Ο Γιάννης Οικονομίδης

Ο Γιάννης Οικονομίδης

Ο Κουροσάβα είχε τον Μιφούνε του, ο Σκορσέζε τον Ντε Νίρο, κι ο Καζάν τον Μπράντο του. Ο Λεόνε είχε τον Ίστγουντ, ο Χιούστον τον Μπόγκαρτ κι ο Φελίνι τον Μαστρογιάνι του. Ο Γιάννης Οικονομίδης, έχει τον Βαγγέλη Μουρίκη. Έναν ηθοποιό που άρχισε απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’80 να ψάχνει τα ερμηνευτικά του πατήματα, μέχρι που τον εντόπισε ο Νίκος Γραμματικός μια δεκαετία αργότερα, για να τον βάλει να στοιχειώσει ταινίες όπως οι Απόντες (1996), ο Βασιλιάς (2002) κι η Αγρύπνια (2005), ταινίες που έφεραν στον Μουρίκη τα τρία Κρατικά Βραβεία Α’ Ανδρικής Ερμηνείας που έχει στην τροπαιοθήκη του. Με τον Οικονομίδη βρέθηκαν πρώτη φορά στην Ψυχή στο Στόμα (2006). Κι εκεί, στην δεύτερη ταινία του, ο Οικονομίδης εξερεύνησε με ηδονιστική επιμονή τις χαρακιές του προσώπου του ηθοποιού που ενσάρκωνε ανατριχιαστικά στο βλέμμα και τη μειλίχια εκφορά του, το σκοτάδι του σαδισμού που μπορεί να απλώσει γύρω του ο νεοέλληνας, αν τον αφήσεις μόνο του σ’ ένα δωμάτιο με μια μικροεξουσία.

Παρ’ ότι σε δεύτερο ρόλο, ο Μουρίκης ήταν ο πιο στοιχειωτικός απ’ την πληθώρα ερμηνευτών που είχε επιστρατεύσει για την ταινία του ο Οικονομίδης, και παρ’ ότι μετά την Ψυχή στο Στόμα ακολούθησαν αρκετοί ρόλοι σε πιο ευθύβολες δουλειές, όπως το Καλά Κρυμμένα Μυστικά – Αθανασία (2008), η Ψυχή Βαθιά (2009) και το Attenberg (2010), ο ηθοποιός δεν φαινόταν να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον, παρά μόνο όταν γύρισε μπροστά απ’ την κάμερα του Οικονομίδη για τον Μαχαιροβγάλτη (2010). Ξανά σε δεύτερο ρόλο, αυτόν του καταλύτη που θα ενεργοποιούσε την μετάλλαξη του κεντρικού χαρακτήρα του Στάθη Σταμουλακάτου, ο Μουρίκης απέπνεε την αίσθηση του τύπου που ήταν έτοιμος να εκτοξεύσει την ταινία δυο-τρεις σκάλες πάνω, αν του το επέτρεπε ο ρόλος. Ίσως αυτό να διαισθανόταν κι ο Οικονομίδης, όταν μετά το τέλος του Μαχαιροβγάλτη αποφάσισε να γράψει μια ταινία όλη απάνω του. Και μ’ αυτόν μπροστάρη, να φτάσει μέχρι το Βερολίνο.

«Ένιωθα ρε παιδί μου σα να του χρώσταγα μια ταινία, που να είναι ο Βαγγέλης στο κέντρο», λέει ο Οικονομίδης, όταν συναντιόμαστε κι οι τρεις μας στο ζαχαροπλαστείο Κοραής, ένα παγωμένο στο χρόνο απομεινάρι της παλιάς Αθήνας, μετέωρο ανάμεσα στα Εξάρχεια και το Κολωνάκι, όπως μετεωρίζεται κι ανάμεσα στη δεκαετία του ’80 που το γέννησε, και την ανέμελη ευμάρεια των ‘00s που του επέτρεπαν να χρεώνει τετράευρα για ένα φραπέ σε κεκλιμένο ποτήρι. «Με το που τέλειωσε ο Μαχαιροβγάλτης, ξεκίνησα μια απόπειρα να κάνω μια ταινία τρόμου, εντελώς στην καρδιά του τρόμου ας πούμε, με βρικόλακες και τέτοια, γιατί ποιος είναι πιο ιδανική φάτσα γι’ αυτό, απ’ τον Βαγγέλη». Κοιτάζω τον Βαγγέλη. Λοιπόν, η φάτσα του σίγουρα δε σε προϊδεάζει για βρυκόλακες τύπου Ρόμπερτ Πάτινσον, ας πούμε. Το πρόσωπό του γεμάτο χαράδρες και λοφάκια, το βλέμμα του παιγνιώδες, αλλά βαθύ όσο και διαπεραστικό, μάλλον περισσότερο στην γερασμένη εκδοχή του Γκάρυ Όλντμαν απ’ τον Δράκουλα του Κόπολα σού φέρνει.

