Λίγα εικοσιτετράωρα πριν σηκώσει την αυλαία του, το 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έκανε τίτλους όχι για το πρόγραμμά του, ή για τα αφιερώματά του, ή έστω για τον νεόκοπο πρόεδρό του, τον Γιάννη Σμαραγδή, που πρόσθεσε στις δάφνες του τον τίτλο του επί κεφαλής της σημαντικότερης κινηματογραφικής φεστιβαλικής διοργάνωσης της χώρας, κάτω απ’ αυτούς του εθνικού βιογράφου και πολιτικού μαντιναδόρου. Το βασικό σούσουρο γύρω απ’ το φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, τόσο στην αρχή του, όσο και σ’ όλη τη διάρκεια μέχρι το τέλος του, είχε να κάνει με ένα και μόνο πράγμα: τα λεφτά. Κι ακολούθως, το μέλλον του.
Έχοντας την τελευταία τριετία επιβιώσει σχεδόν αποκλειστικά χάρη στα ευρωπαϊκά κονδύλια και το πολυπαινεμένο του ΕΣΠΑ, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο οργανισμός-ομπρέλα που οργανώνει το φεστιβάλ μυθοπλασίας κάθε Νοέμβρη και των ντοκιμαντέρ κάθε Μάρτη, κινδυνεύει το ερχόμενο φθινόπωρο να ξεπαγιάσει. Το τρέχον ΕΣΠΑ του έληξε μαζί με το 16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το επόμενο αφήνει μεσοδιάστημα ενός έτους μέχρι να ανανεωθεί, και παρ’ ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής των δυο φεστιβάλ, Δημήτρης Εϊπίδης, διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία ότι έχει κατεβάσει το κόστος των διοργανώσεων κατά 70% σε σχέση με την προκάτοχό του, Δέσποινα Μουζάκη, η κατά 86% μείωση της χρηματοδότησης απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού (απ’ τα 11 εκατομμύρια ευρώ το 2009, στο 1,5 σήμερα, για όλη την ετήσια δραστηριότητα του οργανισμού), σίγουρα δεν αφήνει περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της τελετής λήξης του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ το βράδυ του Σαββάτου, ο Δημήτρης Εϊπίδης δεν δίστασε να ορίσει τις ημερομηνίες διεξαγωγής του επόμενου (13 – 22 Μαρτίου 2015), όμως το ότι δεν ήταν κανείς παρών για να τον ακούσει, πέρα απ’ τους δημοσιογράφους και τους συντελεστές φεστιβάλ και ταινιών, έχει μια κάποια σημασία. Φυσικά, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερος πόλος έλξης για τους πολιτικούς ταγούς του τόπου, κι ήταν σίγουρα δευτερευούσης βαρύτητας στα προγράμματα προέδρων, δημάρχων, υπουργών και παρατρεχάμενων, σε σχέση και με το μυθοπλασίας. Όμως, στην περίπτωση του Γιάννη Μπουτάρη για παράδειγμα, μέχρι πρότινος Προέδρου του Φεστιβάλ και υποψήφιου για την ανανέωση της δημαρχιακής του θητείας στο άμεσο μέλλον, η απουσία του είναι βαρύτερα σημαίνουσα κι από εκείνη του Γιάννη Σμαραγδή. Περί κυβερνητικών εκπροσώπων, φυσικά ούτε λόγος.
Οι απουσίες στην αίθουσα της τελετής, την οποία παρουσίασε «κατόπιν λαϊκής απαίτησης, η Μάγια Τσόκλη», πιθανότατα δεν ήταν οι μόνες που βάραιναν το λόγο του Εϊπίδη τη βραδιά της λήξης. Συνήθως περιστρεφόμενος γύρω από νούμερα (εισιτηρίων) και ποσοστά (αύξησης προσέλευσης), ο διευθυντής του φεστιβάλ αυτή τη φορά περιορίστηκε σε γενικότητες του στυλ «οι αίθουσες γέμισαν ξανά» και «το φεστιβάλ πέτυχε τους στόχους που είχαμε θέσει», οι οποίοι στόχοι, όμως, έμεινε ασαφές αν ήταν τα 125 χιλιάδες ευρώ σε έσοδα από εισιτήρια που υπολόγιζαν, ή το ότι «η Θεσσαλονίκη έχει καθιερωθεί ως ιδανικός προορισμός για κάθε κινηματογραφόφιλο από κάθε άκρη του κόσμου». Δύσκολο να πει κανείς με βεβαιότητα πόσοι πχ Ινδοί κινηματογραφόφιλοι μαζεύουν χαρτζιλίκι για να έρθουν Θεσσαλονίκη να δουν ντοκιμαντέρ, όμως για κάποιο λόγο ενστικτώδικο, μου ακούγεται κάπως πιο ρεαλιστική η τοποθέτηση ενός απ’ τους οδηγούς του Φεστιβάλ, που αναφερόμενος στις ξεχειλισμένες καφετέριες της παραλιακής, υπογράμμιζε το αυτονόητο του ότι «δύσκολο ο κόσμος να αφήσει τέτοια λιακάδα και 25 βαθμούς θερμοκρασία και να πάει να κλειστεί σε αίθουσα».
