Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό η ιδέα ότι την στιγμή που άλλο ένα Παγκόσμιο Κύπελλο ξεκινά, εγώ θα βρίσκομαι σε ένα αεροπλάνο με κατεύθυνση το φεστιβάλ – απωθημένο μου. Κι όμως την ώρα που Βραζιλία και Κροατία έκαναν τη σέντρα του 20ου Μουντιάλ, εγώ βρίσκομαι στο κάθισμα 28C και το «σιδερένιο πουλί» έβαζε μπροστά τις μηχανές με κατεύθυνση την Βαρκελώνη και το Sonar Festival, το φεστιβάλ που έδω και 21 χρόνια είναι συνώνυμο της ηλεκτρονικής πρωτοπορίας. Στο χέρι μου κρατάω λαίμαργα το Skagboys, το prequel του Trainspotting, με το οποίο ο Irvine Welsh επιχειρεί να επιστρέψει σε μεγάλες φόρμες, δίπλα μου κάτι 50αρες ώριμες κυρίες αδιαφορούν προφανώς για τον Νεϊμάρ αλλά δείχνουν να έχουν περάσει πολύ καλά στις ελληνικές διακοπές τους, ενώ δύο τρία καθίσματα πιο πίσω ο Διοσκουρίδης χρειάζεται περίπου 28 δευτερόλεπτα για να πετάξει με το συνηθισμένο του τρόπο: κοιμισμένος, κοιτώντας ψηλά και με ανοιχτό το στόμα (ύποπτο βέβαια το ότι ανέλαβε το ηλεκτρονικό check in και δε μας έβαλε να καθίσουμε δίπλα δίπλα).
Το ξενοδοχείο μας είναι στο Πόμπλε Νου, μια συνοικία που δεν είχαμε τιμήσει σε προηγούμενες καταλανικές αφίξεις μας. Αναπτυσσόμενη περιοχή θα την έλεγες, με το που την πατάμε, μπαίνουμε αμέσως στο mood του Sonar συναντώντας ορδές Βρετανών που επιστρέφουν ημίγυμνοι και με τη γνωστή loud διακριτικότητά τους από την πρώτη μέρα που έχει μόνο Sonar By Day. Τσεκάρουμε, πίνουμε την πρώτη Estrella Damm που μας περιμένει στα δωμάτια και βγαίνουμε στην κάποτε κακόφημη συνοικία του Ραβάλ για μια bebida (που θα πει ποτό).
Ο μεγαλύτερος μας στόχος σε τούτη τη μάταιη ζωή, έχω καταλήξει περνώντας πια και σε ηλικία τα χρόνια του Ιησού, είναι να μη γίνουμε στατιστική. Στην πρώτη βραδιά της όγδοης επίσκεψής μου στην καταλανική πρωτεύουσα, έγινα. Με έναν σχετικά οδυνηρό τρόπο. Περασμένα μεσάνυχτα στην ολοφώτιστη Ράμπλα. Τη διασχίζουμε με τον Σταύρο και τα κορίτσια, οι χαριτωμένες Αφρικανές που πουλάνε το κορμί τους στην κεντρική πιάτσα της Βαρκελώνης, μυρίζονται τουριστικό αίμα. Τις έχω «αντιμετωπίσει» πολλές φορές στο παρελθόν. Σε πλησιάζουν, σε αγγίζουν, λίγα αδέξια αγγλικά με πολλές επαναλήψεις της λέξης “baby”, χαμογελάς, απομακρύνεσαι κι όλο το σκηνικό καταχωριζεται σχεδόν φολκλορικά στην ταξιδιωτική ανάμνηση. Επαναλμβάνεται κι αυτή τη φορά. Μόνο που είμαστε (είμαι) λίγο χαλαρότερος απ’ όσο πρέπει. Τόσο όσο ένα απο τα κορίτσια να με πιάσει από εκεί που πιάνει η παροιμία τον παππά και το ίδιο, ή κάποιο άλλο από τα 4-5 που με γυρόφεραν, να μου αρπάξει το κινητό από την αριστερή τσέπη, ενώ προφύλασσα το πορτοφόλι στην πίσω. Κι όλα αυτά με κινηματογραφική ταχύτητα. Την επόμενη μέρα κι αφού έχουν ακολουθήσει οι τυπικές φραγές συν τις ατελέσφορες ηλεκτρονικές εφαρμογές «βρες μου το τηλέφωνο», χρυσώνω λίγο το χάπι μου όταν οι υπόλοιποι φεστιβαλικοί συνένοχοι του παρελθόντος μου διαμηνύουν ιντερνετικά ο ένας μετά τον άλλον ότι την έχουν πατήσει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Κι αποφασίζω οριστικά ότι δε θα με πτοήσει το συμβάν, για το Sonar ήρθαμε ρε γαμώτο. Αυτά που κοροϊδεύεις ως γνωστόν τα λούζεσαι, για όλα υπάρχει η πρώτη φορά, έγινα λοιπόν στατιστική και προχώρησα.
