Η Μυστική Λέσχη (El Club) *****
Χιλή, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Pablo Larraín
Πρωταγωνιστούν: Roberto Farías, Antonia Zegers, Alfredo Castro
Διάρκεια: 96’
Τέσσερις ιερείς υπό την «επίβλεψη» μιας καλοσυνάτης μοναχής ζουν μια ήσυχη μεν, καθόλου ασκητική ζωή δε στα παράλια μιας θλιβερής πόλης. Μετά την άφιξη και την αυτοκτονία ενός νέου ιερέα στο ταπεινό τους σπίτι, η Εκκλησία στέλνει τον Πάτερ Garcia για να ανακαλύψει τι πραγματικά έγινε. Αν και κρύβουν την αλήθεια, φοβούμενοι το τέλος της άνετης ζωής τους, οι πέντε λιποτάκτες θα φέρουν στην επιφάνεια τις ιστορίες για τις οποίες ζητούν εξιλέωση. Δυσάρεστο, καυστικό σχετικά με τη φύση της οργανωμένης θρησκείας και με έντονη νοσηρότητα από την αρχή μέχρι το τέλος του, θα έκανε τον Buñuel περήφανο για τις πνευματικές (και μόνο αυτές ίσως) διδαχές του.
Μια από τις ταινίες που κέντρισαν το ενδιαφέρον του κοινού στις Νύχτες Πρεμιέρας φέτος ήταν η Μυστική Λέσχη (El Club) του Pablo Larraín. Η στροφή του ενδιαφέροντος προς τη μεριά του ήταν αναμενόμενη αν αναλογιστούμε ότι είναι ο ίδιος σκηνοθέτης που το 2012 κριτίκαρε με κεφάτο τρόπο τη δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή, οπότε όσες προσδοκίες περί άλλης μιας ψυχαγωγικής αλλά πολυεπίπεδης ταινίας θεωρούνται δικαιολογημένες. Είναι και πρόσφορο το έδαφος για μια σουρεαλιστική κριτική στη θρησκεία, οπότε ίσως να τον δούμε να οργιάζει. Ήταν, όμως, ευχάριστη σαν εμπειρία;
Μιλώντας προσωπικά και δεδομένων των δικών μου σημείων ανοχής, όχι, δεν τη θεώρησα ούτε λεπτό ως κάτι που θα έβλεπα για ποιοτικό μα συνάμα εύληπτο κινηματογράφο. Μπορεί να αναγνωρίζω τις γενναίες δόσεις μαύρου χιούμορ με τις οποίες έθρεψε το σενάριό του, αλλά θεωρώ πως είναι μια εμπειρία που συναισθηματικά και νοηματικά σε καταβάλλει. Προσφέρει άπλετο κυνισμό σχετικά με τη φύση της θρησκείας και της πίστης και δε συγχωρεί κανέναν. Μα κανέναν. Και όσες εμπνευσμένες ατάκες και αν υπάρχουν για να δίνουν στιγμές σχεδόν ευχάριστες, ο κόσμος δε θα σταματήσει ποτέ κατά τη διάρκεια της μέρας να είναι τυλιγμένος σε αυτό το σχεδόν βρετανικό γαλάζιο της θολής ομίχλης, το οποίο αντικαθίσταται από τα άσχημα κίτρινα νυχτερινά φώτα και το άρρωστο χρώμα που εκπέμπουν.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια της ταινίας, το στοιχείο της πρόκλησης δε σταματά να υφίσταται. Και όσο αστεία ακούγεται στην αρχή της ταινίας μια αρκούντως περιγραφική κραυγή με θέμα την παιδεραστική περίπτυξη, όσο περνάνε τα λεπτά και οι ιστορίες βγαίνουν στη φόρα, τόσο αρχίζουν να ενοχλούν με την ανατριχιαστική τους φύση. Δε βοηθά σχεδόν καθόλου, επίσης, το γεγονός πως οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες δε δείχνουν να έχουν καμία διάθεση μετάνοιας σε σχέση με τα πεπραγμένα τους και τα μόνα κριτήρια που τους οδηγούν στο ευλαβές φαίνεσθαι (γιατί για το είναι ούτε λόγος) είναι απόλυτα ιδιοτελή. Από την άλλη, οι απόλυτα ευλαβείς και βασανισμένοι άνθρωποι, δε βγαίνουν ποτέ ασπροπρόσωποι, συνεχίζοντας να αποτελούν θύματα καταδίωξης τόσο από τον περίγυρο όσο και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Όταν, δε, πλησιάζουμε στο τέλος, εκεί είναι που θα περάσουμε στον απόλυτο ζόφο. Που η όποια ελπίδα για δικαιοσύνη θα αρχίσει να εκλείπει. Και έστω ότι υπάρχει μια δόση νέμεσης στο τέλος, δε θα είναι αρκετή ώστε να φωτίσει τις θαμπές ακτές της παραθαλάσσιας πόλης. Η μουσική του Arvo Pärt πρώτη φορά ακούγεται τόσο ειρωνικά χρησιμοποιημένη, το σημαινόμενό της τόσο αντεστραμμένο σε σχέση με το τι πραγματικά πρεσβεύει.
