Προσωπικοί δίσκοι: 24. Συμμετοχές σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών: 29. Επαγγελματική καριέρα: 28 χρόνια. Συνεργασίες με Χάρις Αλεξίου, Δημήτρη Μητροπάνο,  Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Γιώργο Νταλάρα, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Νίκο Πορτοκάλογλου, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Μανώλη Λιδάκη, Νίκο Αντύπα, Δημήτρη Παπαδημητρίου, Δημήτρη Μπάση, Κώστα Μακεδόνα και άλλους. Επίσης έχει συνεργαστεί σε συναυλίες και δισκογραφικά στα σημαντικότερα έργα του Μίκη Θεοδωράκη, του Γιάννη Μαρκόπουλου, του Θάνου Μικρούτσικου και του Μίμη Πλέσσα. Το βιογραφικό του Γιάννη Κότσιρα δεν είναι απλώς πλούσιο. Είναι εντυπωσιακό. Στις πρόβες στην ανανεωμένη, χάρη στον Κωνταντίνο Ρήγο, «Ακτή Πειραιώς» ο Γιάννης Κότσιρας ακούγεται τόσο άρτιος που σχεδόν αναρωτιέσαι αν ακούς το cd. Άρτιος αλλά όχι άψυχος. Ίσως ακριβώς γι’ αυτό το βιογραφικό του είναι αυτό που είναι και παραμένει όρθιος σε μια εποχή πολύ διαφορετική από αυτή που ξεκίνησε.

Είχες ξεκινήσει την καριέρα σου δίπλα στην Ελευθερία.  Από το 1990 δούλευα στο Περιβόλι του Ουρανού όπου έλεγα ρεμπέτικα. Με άκουσε εκεί το 1995  ο Άγγελος Σφακιανάκης και με πρότεινε σε δύο ανθρώπους: στην Ευανθία Ρεμπούτσικα και στην Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ήταν η αρχή των πάντων. Πήγα στο σπίτι της Ελευθερίας, είχε έναν πιανίστα, με άκουσε σε δύο τραγούδια και γύρισε και μου είπε “Welcome to the group”.

Θυμάσαι τα συναισθήματα σου την ώρα που πήγαινες προς το σπίτι της Ελευθερίας και την ώρα που άκουσες το “Welcome to the group”; Επειδή είχα ήδη πέντε χρόνια στη δουλειά κι επειδή αυτός ο χώρος δεν φημίζεται για τη συνέπειά του το πίστεψα μετά. Εκείνη την ώρα είχα χαρεί πολύ γιατί το βλέμμα της και το ύφος της έδειχναν ότι της άρεσε πολύ αυτό που άκουσε και αυτό ήταν το σημαντικό για μένα. Όταν μετά από περίπου μία εβδομάδα έλαβα το τηλεφώνημα που μου έλεγε «Να δούμε τι τραγούδια θα πεις» τότε το πίστεψα.

Ακούγεσαι πολύ προσγειωμένος. Έτσι είμαι. Πάω με αυτό που έχω και όχι με αυτό που μου έταξαν.

Αυτό το κάνεις για να μην απογοητεύεσαι; Είναι ο χαρακτήρας μου. Πιθανόν το κάνω και για να μην απογοητεύομαι. Έτσι όμως έχω μάθει, έτσι έχω μεγαλώσει.

Έτσι πορεύεσαι; Στα πάντα. Σαν να μην υπάρχει αύριο δηλαδή.

Υπάρχει κι ένας άγχος χρόνου σε αυτό; Να προλάβεις; Αντιθέτως, επειδή δεν ξέρω τι θα συμβεί αύριο δεν έχω άγχος χρόνου. Οπότε απολαμβάνω αυτά που έχω κι αυτά που μου έρχονται και τα ζω όσο περισσότερο γίνονται.