Sonar Festival. Προσωπικό απωθημένο πολλών ετών για ένα φεστιβάλ που από το 1994 που ξεκίνησε αποτελεί ένα σημείο αναφοράς και «ηλεκτρονικής πρωτοπορίας» (όπως ήταν το μότο του) για την ευρωπαϊκή σκηνή. Το πρώτο που πέρασε την electronica στο προσκήνιο, τοποθετώντας την σε ένα ευρύτερο φεστιβαλικό περιβάλλον, εκεί που η μουσική συνδέεται με την ψηφιακή τεχνολογία, τα εικαστικά και κυρίως με τια αστικές καταβολές της. Το Sonar πριν και πάνω απ΄όλα είναι ένα υποδειγματικό παράδειγμα του πώς ένα μουσικό γεγονός μπορεί να απλωθεί στον αστικό ιστό, να αξιοποιήσει και να αγκαλιάσει μια πόλη. Γι’ αυτό δεν είναι στατικό, δε γίνεται σε ένα χώρο, αλλά χωρίζεται σε Sonar By Day και Sonar By Night.
Η ημερήσια εκδοχή πια δε γίνεται στους προαύλιους χώρους του MAGBA (Μουσείο Καταλανικής Σύγχρονης Τέχνης), αλλά στη Φίρα Μονζουίκ στην Πλάθα Εσπάνια. Ας μην υπερθεματίσω πάνω στην αξιοποίηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων του 1992 γιατί η σύγκριση με τα δικά μας είναι μια γκρίνια που πια έχει πια περάσει στα επίπεδα του κλισέ. Το Sonar By Day απευθύνεται στους εστέτ ή αν θέλετε στους βετεράνους του φεστιβάλ που δεν αντέχουν πια τη βραδινή κραιπάλη. 5 (+1 πειραματική) σκηνές, ένας τεράστιος χώρος που διεξάγεται το Sonar +D, το conference δηλαδή που διευρύνει το περιεχόμενο του φεστιβάλ δίνοντας την ευκαιρία σε ομάδες από όλο τον κόσμο να παρουσιάσουν τη δουλειά τους στο κομμάτι που συναντιούνται η δημιουργικότητα και η τεχνολογία. Πολυμεσικές εφαρμογές, 3D προβολές, εκθέσεις με πετάλια που δημιουργούν τους αγαπημένους μας θορύβους, state of the art βιντεοπαιχνίδια και οι τρομεροί A.TRACK.TION – μια απίθανα ομάδα ισπανών ερευνητών που έκατσαν ένα τρίμηνο και ανέλυσαν τα charts των περασμένων πέντε δεκαετιών οπτικοποιώντας σε ψαρωτικά infographics τα «κουφά» συμπεράσματά τους. Π.χ. αν ξύπνησες ποτέ με την απορία τι ποσοστιαία επίδραση είχε η country το φθινόπωρο του 1985 στο σύνολο της μουσικής βιομηχανίας, οι τύποι μπορούσαν να στη δείξουν.
Περιφερόμαστε στο Sonar Village, αφού σε χρόνο dt και με πολύ χαμόγελο έχουμε πάρει διαπιστεύσεις, αναμνηστικές τσάντες και ότι άλλο χρειάζεται, καθόμαστε μπροστά στο μπαρ της Estrella και μιλάμε με έναν από τους «κορδιναδόρες» της καταλανικής μπράντας. Τον τύπο με το φοβερο επώνυμο, Αλμπέρτο Σανσαλβαδόρ. Έρχεται με δύο canas («κάνιας», λέγονται τα μικρά ποτήρια μπίρας) και μας αναλύει πόσο σημαντικό είναι για την Estrella να συνδέεται με ένα καθιερωμένο φεστιβάλ όπως το Sonar, αλλά και πόσο αμφίδρομα αναταποδοτικό είναι και για τους δύο αφού οι «προσωπικότητές» τους μοιάζουν σε πολλά σημεία (όραμα, δυναμική τοποθέτηση, μεσογειακό προφίλ). Άλλωστε, η Estrella Damm είναι η μπίρα της πόλης, σχεδόν 8 στις 10 «θερβέθας» που καταναλώνονται στην πόλη έχουν την κόκκινη ετικέτα της. Μας λέει ότι δε βλέπει και πολλά live, αφού ταυτόχρονα πρέπει να επιβλέπει μια σειρά από διαδικαστικά πράγματα, αλλά περιμένει πώς και πώς τους Massive Attack (η παρουσία των οποίων είναι σαφής απόδειξη ότι κάθε φεστιβάλ χρειάζεται το μεγάλο όνομα-τυράκι, θα το διαπιστώσουμε περίτρανα την επόμενη μέρα).
