Ένας μεθυσμένος καουμπόι στέκεται στην άκρη της σκάλας που οδηγεί σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Πλησιάζει βρωμόντας ουίσκι και δίνει την άκρη ενός λάσου στον Τσακ Πόλανικ. Ύστερα βυθίζεται στο στόμιο του υπογείου, ισορροπώντας άτσαλα πάνω στα τακούνια από τις μπότες και καθώς κραδαίνει το λάσο, λέει στον συγγραφέα: «ο πρώτος κανόνας του Γύρου Του Στοιχειωμένου Τούνελ είναι ότι δεν μιλάς για τον Γύρο Του Στοιχειωμένου Τούνελ». Και ενώ ο συγγραφέας, όπως διηγείται στο επίμετρο, έχει παγώσει, ο κάουμποι συνεχίζει: «ο δεύτερος κανόνας του Γύρου Του Στοιχειωμένου Τούνελ είναι ότι δεν μιλάς για τον Γύρο Του Στοιχειωμένου Τούνελ».
Και τότε ο Πόλανικ απαντάει: «Έι, εγώ έγραψα το βιβλίο». Και ο σαστισμένος καουμπόι ανταπαντά: «Υπήρξε βιβλίο». Φυσικά και υπήρξε. Ένα μυθιστόρημα διακοσίων πενήντα σελίδων πολύ πριν ο Ντέιβιντ Φίντσερ βάλει τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον να ανταλλάσσουν πιωμένοι γροθιές στο έρημο πάρκινγκ ενός μπαρ. Πολύ πριν κυκλοφορήσουν φήμες για κλαμπ που τις νύχτες μετά το κλέισιμο διοργάνωναν πυγμαχικούς αγώνες με ερασιτέχνες. Πολύ πριν το Facebook γεμίσει ασφυκτικά με Τάιλερ Ντάρντεν. Πολύ πριν ο Τρεντ Ρέζνορ προσπαθήσει να γράψει ένα μιούζικαλ βασισμένο στο βιβλίο που θα γράψει ιστορία στην ροκ σκηνή. Και πολύ πριν το Fight Club γίνει η πιο συνηθισμένη ταμπέλα για σχολές πολεμικών τεχνών.
Στο Fight Club, την Λέσχη της Μάχης, ο αφηγητής, ένας επιτυχημένος μεσοαστός με καταθλιπτική δουλειά, καθώς μετράει την συχνότητα των δυστυχημάτων σε κάθε νέο μοντέλο αυτοκινήτων, πάσχει από αϋπνία. Για να λυτρωθεί, καταφεύγει σε ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης για πάσχοντες από ανίατες ασθένειες. Εκεί γνωρίζει μία σαγηνευτική γόησσα με το όνομα Μάρλα που αναζητάει κι αυτήν την απόλυτη ελευθερία αφού «όταν χάνεις κάθε ελπίδα είναι πραγματικά ελεύθερος».
Και τότε έρχεται ο Τάιλερ Ντάρντεν να ισοπεδώσει την καθημερινότητα του. Μηχανικός κινηματογράφου που βάζει εμβόλιμες πορνό εικόνες σε παιδικές ταινίες και σερβιτόρος σε εστιατόρια πολυτελείας που μαγαρίζει τα εδέσματα των προνομιούχων, αυτό ο δαιμονισμένος άγγελος στήνει την λέσχη της μάχης όπου ένα ζευγάρι ανδρών ανταλλάσσει χτυπήματα κυκλωμένο από τα υπόλοιπα μέλη. Η μάχη γίνεται με κανόνες αλλά αφήνει πίσω της μία σειρά από υπαλλήλους, μολωπισμένους, με σπασμένες μύτες, μαυρισμένα μάτια, διαλυμένα σαγόνια που νιώθουν για πρώτη φορά στην ζωή τους αυτοσεβασμό. Είναι οι μαχητές που θα αποτελέσουν τον πυρήνα για το Πρόγραμμα Πανδαιμόνιο, οργανωμένο από τον Τάιλερ Ντάρντεν που αποσκοπεί στην κατστροφή αυτού του γερασμένου πολιτισμού ώστε το ανθρώπινο είδος να πέσει σε αδράνεια και ο πλανήτης να αναρρώσει.
Το 1996 ο Τσακ Πόλανικ πήγε διακοπές, έμπλεξε σε ένα καυγά και γύρισε στην δουλειά του με τα σημάδια του τσακωμού. Και συνειδητοποίησε ότι οι άλλοι απέφευγαν να τον ρωτήσουν τι έπαθε αλλά συμπεριφέρονταν με πρωτοφανή σεβασμό. Και δεύτερον ότι η τηλεόραση και οι ταινίες είχαν διαπλάσει μία γενιά που φοβόταν την σωματική βία. «Μία γροθιά είναι μία γροθιά» έλεγε τότε «ακόμα και αν σε χτυπήσουν δεν πρόκειται ούτε να πεθάνεις ούτε να μείνεις ανάπηρος». Απλά θα σηκωθείς και θα ανταποδώσεις το χτύπημα όπως στην Λέσχη της Μάχης. Γιατί σύμφωνα με τους κανόνες, αν είναι η πρώτη σου φορά πρέπει να παλέψεις. Κι αν παλέψεις θα αποκτήσεις σημάδια και μαζί μπόλικη αυτοπεποίθηση.
Είκοσι χρόνια τώρα ο μύθος του Fight Club μένει επίκαιρος. Ο Τσακ Πόλανικ έγραψε κι άλλα μυθιστορήματα – όλα αντιμετωπίζουν με σαρκασμό τις εμμονές του μέσου Αμερικανού. Προσπάθησε να αναβιώσει ξανά τον ντόρο γύρω από το ντεμπούτο του με την σειρά graphic novel, Fight Club 2 (Εκδόσεις Οξύ). Αλλά εκείνο το πρώτο του έργο παραμένει αξεπέραστο. Όχι μόνο για τον θαυμαστό τρόπο που μετέφερε την νιτσεϊκή φιλοσοφία στην καρδιά της σύγχρονης Αμερικής. Αλλά κυρίως για την απλούστατη ιδέα πως αρκούν μερικές γροθιές για να θυμίσεις σε έναν άνθρωπο την δύναμη που κρύβει μέσα του.