Ακόμη κι αυτοί που το αποτόλμησαν, πάντως, δύσκολο να ενθουσιάστηκαν ιδιαίτερα απ’ την φετινή σοδειά του φεστιβάλ. Τίτλοι όπως Η Νονά, του Στέλιου Κούλογλου, για την μακιαβελική πορεία της Άνγκελα Μέρκελ απ’ το ξεκίνημα της ενήλικης ζωής της ως μια απολιτίκ φυσικός, ως τη θέση της βασίλισσας της Ευρώπης, ή το Χαμένο Σήμα της Δημοκρατίας, του Γιώργου Αυγερόπουλου, για το μαύρισμα της ΕΡΤ, ή ακόμη και το Στο Νήμα, των Αλέξανδρου Παπανικολάου και Έμιλυ Γιαννούκου, που ακολουθεί τον Αλέξη Τσίπρα απ’ την προεκλογική εκστρατεία του ’12, μέχρι το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνιο του ’13, ήταν σαφώς τα καυτά ελληνικά χαρτιά της φετινής συλλογής.
Κανένα απ’ τα τρία όμως, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του: ο Κούλογλου επιδόθηκε με σπιρτάδα, χιούμορ και την ευελιξία της εμπειρίας του, στον συνήθη ρεπορταζιακό του καταγγελτισμό. Ο Αυγερόπουλος παράβλεψε μερικά απ’ τα πιο καυτά παρασκηνιακά ζητήματα της υπόθεσης ΕΡΤ (η αστειότητα των ψηφιακών φορμά που αχρήστευσε τους αποκωδικοποιητές της μισής Ελλάδας, το τι απέγινε το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ, το timing του κλεισίματος, οι πιέσεις διοίκησης προς τεχνικούς να συγκρατήσουν τις HD μεταδόσεις), για να φέρει στο προσκήνιο αντικρουόμενες αντικυβερνητικές τοποθετήσεις (ο κόσμος αντιπάθησε την ΕΡΤ γιατί τη χρησιμοποιούσε η κυβέρνηση, αλλά η κυβέρνηση την έκλεισε γιατί δεν μπορούσε να την ελέγξει). Και οι Παπανικολάου–Γιαννούκου έμειναν στο επίπεδο της ηδονοβλεπτικής απόλαυσης της καταγραφής της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ, κρατώντας τις συνεντεύξεις τους με τον πρόεδρο του κόμματος στο ανώδυνο επίπεδο της αυτοβιογραφίας, και σχεδόν τρομάζοντας όποτε ανέκυπτε το θέμα της επόμενης μέρας της προτεινόμενης αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, που ήταν και η εκλογική σημαία του ΣΥΡΙΖΑ.
Η πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα δεν ήταν ευνοϊκό έδαφος ούτε στο διεθνές επίπεδο. Η Επιστροφή στη Χομς, για παράδειγμα, για τον εμφύλιο της Συρίας, μπουκώνει το θεατή με σοκαριστικές εικόνες για να καλύψει την αμηχανία απέναντι στις πολιτισμικές και πολιτικές διαστάσεις της σύρραξης, ενώ ο Άνθρωπός μας στην Τεχεράνη, για την Κρίση των Ομήρων του ’79 με την εισβολή των Ιρανών στην αμερικανική πρεσβεία ύστερα απ’ την άνοδο του Χομεϊνί, προσπαθεί να γυαλίσει την επιφανειακή της προσέγγιση, με εικονογράφηση που θυμίζει διαφήμιση της Samsung. Ακόμη και το Με Διαφορά Τεσσάρων Γραμμάτων – Παιδιά στην Εποχή του ΣΔΠΥ, ένα καλογυαλισμένο ντοκιμαντέρ για τον εναλλακτικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ένα Δανέζικο σχολείο, παιδιά με την όλα-τα-σφάζω διάγνωση του Συνδρόμου Διάσπασης Προσοχής και Υπερκινητικότητας, και το οποίο κέρδισε το μεγάλο βραβείο του Φεστιβάλ, παρά τη συγκινησιακή φόρτιση του θέματος, την ευαισθησία προσέγγισης και τις στιγμές αβίαστης απόλαυσης που προσφέρει, πνίγεται στην επαναληπτικότητα μιας διάρκειας που, ελλείψει αφηγηματικού νοήματος, θα μπορούσε να περιοριστεί ακόμη και στο μισό.
Αυτά όλα, βέβαια, δεν είναι προβλήματα του Φεστιβάλ, και πιθανότατα ούτε και των ανθρώπων που επιλέγουν τις ταινίες του, αλλά μάλλον συμπτώματα της βασικής ασθένειας του χώρου του ντοκιμαντέρ, η οποία δεν είναι άλλη από την τηλεοπτικοποίηση. Σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου το ντοκιμαντέρ δεν παρουσιάζει καμία βιωσιμότητα στην κινηματογραφική αίθουσα, και η πλειονότητά του παράγεται με αποκλειστικό στόχο την τηλεοπτική διανομή, η διάρκεια του 45λεπτου είναι το μικρότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ένα προϊόν, που πρέπει να συνδυάσει σενσεσιοναλιστική θεματολογία, με εύπεπτη ουσία και στρογγυλεμένη μορφολογία, για να καταπίνεται ευκολότερα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, είναι απαραίτητες και οι διοργανώσεις όπως το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Κι ακριβώς γι’ αυτό, είναι χρήσιμο κι οι δομές που τα στηρίζουν, να τα παίρνουν λίγο στα σοβαρά.