Τότε που η Παμβώτιδα πάγωνε, — θα μου επιτρέψετε μέρα που είναι, «ημέρα των νερών», να ξεκινήσω μιλώντας για την βασίλισσα των λιμνών, μια και η αφεντιά μου, στην ερώτηση «που γεννήθηκες παιδί μου;» δεν απαντάει «στη γωνιά κοντά στο τζάκι» αλλά «στο νερό κοντά στη λίμνη» — τότε λοιπόν που η λίμνη Παμβώτις πάγωνε σε βάθος μέτρων, την εποχή του Ντουραχάν Πασά, του Μπειλέρ-μπεη που πέρασε μες στον ανεμοστρόβιλο με ολόκληρο το τάγμα του και τα σιδερικά του μαζί από τη μια όχθη της Δραμπάτοβας ως την απέναντι, τα νερά της δεν είχαν ακόμη καθαγιασθεί. Ωστόσο, τέσσερις αιώνες αργότερα, φρόντισε γι’ αυτό ο Αλής στέλνοντας στο βυθό της, τα παγερά μεσάνυχτα της έβδομης ημέρας του Γενάρη του 1801, όχι ένα, ούτε δύο, ούτε καν τρία, αλλά δεκαεφτά ολάκερα κορμιά αλαφροπάτητων κοριτσιώνε — της ωραίας Φροσύνης και των δεκαέξι εξίσου «ευ-φρόσυνων» καλλονών — χωρίς ούτε «ένα καντάρι ζάχαρη να ρίξει μες στη λίμνη για να γλυκάνει το νερό, να πιούνε οι δεκαεφτά μαζί με τη Φροσύνη». ΄Εκτοτε — και ενώ την ώρα που «τραβάει αγέρας και βοριάς και κυματάει η λίμνη να βγάλει τες αρχόντισσες και την κυρα-Φροσύνη» οι κάτοικοι του κάστρου στα Γιάννινα ξυπνάνε μεσονυχτίς ακούγοντάς τες να προσεύχονται — η μυθιστορία της ερωμένης του Αλή και του Μουχτάρ παραμένει σταθερός μάρτυρας της αγιοσύνης των νερών της, δαιμονοποιώντας την ίσως ισχυρότερα ακόμη και από τις γιορτινές ψαλμωδίες που θα ακουστούν σήμερα στην ίδια ακριβώς όχθη, εκεί όπου ξεκίνησε η πομπή των θρηνωδών λέμβων με τις κυράδες χειροπόδαρα δεμένες για να ριχτούν χωρίς καμιά ελπίδα φυγής στη δίνη των νερών της, πράγμα βέβαια που επ΄ουδενί θα συμβεί για τους σημερνούς δεκαεφτά –ίδιος ίσως και ο αριθμός– αυτών που θα ριχτούν από την βενζινάκατο λέμβο στα ίδια παγωμένα νερά της Παμβώτιδος να αδράξουν τον σταυρό ενώ στην όχθη οι τελετάρχες θα υμνωδούν ευλογώντας τους, «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», σε υπό το μηδέν θερμοκρασίες πάντα, και μέσα και έξω από το νερό – και όπως ολοζώντανος ο νόστος φέρνει ξεκάθαρη την εικόνα τους τώρα εδώ μπροστά στα μάτια μου: παιδί ανεβασμένο στις ωμοπλάτες του πατέρα μου να εύχομαι από μέσα μου την πρωτιά σε κάποιον ωραίο βουτηχτή της αρεσκείας μου. Από παιδιά τότες στον τόπο μου συμμεριζόμασταν την ευλογία των νερών ξεκινώντας από τις όχθες της Παμβώτιδας και φτάνοντας ως τα ποτάμια του Αώου και του Βοϊδομάτη, όπου εκτός από την τέχνη της κολύμβησης σε παγωμένα ρεύματα σπουδάζαμε και την αγαπημένη τέχνη της αφήγησης με πρωταγωνιστές πάντα, και πόρνες και αγίους, συναυτουργώντας μάλιστα σε τελετουργίες και θαύματα δίπλα και μέσα στο νερό και με παραμυθίες που έρχονται και φτάνουν ως εμάς από τα πολύ πιο πριν, από τα χρόνια των Νυμφών και των Θεών.
Το νερό, αναγνωρισμένο από τον Θαλή ως δομικό στοιχείο του κόσμου και φυσικό στοιχείο με ιδιότητες έμψυχου και έμβιου, λογιζόταν κάποτε ως θεόμορφος ωκεανός ή ως θεογονικό ποτάμι με πρόσωπο άλλοτε φιδιού κι άλλοτε ταύρου και ακόμη λογιζόταν ως οι άπειρες Ωκεανίδες με τα λεπτά σφυρά, κυρίες των πηγών – ίσαμ’ εκείνη τη μικρή νύμφη Εφυδατίη που ρούφηξε τον ερωτοχτυπημένο Ύλα στα νερά της όταν εκείνος πρότεινε την υδρία του στα βάθη της. Στους τόπους όπου η αναλογία νερού και εδάφους είναι υπέρ του πρώτου και όπου οι αντανακλάσεις του, ποικίλες και ιστορικές, αποσπούν την σκέψη σου καθώς τριγυρνάς ανάμεσα στις θίνες, στα κανάλια και στις όχθες συμβαίνει ίσως, μια Νύμφη, από τις τελευταίες που έχουν απομείνει, να σε ακολουθήσει. Λένε τότε πως αν γυρίσεις και την κοιτάξεις καταπρόσωπο, χάνεις τα λογικά σου και στη γλώσσα των ποιητών «ακολουθείς τα πνεύματα των νερών». Ωστόσο δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας. Στο κάτω κάτω και από όσα διηγείται ο Ραψωδός πρόκειται για αποπλάνηση κοινού θνητού με όλους τους κανόνες της φύσης και της μεταφυσικής και που δένει βέβαια και αναμφίβολα με τη μέρα του «αγιασμού των νερών» — μεγάλη η χάρη τους — είτε με την «ακολουθία» των Νυμφών είτε με αυτή των Θεο-φανείων.