Πες μου λίγο για το ντουέτο με την Ελευθερία, το τραγούδι «Δυο Ζωές». Ανακαλύψαμε με την Ελευθερία ότι ενώ είναι η τραγουδίστρια που έχω δουλέψει μαζί της πιο πολύ απ’όλες δεν έχω μαζί της ένα κοινό τραγούδι. Σκεφτόμασταν «τι να πούμε, τι να πούμε» και τότε ανακαλύψαμε αυτό το τραγούδι του Γιώργου Καραδήμα και της Λήδας Ρουμάνη. Το δοκιμάσαμε στο σπίτι με μια κιθάρα και μας άρεσε πάρα πολύ. Πέρα του ότι είναι έτσι κι αλλιώς ένα ευχάριστο τραγούδι έχει στοιχεία κι από τους δυο μας και το στοιχείο της συνάντησης.

Ξεκίνησες πάνω που το έντεχνο έκανε το μεγάλο μπουμ. Τότε μόλις έβγαινε ο Αλκίνοος και το έντεχνο δεν είχε ακόμη μεγάλη δύναμη. Ήταν η εποχή των «Βαρελάδικων», των ελληνάδικων. Αυτό ήταν το must της εποχής. Όταν βγήκε ο Αλκίνοος, μετά εγώ κι αμέσως μετά ο Μπάσης εκεί έγινε η στροφή. Αισθάνομαι ότι τέσσερις τραγουδιστές -αρχικά ο Κώστας Μακεδόνας, μετά ο Αλκίνοος, εγώ κι ο Μπάσης- ήμασταν που προτείναμε μη εσωστρεφή έντεχνα τραγούδια. Αυτό νομίζω ήταν που άλλαξε κάπως το σκηνικό εκείνη την εποχή· για τους νέους μιλάω πάντα. Παίξαμε έναν ρόλο σε αυτό, θέλω να πιστεύω. Ταυτοχρόνως βέβαια πήγαινες στα ελληνάδικα και άκουγες και το Λέει, λέει, λέει και την Αγορά του Αλ Χαλίλι. Επίσης, ο Δημήτρης Μπάσης με τους Ψίθυρους Καρδιάς και ο Κώστας Μακεδόνας με τις Ορθοπεταλιές. Έτσι επιβεβαιώσαμε την εξωστρέφεια που μπορεί να έχει το έντεχνο και αυτό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο.

Γιατί νιώθουμε ότι το έντεχνο, τουλάχιστον με αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν υπάρχει πια; Δεν αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει πια. Το έντεχνο από τη φύση του απευθύνθηκε στη μεσαία-μικρομεσαία τάξη, η οποία δεν υπάρχει πια. Δεν είναι ότι χάθηκε το κοινό του στο σπίτι αλλά το κοινό του που έβγαινε. Αυτό το κοινό έχει περιοριστεί τόσο πολύ που πια δεν έχει την πολυτέλεια να πηγαίνει να βλέπει όλες τις παραστάσεις. Έχει φτωχοποιηθεί και συνεπώς έχει περιορίσει τις επιλογές του. Άλλα είδη τραγουδιών που στόχευαν στα μεγάλα πορτοφόλια και στην εύπορη τάξη που παραμένει ίδια, μη σου πω είναι και πλουσιότερη, παραμένουν ενεργά παρότι δεν γίνονται μεγάλες επιτυχίες όπως κάποτε.

 «Το έντεχνο από τη φύση του απευθύνθηκε στη μεσαία-μικρομεσαία τάξη, η οποία δεν υπάρχει πια. Δεν είναι ότι χάθηκε το κοινό του στο σπίτι αλλά το κοινό του που έβγαινε.»

Έχεις στο μυαλό σου ποιο είναι το κοινό που θα έρθει τώρα να σε δει ζωντανά; Κοινωνικά, δεν ξέρω ποιο είναι. Αυτό που έχω δει είναι ότι τα τελευταία χρόνια έχει έρθει ένα εντελώς καινούριο κομμάτι νεολαίας, που δεν το περίμενα. Αυτό με χαροποιεί ιδιαίτερα. Είναι δηλαδή μια νέα γενιά από 17 έως 25-30 που έρχονται και δεν ξέρω από πού προέρχονται. Δεν με αφορά κιόλας. Με νοιάζει ότι περνάνε καλά και ξέρουν τα τραγούδια μου και τους αρέσει αυτό που κάνω.