Έχω αποβάλλει πλήρως την κακή συνήθεια όταν επιστρέφω από ένα διεθνές φεστιβάλ να το συγκρινω με τα εγχώρια. Το μέγεθος, η προϊστορία, η τεχνογνωσία, το κοινό κτλ. είναι όλα τόσο διαφορετικά που δεν μπορεί να σταθεί μια τέτοια κουβέντα. Θα μπορεί να γίνεται μόνο όταν κάποιο ελληνικό φεστιβάλ αποφασίσει στα σοβαρά να στοχεύσει σε κοινό εκτός Ελλάδας κι αλλάξει λίγκα παίζοντας με τα μεγάλα παιδιά. Δεν μπορώ να μη σημειώσω όμως ότι η οργάνωση του Sonar ήταν συγκλονιστική, είχες την εντύπωση σχεδόν ότι τα πράγματα γίνονταν μόνα τους χωρίς να δουλεύουν εκατοντάδες άνθρωποι – ειδικά δε οι δημοσιογράφοι και λοιποί professionals της μουσικής βιομηχανίας απολαμβάνουν εξαιρετική μεταχείριση (από τα λεωφορεία που τους μετακινούν από το Day στο Night μέχρι τα ξεχωριστά και φθηνότερα μπαρ).
Βαριέμαι πολύ τα αναλυτικά, αμιγώς μουσικά, reviews από τα μεγάλα φεστιβάλ. Σπάνια βλέπεις ολόκληρα live, μετακινείσαι διαρκώς από σκηνή, μπορεί να τρως noodles την ώρα που παίζει ο DJ Harvey επειδή έχεις μπερδευτεί με τς ώρες, ενώ ειδικά στο Sonar υπάρχει το στοιχείο του faceless ηλεκτρονικού παραγωγού χωρίς ιδιαίτερη σκηνική παρουσία (αυτό που όταν ήμασταν μικροί, γράφαμε στις πτυχιακές ότι αποδεικνύει την δημοκρατικότητα της electronica). Στην περίπτωσή μας, το μεγαλύτερο show που και να ήθελες δεν μπορούσες να αγνοήσεις ήταν αυτό του Kid Koala. Χωμένος στην τυπική κοάλα στολή του (πρέπει να έσκαγε με σχεδόν 30 βαθμούς Κελσίου) και με μερικά κορίτσια επί σκηνής να φοράνε στολές κάπου μεταξύ ‘60s αεροσυνοδών και οικιακών βοηθών, ο καναδός beatmaker τα διέλυσε όλα την τελευταία μέρα ανεβάζοντας κοινό στην σκηνή και καλώντας το να παράγει ήχους με κάτι μαραφέτια που τους έδινε και είχαν σχήμα ενός τόσο δα bong. Αυτοί έκαναν πως καπνίζουν παράγοντας θορύβους που συνόδευαν τα breaks του κυρίου Eric San. Τον παρακολουθούσαμε τρώγοντας το «μπέργκερ» με τραγανό κομμάτι χοιρινής κοιλιάς και κόλιανδρο που ήταν το χιτάκι του εντός-του-φεστιβάλ φαγητού. Ανάλογο show – ως συνήθως – και από τον Dâm-Funk που διέκοπτε το ράθυμο boogie του για να κηρύξει το λόγο του βινυλίου ή να παίξει λίγο live κιθάρα.
Αλλά, ας το πάω αξιολογικά. Και αν κάποτε σε πολλά χρόνια με ρωτήσει κάποιος τι θα θυμάμαι μουσικά από το Sonar 2014, νομίζω ότι η απάντηση θα είναι οι Moderat που έδωσαν ένα συγκλονιστικό live αθροίζοντας τα δύο άλμπουμ της μέχρι τώρα πορείας τους. Με ένα “Bad Kingdom” που στοίχειωσε χιλιάδες κόσμου που τους παρακολουθούσε (άσχετα βέβαια αν το συγκεκριμένο κομμάτι ευθύνεται για το γεγονός ότι ο Apparat νομίζει ότι είναι ιδιαίτερος βοκαλίστας και τους ξεχειλώνει λίγο τις συνθέσεις). Αυτό όμως το κράμα που πρεσβεύουν, η βερολινέζικης techno καταγωγή με την post- Kid A κατεύθυνση των Radiohead, είναι μια από τις πιο απολαυστικές ηλεκτρονικές προτάσεις σήμερα.
Κι αν οι Moderat είναι η αυτόματη απάντηση, το back 2 back dj set των Daphni & James Holden την τρίτη νύχτα του φεστιβάλ είναι σίγουρα το δεύτερο που μου καρφώθηκε στο μυαλό. 90 λεπτά αταξινόμητης σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής, πότε σκοτεινής πότε ανθεμικής (ας πούμε όταν ο Daphni έβαλε το καινούριο του κομμάτι “Can’t Do Without You” οδηγώντας φεστιβαλιστές από διάφορα σημεία του πλανήτηνα σχηματίσουν στο κινητό τους το «μου λείπεις» σε πολλές διαφορετικές γλώσσες), πότε pop (ας πούμε όταν διάλεξαν το “West Coast” της Λάνας σε ένα remix που 20 μέρες μετά αδυνατώ να εντοπίσω), πότε καταιγιστικοί όταν βομβάρδισαν με δύο-τρεις techno δυναμίτες). Υπέροχο set, πολύ κοντά στο απόλυτο όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ του «επιμορφωτικού» και του «ψυχαγωγικού».
Μισό λεπτό για μια παρένθεση. Τόσο στο Day όσο κυρίως στο Night, σε αυτές τις αχανείς αποθήκες κοντά στο αεροδρόμιο El Prat, οι καλλιτέχνες παίζουν μπροστά σε πολύ πολύ κόσμο, καμιά φορά πενταψήφιου αριθμού. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι δεν υπάρχει και πολύς χώρος για «ατμόσφαιρες», μίνιμαλ προσεγγίσεις, «μυσταγωγίες» και λοιπά. Η κλίμακα είναι big room και σχεδόν άπαντες, ειδικά οι DJs παίζουν γηπεδικά, για να ακουστούν ακόμα και σε εκείνον που απέχει μισό χιλιόμετρο από την σκηνή ή είναι στο πίσω μέρος της σκοτεινής σάλας.
Αυτό το μαξιμαλιστικό στοιχείο στις συνθήκες είναι το μοναδικό μου πρόβλημα στο live-οδοστρωτήρα του Jon Hopkins. Ο Βρετανός που μας συγκλόνισε με το περσινό Infinity αφενός μεν δεν καταδέχθηκε να μου πει δύο κουβέντες παρότι ξεροστάλιασα στο press room 1 ώρα να το περιμένω (o μάνταζερ του φταίει δηλαδή) κι αφετέρου προσάρμοσε κατά βάση το υλικό του άλμπουμ σε live καταστάσεις χαμένος πίσω από καπνούς και μπροστά από ψυχεδελικά visuals, αποδομώντας και ξαναχτίζοντας συνεχώς τις συνθέσεις του, ασελγώντας πάνω στα 4 pads που είχε μπροστά του. Ήρθε, πυρπόλησε για ακριβώς 50 λεπτά (τη δεύτερη μέρα) κι έφυγε.
Στην ίδια σκηνή, SonarHall, το απόγευμα του Σαββάτου κι ενώ προσπαθουσαμε να είμαστε και σε επαφή με την πρεμιέρα της Εθνικής μας στο Μουντιάλ, εμφανίστηκε πολύ νωρίς (17.00) η Neneh Cherry μαζί με τα αδέρφια RocketNumberNine που την έχουν συνοδεύσει στη φετινή δισκογραφική της επιστροφή μετά από 18 χρόνια (σε παραγωγή Four Tet). Ήθελα πολύ πολύ να τη δω και νομίζω αποζημιώθηκα από μια φοβερή performer επί σκηνής, τόσο άνετη κι ακομπλεξάριστη που δε δίστασε να κάνει κάποια στιγμή διάλειμμα για να φάει μια μπανάνα και να «πάρει ενέργεια», όπως μας είπε, καταμεσίς του live. Δε θα ξεχάσω ποτέ το υπέροχο, μπάσταρδο, μιγάδικο, τσαχπίνικο χαμόγελό της – πολύ πιο χρήσιμο επιχείρημα υπέρ της πολυπολιτισμικότητας από δισεκατομμύρια λέξεων, και την αίσθηση ότι διέλυε με τα πάχη της τα κάλλη της και την ελαφριά μπυροκοιλιά της οποιαδήποτε κουβέντα, σε φεμινιστικό πλαίσιο ή όχι, για τα πρότυπα γυναικείας ομορφιάς.Μάλλον όμως είχα πέσει έξω, ή ίσως το φαρδύ φόρεμα παραποιούσε την εικόνα, γιατί βλέποντάς την από πολύ κοντά το βράδυ, στο παρασκήνιο του live των Massive Attack, με πιασμένο το μαλλί πίσω και τις καμπύλες της να ασφυκτιούν σε ένα “killing me softly” θεόστενο λευκό φόρεμα, αναθεώρησα πολλά από τα γραφόμενα της προηγούμενης παραγράφου.
Οι Massive Attack, λοιπόν. Headliners της τελευταία βραδιάς του φεστιβάλ, αποδέιξη για τους εγχώριους συναυλιακούς τιμητές ότι δεν υπάρχει φεστιβάλ πουθενά στον κόσμο που να μη χρειάζεται «όνομα-τυράκι». Ήταν τίμιοι, εσωτερικοί, προσανατολισμένοι σ εενορχηστρώσεις με την κιθάρα σε πρώτο πλάνο, ελαφρα λαϊκιστές ούτως ώστε να μην παίζουν μόνο greatest hits αλλά να σταθούν και στα δύο τελευταία άλμπουμ, μια σταθερή αξία που θα μας συνοδεύει για πάντα τουλάχιστον όσο υπάρχει το “Unfinished Sympathy”. Απλά, δύσκολα, θα μας συγκλονίσουν ξανά, όσο εκείνες τις φορές στον Λυκαβηττό. Όπου και να τους δούμε.
Όλα αυτα βεέβαια ου προσπαθώ να περιγράψω, παραλίγο να τιναχθούν στον αέρα. Αφού λίγο έλειψε να μας καταπιεί η μαύρη τρύπα του Despacio. Όπου Despacio, βλέπε τη συνύπαρξη των 2 Many DJs, των βέλγων αδερφών Dewaele, με τον James Murphy της DFA και των LCD Soundsystem, οι οποίοι έπαιξαν και τις τρεις μέρες του Sonar By Day δίνοντας εξάωρα σετ (15.00-21.00) μόνο με βινύλια σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, ντυμένο με το εκπληκτικό state of the art ηχοσύστημα της McIntosh. Το θέμα είναι ότι όλο αυτό συνέβαινε σε μια σκοτεινή οβάλ αίθουσα, στο κέντρο της οποίας δέσποζε μια τεράστια ντισκομπάλα, γενικά ένα περιβάλλον που μπορούσες άνετα να χαθείς. Και οι τρεις έπαιζαν άψογα, σε έναν απίστευτα εκλεκτικό συνδυασμό από disco, classics, αλλά και απρόβλεπτες αλλαγές όπως Chaz Jankel με Beatles, όπως σας περιέγραψε κι ο Σταύρος. Μπαίνοντας εκεί την Παρασκευή καταλάβαμε ότι μπορεί και να βγαίναμε στο τέλος του φεστιβάλ και φύγαμε σχεδόν με το ζόρι. Να σημειωθεί ότι στα αντίστοιχα σετ τους στο Sonar by Night, οι μεν Βέλγοι έπαιζαν ένα απαράδεκτο βαβουριάρικο electro (το «γηπεδικό» στοιχείο που έλεγα πριν), ο δε Murphy κινήθηκε σε safe disco classics πίνοντας κόκκινο κρασί on dexx, επιβεβαιώνοντας ότι ενσαρκώνει απόλυτα τη σνομπ NY pose σε κάπως υπερβολικό βαθμό. Δηλαδή ρε φίλε ζεις μια υπέροχα πολυτελή ζωή ταξιδεύοντας και μιξάροντας δίσκους, μη στραβώνεις που ο μέσος καταλανός clubber θέλει να σε τραβήξει μια φωτογραφία.
Να κρατήσω ακόμα το καταπραϋντικό live του Bonobo μπροστά σε πραγματικά πολύ κόσμο, το κάπως υποτονικό αντίστοιχο του Caribou (εκπληκτική και πάλι εκτέλεση του “Sun”), τον λίγο Theo Parrish που είδαμε ελέω Jon Hopkins, τους Chic που μετανιωσα που δεν τους είδα έστω και για λίγο ως καρτ ποστάλ, το ντουέτο Royksopp & Robyn καθώς και τη Lykke Li που δε μετάνιωσα καθόλου που δεν είδα αφού αποτελούν τις εμπορικές πινελιές ενός κατά τα άλλα cuttin’ edge προγράμματος. Ακόμα, τη φανταστική πίστα με τα συγκρουόμενα που οι Λατέρνατιβ έγραψαν μεγάλες στιγμές (άλλωστε βρεθήκαμε για πρώτη φορά να οδηγάμε –έστω- αυτοκινητάκι) και φυσικά τις συνθήκες άγριου clubbing που επικρατούσαν στο πιο μαζικό Sonar By Night, εκεί που κανένας δε αστειευόταν. Εκεί που ο Matthew Dear έδειξε στον Richie Hawtin ότι ανήκει –μάλλον οριστικά- στο παρελθόν του techno, στον Loco Dice έριξα έναν υπνάκο, στον Todd Terje δε θυμάμαι ακόμα αν πήγα και η σχεδόν 20μελής συμμορία των Rudimental με άφησε άφωνο. Κιθαρίστες, μπασιστες, 2 ντράμερ, χορωδίες, MCs, ερμηνεύτριες και πολλά πνευστά φτιάχνουν έναν ήχο που ξεκινά από τα βρετανικά urban subgenres, φλερτάρει ξεδιάντροπα με την chart pop αλλά συνολικά είναι απίθανα διασκεδαστικό.
Τέλος, με μια εικόνα που περικλείει το πνεύμα, τουλάχιστον του νυχτερινού, Sonar. Είμαστε στην τελική ευθεία με τον βετεράνο Paul Woolford στην σκηνή του SonarLab και ξεκινάει να βρέχει. Διακριτικά, ως παλιόγεροι αποτραβιόμαστε προς την άκρη της ανοιχτής σκηνής με τον Διοσκουρίδη για να πιούμε τη 256η Estrella του τριημέρου, βλέπουμε όμως δίπλα μας τους τρελούς να μην πτοούνται και να πιάνουν χορό της βροχής. Πολύ γρήγορα τους σταματάνε από τη διοργάνωση κι αδειάζουν την σκηνή στο άψε σβήσε. «Για λόγους ασφαλείας» και «μπράβο τους» σκεφτόμαστε, ενώ πλησιάζουμε το (μεγαλύτερο) SonarPub stage, όπου ο Tiga απεκδύεται πλήρως τον electro μανδύα και σφυροκοπεί με techno. Η σκηνή είναι επίσης ανοιχτή και μέσα σε 5 λεπτά γεμίζει, από όλες τις άλλες έρχεται κόσμος, ακόμα κι από τις σκεπαστές. Εμείς μπυρίτσα, κουρέλια που προσπαθούν να χοροπηδάνε ακόμα, αλλά οι Βάκχοι μπαίνουν όλο και πιο πολλοί στην τρέλα. Η βροχή δυναμώνει, ο Tiga σχεδόν βομβαρδίζει την πόλη, τα υπόστεγα αδειάζουν, πλέον η μεγάλη πλειοψηφία εκστασιάζεται βρεγμένη, οι περισσότεροι μάλιστα ξυπόλητοι. Τους χαζεύουμε, είναι μια αξέχαστα διονυσιακή εικόνα (ιδανική για πλάνα αρχείου σε δελτίο ειδήσεων που παίζει τρίλεπτο “rave”) που πρέπει να κρατήσουμε ως τελευταία. Ένα γενναίο σπριντ στη βροχή, μερικοί μεθυσμένοι Άγγλοι που τραγουδάνε Oasis στο λεωφορείο, λίγη τύχη στην ανεύρεση ενώ έχει φτάσει 7 το πρωί, 2 ώρες ύπνος, ένα ξυπνητήρι που δε χτύπησε ποτέ, πρωινό στα πεταχτά, μια πτήση επιστροφής που είναι σαν να μην έγινε και ώσπου να το καταλάβω είμαι στον καναπέ μου. Το Μουντιάλ μπορεί να αρχίσει και για μένα, επιτέλους. Με το Sonar θα τα ξαναπούμε, του χρόνου 18-20 Ιουνίου.