Επιπλέον, οι βασικοί χαρακτήρες, παρά την έλλειψη ρεαλισμού που τους διακρίνει, δε σταματούν να είναι ολοκληρωμένοι, έστω στο βαθμό των συμβόλων που αντιπροσωπεύουν. Οι λιποτάκτες (εκτός του ενός που είναι χτυπημένος από άνοια) είναι πραγματικά καθάρματα –με επιφύλαξη για τον Πάτερ Vidal, ο οποίος ενδεχομένως να είναι ο άνθρωπος που ήλπιζε να βρει καταφύγιο και τελικά αφομοιώθηκε- και όχι καρικατούρες. Ο Garcia εκπροσωπεί την υποθετικά πραγματική όψη της θρησκείας, όπως θα έπρεπε να είναι, ενώ ο Sandokan ξεκινά ως ο σαλός αποδιοπομπαίος τράγος που αναζητά την κάθαρση, για να αφήσει υπόνοιες ένταξης σε ένα σύστημα που αρχικά του προκαλούσε προβλήματα. Εξαιρετικά ερμηνευμένοι, δίνουν σάρκα και οστά στο σουρεαλιστικό σύμπαν που αναρωτιέται σχετικά με την πραγματική φύση της θρησκείας. Που εντάσσει με βλάσφημη αλλά ταιριαστή και ίσως γνήσια θρησκευτική διάθεση παραλλαγές εικόνων όπως της Πιετά στο σύμπαν του.
Θα την ξαναέβλεπα; Πιθανότατα όχι, η μια φορά ήταν υπεραρκετή προκειμένου να αφήσει το στίγμα της και να εκκινήσει το ρου του στοχασμού που επιδιώκει. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως ενδεχομένως κάποιος άλλος θα εξακολουθεί να την αναζητά ακόμα και μετά το τέλος της. Ίσως η καλύτερη μέχρι στιγμής του Larraín, με επιφύλαξη.
Μαργκερίτ (Marguerite) *****
Γαλλία, Τσεχία, Βέλγιο, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Xavier Giannoli
Πρωταγωνιστούν: Catherine Frot, Christa Théret, André Marcon
Διάρκεια: 127’
Στην αυγή της εμβληματικής δεκαετίας του 1920, η παθιασμένη με τη μουσική αλλά καθόλα παράφωνη Margerite Dumont πραγματοποιεί μια ακόμα ερμηνεία η οποία «ενθουσιάζει» το κοινό που ανέκαθεν την έβρισκε διασκεδαστική –με την κακή έννοια. Το άρθρο ενός δημοσιογράφου, αν και ειρωνικό, θα σταθεί ως η αφορμή για να κάνει το μεγάλο βήμα προς το κυνήγι της καριέρας που μια ζωή ονειρευόταν, ξεκινώντας τις πρόβες για το πρώτο της ρεσιτάλ μπροστά σε ευρύ κοινό. Μια ταινία σίγουρα συμπαθητική και τρυφερή στην ψυχή για τα πάθη, τους outsiders, τα όνειρα και πώς να τα κυνηγήσουμε. Αλλά πλην του συναισθήματος, υπάρχει και μια ακόμα ιδιαιτερότητα για την οποία αξίζει κανείς να την παρακολουθήσει και αυτή δεν είναι άλλη από την υπέροχη ερμηνεία της Catherine Frot στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μια ερμηνεία πραγματικά αισθαντική και φιλόδοξη για την οποία μπορείς να συγχωρήσεις την όποια τυπικότητα θα συναντήσεις σε όλη την υπόλοιπη ταινία. Υπέροχα.
Ο Σνούπι και ο Τσάρλι Μπράουν – Πίνατς: Η Ταινία (Peanuts)
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Steve Martino
Με τις φωνές των: Noah Schnapp, Bill Melendez, Francesca Capaldi
Διάρκεια: 93’
Στην πόλη του Charlie Brown, του αθεράπευτα γκαφατζή ήρωα, μετακομίζει η Όμορφη Κοκκινομάλλα. Ο έρωτάς του γι’ αυτήν θα είναι κεραυνοβόλος, αλλά οι ανασφάλειές του και η ανάλογη φήμη του θα τον κρατήσουν πίσω. Μαζί με τον Snoopy, θα έρθουν αντιμέτωποι με τους μεγαλύτερους αντιπάλους τους, ο μεν με τους φόβους του και ο δε με τον Κόκκινο Βαρώνο, τον αντίπαλο πιλότο της φαντασίας του. Αν Τα Μυαλά Που Κουβαλάς ήταν το πιο ώριμο καρτούν της φετινής σοδειάς, αυτό είναι το πιο όμορφα νοσταλγικό. Σέβεται τους χαρακτήρες που φέρνει ξανά σε κίνηση και διατηρεί τα gags χωρίς πολλούς νεωτερισμούς, κρατώντας ατόφιο το πνεύμα του εκλιπόντα Charles Schulz. Αλλά το βασικό του προτέρημα, πέραν του χιούμορ και των σωστά αποδοσμένων πολυαγαπημένων χαρακτήρων είναι άλλο: αυτή η ζέστη στην καρδιά και η συγκίνηση που προσφέρει γενναιόδωρα. Βαθμός δεν μπαίνει, ωστόσο. Οι νεκροί δεδικαίωνται.
