Θυμάστε τον διάλογο του Neo με τον Αρχιτέκτονα, λίγο πριν τo τέλος του Matrix Reloaded; Και αν ναι, προσπαθήσατε να τον αποκρυπτογραφήσετε αναζητώντας το νόημα πίσω από τις λέξεις; Αναρωτηθήκατε ποτέ για τη μεσσιανική αυτοσυνειδησία που έχουν αποδώσει οι Wachowski στον πρωταγωνιστή τους; Τι θυμάστε από την τελική του αναμέτρηση με τον κύριο Smith, στο Matrix Revolutions;
Για τον Δημήτρη Ουλή η παρακολούθηση της τριλογίας υπήρξε εξαρχής μια εμπειρία αποκαλυπτική που οδήγησε στην έκδοση της Ευδαιμονία της Άγνοιας (εκδ. Α/συνέχεια). Φαίνεται μάλιστα να τον ενδιαφέρει ευρύτερα το έργο των αδερφών Wachowski αφού το προηγούμενο βιβλίο του Αλεξίσφαιρες Ιδέες σε Περίοδο Κρίσης (εκδ. Α/συνέχεια) αφορούσε τη σημειολογία του V for Vendetta, το σενάριο του οποίου έγραψαν για να σκηνοθετήσει ο James Mc Teigue . «Ίσως να φανεί κοινότοπο και συναισθηματικό, όμως επιμένω ότι οι ιδέες δεν κατεβαίνουν από τον ουρανό, αλλά αναδύονται πάντοτε στον τόπο των παθών και των πόθων μας. Έτσι συνέβη και με το παρόν βιβλίο. Διαισθάνθηκα από την πρώτη στιγμή ότι υπάρχει “ψωμί”, ότι τα ερωτήματα που θέτει ο καταιγιστικός συμβολισμός της τριλογίας είναι υπερβολικά πολλά για να μείνουν αναπάντητα».
Το 2002 κυκλοφόρησε η μετάφραση ενός συλλογικού τόμου με τον τίτλο Ο Πόλεμος ενάντια στο Matrix (εκδ. Αρχέτυπο). Κατά τον Δημήτρη Ουλή, τα δοκίμια του τόμου αυτού επιχειρούσαν μία ενδιαφέρουσα, αλλά μονομερή ανάγνωση της ταινίας Matrix, «αναγνωρίζοντας σε αυτήν κατά κύριο λόγο μια αφήγηση “εσωτερικής” αφύπνισης». Έναν χρόνο αργότερα, κυκλοφόρησε η μετάφραση του συλλογικού τόμου Πάρε το Κόκκινο Χάπι (εκδ. Publish), θεματικά διευρυμένη εστίαζε όμως επίσης την ανάλυσή της στην πρώτη ταινία. «Και οι δύο τόμοι έχουν εξαντληθεί προ πολλού. Από την άποψη αυτή, θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι η συμβολή της Ευδαιμονίας της Άγνοιας έγκειται σε δύο σημεία: πρώτον, ότι επαναφέρει στην ελληνική βιβλιογραφία ένα δοκίμιο όχι μόνο για το Matrix, αλλά για ολόκληρη την τριλογία. Και δεύτερον, ότι αποτελεί την πρώτη προσπάθεια μίας διαθεματικής και θεωρητικά έμπεδης προσέγγισης της τριλογίας, από έλληνα συγγραφέα».
Αναζητώντας τη σύνδεση ανάμεσα στον πλατωνικο μύθο του σπηλαίου και το blockbuster του 1999 μου σύστησαν τον Δημήτρη Ουλή σαν αυθεντία επί του θέματος. Με σπουδές στην Θεολογία, στην Φιλοσοφία, στην Κοινωνική Ανθρωπολόγια είναι -μεταξύ άλλων- επιστημονικός υπεύθυνος της σειράς Theory Playtime των εκδόσεων Α/συνεχεια, της προσπάθειας δηλαδή να μελετηθεί η μαζική κουλτούρα διεπιστημονικά και θεωρητικά. «Θα έλεγα ότι η απόφαση να εγκύψω με περισσότερες θεωρητικές αξιώσεις στην τριλογία, προέκυψαν ταυτόχρονα από την ανάγκη να απαντήσω σε μία ορισμένη επιστημολογική πρόκληση, και την ανάγκη να κατανοήσω (άρα και να απολαύσω) περισσότερο τις συγκεκριμένες ταινίες. Έχοντας μελετήσει διεξοδικά τη σχετική βιβλιογραφία και έχοντας συζητήσει για την τριλογία με τα πιο ετερόκλητα ακροατήρια, σκέφθηκα ότι ήταν καιρός να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Υπάρχει μία αξιολογότατη ξενόγλωσση βιβλιογραφία σχετικά με την τριλογία, η οποία θα έλεγα ότι συνοψίζει μία ευρύτερη ακαδημαϊκή συζήτηση, που αφορά στη σχέση της pop culture με τη θεωρία, καθώς και στη δυνατότητα του λεγόμενου “εμπορικού” σινεμά να αναδεικνύει κυρίαρχες πολιτισμικές σημασίες του σύγχρονου “μεταμοντέρνου” δυτικού κόσμου. Φοβούμαι, ωστόσο, ότι στην Ελλάδα η συζήτηση αυτή βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του μπουσουλήματος».
