Μπορεί να είναι αντιφατικό αλλά στο Glastonbury δεν πας για να ακούσεις την αγαπημένη σου μπάντα (εγώ anyway που δεν πετάω τη σκούφια μου για τους Arctic Monkeys π.χ.). Πας όμως για το πενθήμερο πάρτυ, το οποίο αρχίζει απο τα ξημερώματα της Τετάρτης στην ατελείωτη ουρά για να μπεις στο χώρο του φεστιβάλ, και που παρά την ορθοστασία/αναμονή/νύστα/κουβάλημα όλου σου του βιός, υπήρχαν παρέες που τις έπιναν τις μπυρούλες τους (και γιατι όχι θα μου πεις «καλοκαιιιιιιρι είναι», όχι στην Αγγλία, σε κάποιες άλλες χώρες νοτιότερα). Μετά λοιπόν από τις 2 πρώτες βασανιστικές ώρες που ήσουν έξω από το φεστιβάλ, αλλά όχι ΣΤΟ φεστιβάλ, επιτέλους βρισκόσουν μέσα. Μέσα, δηλαδή έξω, σε μια γιγαντιαία έκταση 900 στρεμμάτων να προσπαθείς να αποφασίσεις που θα στήσεις την σκηνή σου για να μην είναι πολύ κοντά στα μεγάλα stages, αλλά ούτε και πολύ μακριά (κι αν χρειαστείς έναν καφέ;). Οπότε τελικά στήσαμε 200 μέτρα από την είσοδο γιατί ήμασταν νεκρές από το πολύ κουβάλημα.
Και μετά αρχίζουν 2 μέρες που δεν έχει μεγάλες συναυλίες, μόνο κάτι μπάντες που έπαιζαν σε stages τύπου υπερυψωμένα παγκάκια, οπότε το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να γυρίζεις γύρω γύρω και να ακούς από punk μέχρι αφρικανικά συγκροτήματα, που όλοι χόρευαν και όλοι περνούσαν ήδη τέλεια, γιατί αυτές οι μικρές μπάντες έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο φεστιβάλ. Αυτές τις 2 πρώτες μέρες έχεις και την ευκαιρία να γυρίσεις το Glastonbury, να δεις από τα Green Fields, που μαζεύονται όλοι οι hippies και φτιάχνουν καπέλα απο papier masse και κάνουν μασάζ μεταξύ τους μέχρι το Shangri La, και γενικά το νοτιοανατολικό τμήμα του φεστιβάλ, που κινείται τελείως ανεξάρτητα. Με ηλεκτρονική μουσική να παίζει 24/7 και γιγαντιαίες κατασκευές κτιριών με καρφωμένα λεωφορεία στην πρόσοψη (σε φυσικό μέγεθος), και creepy γιγαντιαία μωρά.
Έφτασε λοιπόν η τρίτη μέρα, η μέρα που άρχισε να βρέχει. Όταν λέω να βρέχει εννοώ 7 ώρες χωρίς διακοπή, η οποία μετέτρεψε ό,τι κάποτε ήταν πράσινο σε λάσπη. Περιμέναμε 1 ώρα, ενώ έριχνε χαλάζι, να αρχίσουν οι Interpol και κανείς δεν κουνήθηκε, μάλλον γιατί κανέναν δεν ένοιαζε να προστατευτεί, μόνο να ακούσει το “Untitled”. Οκ μας αποζημίωσαν. Βέβαια όλοι σε αποζημιώνουν, είτε σ’αρεσουν είτε όχι, γιατί το κοινό είναι φανταστικό, πολύ πωρωμένο, κι όταν βγαίνει στη σκηνή η εκάστοτε μπάντα πωρώνεται και αυτή με τη σειρά της γιατί έχει κοινό 300.000 ατόμων και δίνει το καλύτερο live που θα μπορούσε. Οπότε αν όντως τύχει και κάποιοι από τους -δεκάδες, κακά τα ψέμματα- headliners είναι από τους αγαπημένους σου δεν υπάρχουν καλύτερες συνθήκες να τους δεις (και επίσης είναι τόσο χαριτωμένο που ανεβαίνουν στο stage, βλέπουν τον κόσμο, τους ξεφεύγει ένα “wow” και βγάζουν το κινητό τους και φωτογραφίζουν τη λαοθάλασσα).
Κι αφού τελείωσε -συναυλιακά- η μέρα, καθίσαμε να ξαποστάσουμε. Αλλά 4 κορίτσια, η αλήθεια είναι ότι τραβάνε κόσμο γύρω τους. Έτσι εκεί που καθόμασταν ήσυχα ήσυχα, ήρθε ένας τύπος κι άρχισε να κάνει τούμπες, να σκάβει λαγούμια, να ζωγραφίζει στον αέρα, να βρίζει τους χίπηδες και τον συμπαθήσαμε. Είχε χάσει τη σκηνή του λέει, αλλά οκ θα την βρίσκαμε γιατί ήταν μπλε. Τελικά ήταν ο ντράμερ των Fat White Family. Οπότε εξαιτίας αυτού είδαμε και ένα απο τα καλύτερα live στο φεστιβάλ, την επομένη.
