση, με τίτλο Vive la Crise, περπάτησε στο Παρίσι καλά. «Οι Γάλλοι γελάσαν πάρα πολύ. Οσο δεν γελάσαμε εμείς με τον Παπανδρέου, γελάσαν εκείνοι. Τι έκανα; Πήρα το λόγο του από το Καστελόριζο αυτούσιο, τον μετέφρασα και τον έφερα επί σκηνής. Είχα δανειστεί κι ένα κείμενο του Γιάννη Τριάντη από την Ελευθεροτυπία. Ένας Χορός από γυναίκες τραγωδούς το έλεγε χτυπώντας τον Παπανδρέου επί σκηνής».
Το 2012 έπαιξε την παράσταση στο Αλσος («ήταν μια εποχή που πίστευαν όλοι στην Ελλάδα ότι η κρίση θα τελειώσει»). Αργότερα ταξίδεψε στην Αβινιόν, για να καταλήξει να παίζεται δυο χρόνια στο Παρίσι. «’Εχω μεγαλώσει με την πολιτική σάτιρα, ο πατέρας μου αυτό έκανε, είμαι παιδί που έχει προλάβει την επιθεώρηση σε μια εποχή που η τηλεόραση δεν είχε τόση δύναμη, οπότε η πολιτική σάτιρα περνούσε από το θέατρο. Μ’αρέσει πολύ να χρησιμοποιούμε τα πολιτικά πρόσωπα στη σκηνή. Κι επειδή υπάρχει κενό πολιτικής σάτιρας στο Παρίσι υπάρχει ένας χώρο που μπορείς να κάνεις πράγματα που έχουν και κοινό. Χρησιμοποιώ το θέατρο για να μιλήσω για την κοινωνία και τα πρόσωπα που την απασχολούν και την ταλαιπωρούν».
Μετά τον ΓΑΠ συνέχισε με μια σάτιρα για τη Μαρί Λεπέν. «Το φασιστικό κόμμα της αποκτά πολύ μεγάλη δύναμη στην Γαλλία. Το έργο ξεκίνησε με το σκεπτικό ότι στην οικογένεια οι πάντες ασχολούνται με την πολιτική, ακόμη και η μικρή ανιψιά του Λεπέν που είναι 21 χρονών. Κι ανέβασα όλη την οικογένεια στη σκηνή. Είπα πράγματα που γίνανε αργότερα. Γι’αυτό εντυπωσιάστηκαν οι γαλλικές εφημερίδες. Είχα προηγηθεί των γεγονότων με το θέατρο, γιατί είχα διαισθανθεί ότι αυτή η οικογένεια δεν θα αντέξει, θα διαλυθεί, ότι θα σκοτωθούνε μεταξύ τους, ότι θα πετάξει τον πατέρα από το κόμμα. Τους ανέβασα όπως είναι στη σκηνή, τη μάνα, την ανιψιά, την κόρη, που ειναι ερωτευμένη με τον μπαμπά, την ελληνίδα μητριά, την τελευταία γυναίκα του Λεπέν, τον Λεπέν και μια υπηρέτρια σε στυλ μπουλβάρ και λειτούργησε κανονικά». Ενα εύρημα που, όπως λέει, λειτούργησε πολύ είναι που παρουσίαζε τη Λεπέν μαύρη, «κάτι που συνδέεται ειρωνικά με τον ρατσισμό της οικογένειας».
Η Μαρί Λεπέν δεν αντέδρασε; «Δυστυχώς , όχι, αλλιώς θα ήμουν τώρα σταρ στη Γαλλία. Αλλά η Λεπέν είναι πολύ έξυπνη, ποτέ δεν αντιδράει. Πιστεύει ότι είναι η Γαλλία». Το έργο πάντως θα το επαναλάβει ξανά τον Ιανουάριο στο Παρίσι. «Είναι πολύ ωραίο να κάνεις θέατρο στο Παρίσι, αλλά θέλω να κάνω τώρα και μια ταινία”. Αυτό τον καιρό δουλεύει ένα σενάριο με την Ντε Γκολ, “ένα οικογενειακό δράμα με τη γυναίκα του Ντε Γκολ και το παιδί του».
Θα ήθελε να κάνει μια ταινία και για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, που τις έζησε, κι έχουν στοιχειώσει τη γαλλική κοινωνία, αλλά «δύσκολα προσεγγίζεις το Ισλαμ και την Τζιχάντ. Ακόμα κι οι Γάλλοι θέλουν χρόνο για να συζητήσουν γι’αυτά τα θέματα».