Ε Ρ Ω Τ Ι Κ Η Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α
του Θεοδόση Νικολάου
Τoν αγάπησε γιατί είχε μαύρα μάτια
Και τα μάτια του πέταγαν σπίθες.
Την αγάπησε γιατί μια πλεξούδα χρυσή των μαλλιών της
Κυμάτιζε πάνω στο μέτωπό της.
Σμίξανε τα βήματά τους
Σμίξανε τις ψυχές και τα σώματα.
Μια πυρκαγιά τότε φούντωσε
Που δεν μπορούσε να σβήσει
Παρά μονάχα στη στάκτη.
Τι ωραία όμως που έτρεχαν οι φλόγες κατά μήκος
του ουρανού.
Τί ωραία που λαφυραγωγούσαν το σκοτάδι.