Η κυρία του σπιτιού είναι
απέραντη αγάπη διαιρεμένη σε
δωμάτια που μεταμορφώνονται στους εαυτούς τους.

Καθαρίζει εντέλει γίνεται ένα
με τη σκόνη που μπαίνει στο συλλογικό
νου παίρνει με την ηλεκτρική γωνίες αφήνει τον αέρα
να μπει απ’ τα παράθυρα νωθρή απ’ την παραμέληση.

Μερικές αιωνιότητες συναρμονισμένων
μεντεσέδων σχίζουν την ψυχή της. Καημένη
κυρία του μπάνιου υπηρέτρια τυραννικών
πριζών και πλακακιών προετοιμάζεται
για την επέλαση των επικριτικών καλεσμένων της.

Η τέλεια σύζυγος ψάχνει και βρίσκει έναν καναπέ
με πόδια που αυξομειώνονται δωμάτια με
ευέλικτα εμπριμέ υφάσματα αλέκιαστα μικρο-
πράγματα που αγαπούν απογόνους χωρίς ακαταστασία.

Ξεκλειδώνει τα καθαριστικά της γυαλίζει
μπουφέδες ενώ τα νύχια της μεγαλώνουν.
Συμφωνικές βούρτσες σαρώνουν το ασύρματο
μυαλό της: οραματίζεται μια χώρα με
καθρέφτες για την ανεπίπλωτη θλίψη της.

Η νοικοκυρά τραβάει τα σύρματα των
ενισχυμένων δαχτύλων της ξεριζώνει την καρδιά της τη σκορπάει
πάνω στο νυφικό κρεβάτι που τώρα είναι καλυμμένο
από χελιδόνια ίσως κότες υπενθυμίσεις
του καλοκαιρινού απόμακρου κακαρίσματος τότε που
τραγουδούσε τις γωνίες της μέχρι να γίνουν νοικοκυρεμένες καμπύλες.