Νιώθεις ότι είσαι ο τελευταίος μιας γενιάς; Στις γυναίκες έχουν βγει νέες δυνατές φωνές όπως η Μποφίλιου και η Ζουγανέλη. Στους άνδρες μετά τον Κότσιρα τι; Το πρόβλημα με τους άνδρες είναι ότι έχει χαθεί λίγο η αγάπη στο μπελ κάντο. Τι εννοώ μπελ κάντο; Τον καλό τραγουδιστή. Δεν ενδιαφέρεται πια τόσο ο κόσμος για τον καλλίφωνο αλλά για κάποιο άλλο life style που εγώ δεν μπορώ να το ακολουθήσω. Πάντως, δεν αισθάνομαι ότι είμαι ο τελευταίος της γενιάς μου. Ακούω καινούρια πράγματα, υπάρχουν καλοί τραγουδιστές όπως ο Θοδωρής Μαυρογιώργης των Wedding Singers, που είναι καταπληκτικός τραγουδιστής, όπως πολύ καλός είναι και ο Πάνος Παπαϊωάννου που έχει πει Τα μεροκάματα. Ωραίοι τραγουδιστές υπάρχουν, απλώς δεν ξέρω για ποιο λόγο –φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με τη συνολική κατάσταση της δισκογραφίας και των ραδιοφώνων- δεν έχουν όμως τη δυνατότητα να προβληθούν όσο θα έπρεπε. Εμείς περάσαμε μια εποχή που και το ραδιόφωνο αλλά και η δισκογραφία λειτουργούσε υπέρ της μουσικής. Τώρα μόνο το διαδίκτυο μπορεί να βοηθήσει τον νέο καλλιτέχνη. Αλλά πώς μαθαίνεις την πληροφορία για να αναζητήσεις στο διαδίκτυο τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη; Εκεί είναι το σοβαρό πρόβλημα.

Είσαι άρτιος τεχνικά. Πόσο έχεις δουλέψει για τη φωνή σου; Καθόλου. Εκτός κι αν μπορείς να πεις δουλειά ότι όταν άκουγα ένα πολύ καλό τραγουδιστή όπως ο Φρέντι Μέρκιουρι, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου ή κι ο Νταλάρας «πατούσα» πάνω του για να τραγουδήσω. Θυμάμαι ότι ήμουν πιτσιρικάκι 10 χρονών και έβαζε η αδερφή μου στο πικάπ το Βohemian Rapsody και πήγαινα εγώ τόσο δα σκατό και τραγουδούσα μαζί με τον Μέρκιουρι “mamaaa”, Αυτή είναι η δουλειά που έκανα, είναι απολύτως έμφυτο. Πρέπει να σου πω ότι δεν είναι καν η αγαπημένη μου ενασχόληση να τραγουδάω.

Τι εννοείς; Το τραγούδι ήρθε λίγο επιθετικά στη ζωή μου και ασχολήθηκα με αυτό. Εγώ θα ήθελα να είμαι άλλα πράγματα, θα ήθελα να είμαι τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτό ξέρω να κάνω καλά, αλλά ήρθε παράλληλα το τραγούδι και με κάλυψε γιατί ζω από αυτό, περνάω καλά, προσφέρω περισσότερα πράγματα στην οικογένεια μου από ότι θα προσέφερα με μια άλλη δουλειά. Δεν είμαι ερωτευμένος με τον «τραγουδιστή», με τη μουσική είμαι.

Η στιχουργική; Είναι ανάγκη προσωπικής έκφρασης. Πολύ πιο δυνατή από το τραγούδι αλλά και πολύ πιο μετρημένη. Μόνο όταν έχω κάτι να πω, γράφω στίχους. Τα περισσότερα τραγούδια που έχω γράψει είναι βιωματικά. Δεν περιγράφω γενικά τον έρωτα, μόνο για μένα μιλάω. Έχω γράψει δύο τραγούδια για τον πατέρα μου, ένα γιο μου, ένα για τον χωρισμό μου, έναν για το δεσμό· είναι πολύ προσωπικά τα τραγούδια που έχω γράψει.