Ποιοι είναι οι λόγοι που κάνουν αυτή την τριλογία να παραμένει σημαντική για την pop culture μέχρι σήμερα; «Οι καταιγιστικοί και ανεξάντλητοι συμβολισμοί της. Ο εξαιρετικά πρωτότυπος τρόπος με τον οποίο χειρίζεται θεμελιώδη μοτίβα των σημαντικότερων θρησκευτικών και μυστικιστικών παραδόσεων της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι βαθυστόχαστες διαισθήσεις της για την παντοκρατορία του θεάματος και τη σχέση του ανθρώπου με τη μηχανή. Μα πάνω απ’ όλα, ο έξοχος τρόπος με τον οποίο επικαιροποιεί το μεσσιανικό αίτημα, το αίτημα ενός κόσμου δικαιοσύνης, αγάπης και ελευθερίας».
Χαρακτηρίζει την τριλογία που ολοκληρώθηκε το 2003 μία τομή στην ιστορία του χολιγουντιανού κινηματογράφου, η οποία έχει επηρεάσει καταλυτικά τη μετέπειτα σκηνοθετική γραφή, θεματολογία και αισθητική του. «Από το 1999 μέχρι σήμερα, για παράδειγμα, μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει σε μια πλειάδα ταινιών πολεμικών τεχνών, την τάση τους να παραλλάσσουν ή να αντιγράφουν συνειδητά τις χορογραφίες kung-fu της τριλογίας. Το ενδυματολογικό προφίλ της Selene -της πρωταγωνίστριας των ταινιών Underworld- αντιγράφει σχεδόν κατά γράμμα το αντίστοιχο προφίλ του Neo. ΄Οσο για τον τρόπο με τον οποίο το Χόλιγουντ θεματοποιεί εκ νέου το μεσσιανικό αίτημα βαδίζοντας πάνω στα χνάρια της τριλογίας, θα αρκούσαν μονάχα δύο παραδείγματα: Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών, του Peter Jackson και το Avatar, του James Cameron».
Γιατί όμως οι φουτουριστικές δυστοπίες, με τους ανθρώπους αιχμάλωτους των μηχανών, έλκουν το ενδιαφέρον τόσο των θεωρητικών όσο και του κοινού; Ο Δημήτρης Ουλής διαπιστώνει πως αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τους συλλογικούς φόβους του σύγχρονου μεταμοντέρνου δυτικού πολιτισμού, φόβους που θέτουν τα εσωτερικά όρια βιωσιμότητας του. «Τυπικά, ο κόσμος της τριλογίας αφορά σε ένα μακρινό μέλλον –το έτος 2199. Δεν χρειάζεται ωστόσο μεγάλη οξυδέρκεια για να αντιληφθεί κανείς ότι στην πραγματικότητα αναδεικνύει ορισμένα από τα δομικά χαρακτηριστικά της σημερινής πολιτισμικής συνθήκης: την πανοπτική εξουσία του θεάματος, την υπνωτιστική δύναμη της προσομοίωσης, τη συμβιωτική σχέση των υποκειμένων με την οθόνη, την ψηφιακή μετάλλαξη του καπιταλισμού, την προϊούσα “μυστικιστική” επένδυση της πληροφορίας, τη σαρωτική κατίσχυση του τεχνοκρατικού και μηχανιστικού πνεύματος, έναντι κάθε αιτήματος δικαιοσύνης και ελευθερίας. Συνοψίζοντας λοιπόν, θα έλεγα ότι η τριλογία ελκύει τόσο πολύ το ενδιαφέρον μας, γιατί στοιχειοθετεί ένα δυσοίωνο, αλλά καθόλου απίθανο μελλοντολογικό σενάριο για τον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό».