—
Η Σ Κ Λ Α Β Α Σ Ο Υ
του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
—
Άνοιξε τα φτερούγια σου,
άχολο περιστέρι,
και θα να πας γι’ αγάπη μου
σε μακρινό σεφέρι.
Είναι μακρύς ο δρόμος σου,
θα φύγεις μοναχό σου∙
άπλωσε το φτερό σου
και σύρε στο καλό.
Και σα διαβείς τα σύγνεφα
και σαν τα διαπεράσεις,
και μέσα εκεί που κάθονται
τ’ αστροπελέκια φθάσεις,
θυμήσου, περιστέρι μου,
μη σου καεί το ράμμα
όπου βαστάει το γράμμα
και πέσει και χαθώ.
Και σαν ιδείς τα κύματα
από ψηλά ν’ αφρίζουν
και να χτυπούν, να βόγκουνε,
τη γη να φοβερίζουν,
μη γελαστείς, πουλάκι μου,
να πας εκεί σιμά τους∙
τα δόλια τα νερά τους
θα βρέξουν τη γραφή.
Είναι τα κύματ’ άσπλαχνα,
πάντα νερό διψούνε
κ’ επάνω σου θα πέσουνε
σκληρά να καταπιούνε
τα δάκρυα που εστάξανε
εις το χαρτί μου επάνω.
Αχ! Κάλλιο να πεθάνω
παρά να μην τα ιδεί.
Κι αν ίσως και στο δρόμο σου
ψηλά μες στον αιθέρα,
πιστό περιστεράκι μου,
την άνοιξη μια μέρα
τα χιλιδόνια τ’ άχαρα
αν τύχει κι απαντήσεις
να μου τα χαιρετήσεις
μ’ ένα γλυκό φιλί.
Και να τους πεις πού βρίσκομαι,
πώς η καρδιά μου τρέμει,
πώς χάνονται τα νιότα μου
σε τούρκικο χαρέμι.
Και πες στο παραθύρι μου
να μην το λησμονήσουν
και να ‘λθουνε να στήσουν
σιμά μου μια φωλιά.
Κι αν ίσως κι αποστάσανε
και τα ‘βρεις δειλιασμένα
κι από χειμών’ ανέλπιστο
τα ιδείς κυνηγημένα,
θυμήσου, περιστέρι μου,
τη ράχη σου να στρώσεις,
και τα φτερά να στρώσεις,
και τα φτερά ν’ απλώσεις
σαν καραβιού πανιά.
Κ’ εκεί που θ’ αρμενίζετε
και θα κρυφομιλείτε
και μυστικά τον πόνο σας
καθένα θα διηγείται,
θυμήσου, περιστέρι μου,
να πεις στα χιλιδόνια,
πώς έφυγαν δυο χρόνια
όπου είμαι στη σκλαβιά.
Κ’ εκεί που πρωτοφθάσουνε
κ’ εκεί που πρωταράξουν
να παν να πουν στ’ αδέλφια μου
να ‘λθούνε να μ’ αρπάξουν,
και καθ’ αυγή στο λάλημα
κ’ εμέ να μελετάνε
και να τους ενθυμάνε
πως είμαι στην Τουρκιά.
Τότε να τρέξεις γρήγορα
και συ, περιστεράκι,
να πας επάνω στ’ Άγραφα,
στο κλέφτικο γιατάκι,
και να ‘βρεις την αγάπη μου
το Λάμπρο, τη ζωή μου,
και δώσε τη γραφή μου
κ’ ένα φιλί κρυφά.
Και πες του χαιρετίσματα
να μη με λησμονήσει,
πως είμαι νια κ’ είμ’ όμορφη
σαν το νερό στη βρύση,
και πως με κινδυνεύουσι
και πως με τυραγνούσι
και χίλιοι καρτερούνε
μια μόνη μου ματιά.
Κι αν ίσως και τα νιότα μου
ακόμα τα θυμάται,
κι αν ίσως και σαν όνειρο
με βλέπει σαν κοιμάται,
πες του, περιστεράκι μου,
να ζώσει το σπαθί του,
κ’ η μαύρ’ η Αρετή του
τρομάζει τη σκλαβιά.
Τ’ αγιούλι του αν το κόψουνε
και του το μυριστούνε,
τα ρόδα μου αν αχνίσουνε
κι αν ίσως μαραθούνε,
να μη μόχει παράπονο
να μην τονε πικραίνει…
Τα νιότα τα μαραίνει
σκλαβιά και μοναξιά.
Ποιήματα και πεζά, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, εκδόσεις Ίκαρος