Δίδυμοι Θρύλοι (Legend) *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Brian Helgeland
Πρωταγωνιστούν: Tom Hardy, Paul Anderson, Emily Browning
Διάρκεια: 131’
Τη δεκαετία του ’60, τα αδέρφια Ronald και Reggie Kray χτίζουν κομμάτι-κομμάτι την κυριαρχία τους στον υπόκοσμο του Λονδίνου. Αντίπαλοί τους, οι αδερφοί Richardson, οι οποίοι δεν είναι αρκετοί για να σταματήσουν την επέλασή τους και τη χλιδάτη ζωή που διαγράφεται όσο ολοένα και περισσότερες πόρτες ανοίγονται και η μεγάλη ζωή δεν αποδεικνύεται ένα άπιαστο όνειρο. Μπορεί ο Tom Hardy να είναι ένας από τους σημαντικους ηθοποιούς των καιρών μας, αλλά η διπλή του ερμηνεία δεν επαρκεί για να πούμε τη συγκεκριμένη ταινία ως το πλέον χαρακτηριστικό γκανγκστερικό φιλμ, όταν πάσχει σε σενάριο, ρυθμό και πλοκή. Διότι, αν και σε σημεία καταλήγει ικανοποιητικό, υστερεί σημαντικά στο μπρίο και τη δόμηση που έκαναν ανάλογες μαφιόζικες ταινίες να διαπρέψουν και την υφήλιο να συμπαθήσει ανθρώπους των συγκεκριμένων κυκλωμάτων. Και, για να είμαστε και ειλικρινείς, 130 λεπτά είναι πολλά για αυτό που εν τέλει θέλει να διηγηθεί, ενώ οι χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα πειστικοί.
Μου Λείπεις Ήδη (Miss You Already) *****
Ηνωμένο Βασίλειο, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Catherine Hardwicke
Πρωταγωνιστούν: Drew Barrymore, Toni Collette, Dominic Cooper
Διάρκεια: 112’
Οι ζωές της Milly και της Jess είναι συνυφασμένες με την κολλητή τους φιλία. Μπορεί πλέον να μην είναι παιδιά, αλλά δε σταματούν να τρέφουν βαθιά συναισθήματα η μια για την άλλη, ακόμα και όταν οι ζωές τους έχουν πάρει άλλη ρότα. Όταν, όμως, κάποια γεγονότα παρουσιαστούν ως δοκιμασία θα καταφέρουν να διατηρήσουν αυτό το πολυετές δέσιμο; Γλυκό μεν, όχι ξεχωριστό ή μη-κοινότυπο δε. Σίγουρα μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα, αλλά μετά το πέρας της ταινίας και του χρόνου ο αντίκτυπος θα είναι ο ίδιος; Μάλλον για προσωρινό «φούντωμα» φαίνεται. Ευχάριστο, αλλά με όριο.
Ευρώπη ’51 Η Μεγαλύτερη Αγάπη (Europa ’51)
Ιταλία, 1952, Ασπρόμαυρο
Σκηνοθεσία: Roberto Rossellini
Πρωταγωνιστούν: Ingrid Bergman, Alexander Knox, Ettore Giannini
Διάρκεια: 113’
Συνεργασίας Roberto Rossellini και Ingrid Bergman συνέχεια με άλλο ένα στιλάτο μελόδραμα της δεκαετίας του ’50, σχετικά απομακρυσμένο από το νεορεαλισμό στιλιστικά (για μια ακόμα φορά έχουμε την παρουσία μιας πασίγνωστης ηθοποιού αντί για ερασιτέχνες και φτιαχτά, στουντιακά σκηνικά) αλλά με παρούσες τις κοινωνικές ανησυχίες του σκηνοθέτη. Μετά την απόπειρα αυτοκτονίας και το θάνατο του γιού της, η Irene εγκαταλείπει την ασφάλεια της πλουσιοπάροχης ζωής που της προσφέρει ο βιομήχανος σύζυγός της, George. Με τη βοήθεια του κομμουνιστή ξαδέρφου της, Andrea, αποφασίζει να ξεπεράσει την κατάθλιψή της, βοηθώντας άπορους ανθρώπους στις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Αυτό, όπως είναι αναμενόμενο, θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον γάμο της. Ίσως κάποιοι το θεωρήσουν ξεπερασμένο και όχι ένα από τα δυνατότερα δείγματα γραφής του σκηνοθέτη, αλλά αν ειδωθεί ως κομμάτι μιας εποχής, προφανώς και θα κατανοηθεί καλύτερα μέσα από την απλότητά του.