Η Ψ Υ Χ Η Μ Α Σ, Κ Α Π Ο Τ Ε
του Μάνου Ελευθερίου
Καθόμουν ήσυχος, φαίνεται, με τα φτερά διπλωμένα, όπως
οι τρελοί πριν απ’ τον παροξυσμό τους.
Δίπλα μου μια γυναίκα παρίστανε την αθάνατη.
Το εννοούσα από τους κήπους που σήκωνε το κεφάλι της
και τα καφενεία ριγμένα στους ώμους.
Ύστερα ήρθε κάποιος ντυμένος τη θάλασσα.
Το πρόσωπό του χαμένο μέσα σ’ εκείνο που αισθανόταν.
Μου ζήτησε φωτιά. Κάτι ν’ ανάψει. Όχι τσιγάρο, μια μέ-
γάλη φωτιά, φαντάστηκα.
Κοιτάζοντας τις φλέβες των χεριών του
και η ψυχή μας κάποτε είναι χορταριασμένη, σκέφτηκα.
Από την συλλογή «Αναμνήσεις από την Όπερα», 1987