http://youtu.be/T8zgh5Zc1xI

Τον ρωτάω αν θα τον έψηνε η φάση, με κάπα και ψηλό γιακά, νύχι σουβλί και μαλλί κουβαρίστρα ας πούμε και μάλλον το βρίσκει αρκετά χαβαλεδιάρικο, αλλά έχει κάτι πιο προχωρημένο κατά νου: «Ένα έργο ωριμότητας, που το κάνεις στα 80», μου λέει. «Δεν το λέω για πλάκα, πραγματικά στα 80: φαντάζεσαι να ‘ναι κάποιος ασούμε, και να τον τραβάνε τα δόντια του; Να γέρνει ασούμε και να μην μπορεί να σταθεί, και να τον τραβάνε τα δύο δόντια; Είναι τρελή άποψη». Ο Οικονομίδης σπεύδει να διευκρινίσει: «Όχι τέτοιο ρε», μας λέει, «μεταμοντέρνο, μια μεταμοντέρνα εκδοχή δρακουλιάρικης ταινίας, αλλά ευτυχώς μας πρόλαβε ο Τζάρμους. Κάπως έτσι θα την κάναμε ας πούμε, δεν μπαίνει θέμα. Αλλά δεν είναι και τόσο απλό. Και δεν είναι και εύκολο να εισάγεις κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, είναι πολύ σοβαρό πράγμα. Δεν το σηκώνει, είναι έξω απ’ την παράδοσή μας… Ούτε γοτθική παράδοση έχουμε, ούτε ο φοβερά μυστικιστικός λαός είμαστε».

Γιατί να χρειάζεται όμως αναφορές στην παράδοση, ένας λαός που τρέχει στις αίθουσες για να δει κατά συρροήν ταινίες για εφηβικά βαμπιρικά ρομάντζα, ή περιπέτειες μαθητευόμενων μάγων; Άλλωστε κι ο Λαρς φον Τρίερ λέει πως απ’ την πολλή χολυγουντιανίλα, πια έχει γίνει κατά 80% Αμερικανός τουλάχιστον. «Εντάξει, αυτά είναι κουβέντες στην πραγματικότητα», με βάζει στη θέση μου ο Οικονομίδης. «Γιατί τελικά κι ο Τρίερ δεν κάνει αμερικανικό σινεμά, κάνει τα δικά του. Κάνει προτεσταντικό σινεμά, με όλα αυτά που κουβαλάει μέσα στο κεφάλι του εν πάση περιπτώσει, και μέσα στην ψυχή του. Κι εντάξει, η αμερικανική κουλτούρα είναι σε μια επιφάνεια των πραγμάτων. Από ‘κει και πέρα, το θέμα είναι πώς να κάνεις ένα πράγμα καλόγουστο. Να μπορεί να ισχύσει και μέσα στη δική σου κουλτούρα, και να μην είναι για γέλια, να μη σε παίρνουν με τις λεμονόκουπες. Εδώ, καλώς ή κακώς, κουβαλάμε χιλιάδες χρόνια το φως, τον ήλιο, τον παγανισμό, τον έρωτα… Δεν είναι εύκολο ξαφνικά να παίξεις με τη μυθολογία της Βόρειας Ευρώπης του αίματος, του σκότους, όλο αυτό το γοτθικό παραλήρημα του μεσαίωνα, ας πούμε. Δεν τα έχει περάσει ποτέ ο τόπος. Αυτό το πράγμα έχει ένα ψάξιμο από πίσω, να βρεις τον τρόπο να το ξεκλειδώσεις, να το εντάξεις, αν θες να κάνεις μια ταινία που να ισχύσει σοβαρά, να έχει αισθητική, κι ουσία και βάθος και να μην είναι χαβαλές. Δεν είναι καθόλου εύκολο».

Κατά τη διάρκεια του ψαξίματος, ο Οικονομίδης έδωσε πολύ βάρος στον ασιατικό τρόμο. Ένα είδος λιτό, αυτάρκες κι αναγνωρίσιμο, που κι αυτό χρειάστηκε να ψαχτεί για να βρει τον τρόπο του να διαφοροποιηθεί. «Έχει τη δική του μυθολογία», όπως κι λέει κι ο ίδιος, «είναι ένα δικό τους πράμα, δεν είναι αμερικάνικο, δεν είναι γοτθικό, δεν είναι βορειοευρωπαϊκό». Στην πορεία, παραδέχεται, χτύπησε τοίχο. Κράτησε όμως αρκετά απ’ τα στοιχεία της ιαπωνικής αισθητικής, στον τρόπο που θα εμπλούτιζε τα πλάνα του, για το είδος στο οποίο οδηγήθηκε μετά το μπλοκάρισμά του με τον τρόμο. «Διολίσθησα στο γκανγκστερικό, στο νουάρ, που έτσι κι αλλιώς είναι αρχετυπικό. Άλλωστε, το πρώτο νουάρ όλων των εποχών, το πρώτο νουάρ που έχει καταγραφεί σαν μυθοπλασία, με την ίντριγκά του, τη μοιρολατρεία του, τα βασικά συστατικά του νουάρ, είναι ο Οιδίποδας, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Είναι το πρώτο νουάρ όλων των εποχών».

Στην επόμενη σελίδα: το μεσογειακό νουάρ με τον Βαγγέλη Μουρίκη και οι λεβέντες της Βουλής