Αντί πρωινού, είδαμε Blondie, λίγες μέρες πριν τα 69α γενέθλιά της Debbie Harry. Την ίδια μέρα, σε ένα μικρότερο stage πάνω σε ένα λόφο έπαιζαν οι Mogwai, οι οποίοι ήταν τόσο απολαυστικοί που άκουσα όλο το live με κλειστά μάτια. Όταν τελείωσαν συνειδητοποιήσαμε ότι σε 24 ώρες τελειώνει και το Glastonbury, και τότε αποφασίσαμε να δούμε από που προέρχονται κάτι φλόγες που πετάγονταν περιοδικά πίσω από ένα λόφο. Ανακαλύψαμε ότι προέρχονταν από μια τεράστια μεταλλική αράχνη, που σε όλες θύμισε το War of the Worlds και τελικά ήταν stage και λεγόταν Arcadia. Ναι, stage ηλεκτρονικής ήταν. Με αυτό το mood περάσαμε από Skrillex, ο οποίος είχε πάνω στο stage ένα τεράστιο διαστημόπλοιο. Ο κόσμος από κάτω εκστασιασμένος, εμείς αναρωτιόμασταν αν έχουμε παραισθήσεις μετά το Arcadia και τελοσπάντων γιατί δεν τον έβαλαν μέσα στο διαστημόπλοιο και πάνω στην αράχνη μόνο και μόνο για να μετρήσουν τα “wtf”.
Τελευταία μέρα. Πήγαμε σε όσα περισσότερα live μπορούσαμε. Ξεκινήσαμε από The Subways, πρωί πρωί, οι οποίοι χοροπηδούσαν, έκαναν stage diving, έλεγαν αστειάκια κι εμείς ακόμα δεν είχαμε πιει καφέ, ενεργητικότατοι. Συνεχίσαμε με White Lies, τους οποίους βρήκα φοβερούς φλώρους, but that’s just me. Και έφτασε η ώρα που όλοκληρο το φεστιβάλ μαζεύτηκε σε ένα μέρος, στην Dolly Parton. Καταφέραμε να φτάσουμε 900 μέτρα από τη σκηνή! Ακούσαμε το “Jolene” και φύγαμε. Στα 20 λεπτά που κάναμε να απεγκλωβιστούμε, ακούσαμε και όλη την ιστορία της ζωής της ξεκινώντας από τα παιδικά της χρόνια μέχρι και σήμερα που ικέτεψε την Jolene να έρθει να πάρει τώρα τον άντρα της, αν της ήταν εύκολο. Σε ακτίνα 1,5 χιλιομέτρου από την Pyramid Stage ήμασταν ελεύθερες και τρέξαμε στον -φαινομενικά εγκαταλελειμμένο- χώρο του φεστιβάλ να προλάβουμε τους The Horrors, οι οποίοι ήταν φανταστικοί και δε θέλαμε να τελειώσει το live. Λίγο πριν τελειώσει το φεστιβάλ είδαμε τους The Brian Jonestown Massacre που ήταν σαν μάθημα επαγγελματικού προσανατολισμού για μένα αφού αποφάσισα όταν μεγαλώσω να παίζω ντέφι γι’ αυτούς, μιας και ο ντεφίστας(!) τους ήταν επιπέδου Bill Murray cool. Το φεστιβάλ έκλεισαν οι Kasabian, αλλά εμείς εκέινη την ώρα χορεύαμε μπροστά σε ένα μικρό stage που έπαιζαν ή οι Rum Buffalo ή οι Bubbledubble, δε θα μάθουμε ποτέ. Επίσης, γυρίσαμε ολόκληρο το φεστιβάλ με τα πόδια, καθίσαμε σε κάτι καναπέδες γύρω από μια φωτιά που μια ηλικιωμένη χίπισσα έλεγε ιστορίες, δεν κοιμηθήκαμε, πήγαμε σε ένα stage που λεγόταν Stock Market που ο DJ φορούσε κοστούμι και μοίραζε χαρτιά στο κοινό για να τα υπογράψει, βγάλαμε φωτογραφίες με τα creepy γιγαντιαία μωρά και καταβάλλαμε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μην πέσουμε στη λάσπη (μάθαμε και την πραγματική χρήση της γαλότσας).
Το πιο εντυπωσιακό του φεστιβαλ; Δεν είναι γεμάτο με χίππηδες.
ακόμα περισσότερες φωτογραφίες στην παρακάτω γκάλερι
«Μη νομίζετε, το Glastonbury δεν είναι γεμάτο χίπηδες»