Δεν νιώθεις εκτεθειμένος που γράφεις για τόσο δικά σου πράγματα; Όχι, γιατί αποφασίζω εγώ να τα πω. Δεν είναι ότι κάποιος με ανάγκασε με το ζόρι ή κατασκοπευτικά.

Έχεις ποτέ ζηλέψει κάποιο στιλ τραγουδιών που νιώθεις ότι δεν ταιριάζουν στη φωνή σου; Τα δημοτικά. Ακούγοντας άλλους σπουδαίους τραγουδιστές όπως τον Δημήτρη Υφαντή. Παναγία μου και Χριστέ μου. Ο Δημήτρης είναι τεράστιος καλλιτέχνης. Όταν τον ακούω να τραγουδάει δημοτικά τραγούδια ζηλεύω τόσο πολύ. Όμως τα δημοτικά δεν τα έχω στο DNA μου και τα αποφεύγω γιατί τα σέβομαι. Αν έχω βάλει ένα στόχο και τον έχω κατακτήσει θεωρώ ότι είναι το λαϊκό τραγούδι.

Τι ορίζεις ως λαϊκό τραγούδι; Ένα τραγούδι που απευθύνεται στο λαϊκό αίσθημα και κινείται στους λαϊκούς μουσικούς δρόμους. Δεν είναι πάντα απαραίτητο να έχει μπουζούκι. Θεωρώ ότι ένα από τα πιο λαϊκά τραγούδια που έχω πει είναι Το τσιγάρο, ένα χασάπικο καθαρό. Θα μπορούσε να το είχε γράψει ο Μάρκος, τότε που έγραφε το Χαράματα η ώρα τρεις. Λαϊκό τραγούδι έχουμε να ακούσουμε πάρα πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Αν ανοίξεις το ραδιόφωνο θα ακούσεις ότι ακόμη και οι δημοφιλείς, εμπορικοί τραγουδιστές δεν λένε λαϊκά τραγούδια.

Γιατί; Πραγματικά, δεν ξέρω γιατί. Υπάρχει ένα άτυπο μποϋκοτάζ από τα ραδιόφωνα και φαντάζομαι ότι αυτό με τον καιρό λειτούργησε έτσι. Ακόμη και τραγούδια που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι λαϊκά ενορχηστρώνονται λες και ακούς british μπάντα.

Τι δεν μπορείς καθόλου να ακούς; Πολλά. Είναι μια κατηγορία τραγουδιών που δεν αντέχω· έχουν όλα την ίδια δυτικού τύπου φόρμουλα αλλά είναι καψουροτράγουδα και ταυτοχρόνως υπερβολικά φορτωμένα ως προς τη μουσική τους. Με ενοχλούν στα αυτιά. Είναι αυτό το λαϊκοπόπ ή όπως το λένε οι φίλοι μου οι Σέρβοι τουρκοφόλκ.

Όταν έμπαινες στο τραγούδι φανταζόσουν ότι θα συνεργαζόσουν με όλα αυτά τα σπουδαία ονόματα; Ποτέ. Τραγουδούσα με τον Μπάση στη Σάμο σε μια συναυλία αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη και ο Μίκης ήταν από κάτω. Όταν ανέβηκε στη σκηνή και γύρισε και είπε «Εσύ Δημήτρη Μπάση θα πεις το Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού κι εσύ Γιάννη Κότσιρα το Άξιον Εστί του 2000» εγώ εκείνη τη στιγμή πίστευα ότι αυτή η πιθανότητα είναι πιο μικρή από το να πάω στη NASA. Είναι θέμα συγκυριών. Και να είσαι καλός τραγουδιστής δεν σημαίνει ότι θα ταιριάξεις στα γούστα του Θεοδωράκη, του Μικρούτσικου, του Μαρκόπουλου. Έγινε όμως.

Ο Γιάννης Κότσιρας και η Ελευθερία Αρβανιτάκη θα εμφανίζονται στην «Ακτή Πειραιώς» από το Σάββατο 3 Νοεμβρίου.