Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Μ Ε Τ Α Μ Α Υ Ρ Α Μ Α Λ Λ Ι Α
του Γ. Ξ. Στογιαννίδη
Ήταν γυναίκα και κίονας μαζί
τα μαλλιά της κατάμαυρα κάπνιζαν μέσα στο φως.
Τις νύχτες καίγοντας τα σεντόνια στη μοναξιά της
άφηνε εγκαύματα τρυφερά στο κορμί της.
Το πρωί τα πετούσε στη θάλασσα, άχρηστα
κι εκείνα ταξίδευαν μαύρα πανιά.
Όμως εκείνη δε τα λογάριαζε.
«Είναι μια μπόρα καλοκαιρινή, δεν είναι σάβανα»
απαντούσε
κι η γυναίκα πιο θηλυκιά, σήκωνε τους αγκώνες της
κι έδενε τα μαλλιά της
σ’ εκείνο το ρημαγμένο ακρογιάλι.
Οι σύντροφοι της που δεν πέθαναν όλοι
έρχονται συχνά μες στον ύπνο της,
κουβεντιάζουν σιγά, τυφλωμένοι
από ένα φως που δε λέει να βασιλέψει ακόμη.