Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΒΙΒΛΙΟ : ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Δημήτρη Σωτάκη, πώς αισθάνεσαι που σε διαβάζουν στην Κορέα;

Ο πιο μεταφρασμένος συγγραφέας της γενιάς του μιλάει για το τελευταίο του βιβλίο, για τον θυμό των Κινέζων και την τοστιέρα-βόμβα του Λονδίνου.
Φωτογραφίες:Άγγελος Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS
sotakis_3

Το βιβλίο του «Το θαύμα της αναπνοής», που θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Λευτέρη Αναγνωστοπουλο,  κυκλοφορεί σε Κίνα, Γαλλία, Ιταλία, Σερβία, Σκόπια, Τουρκία και σύντομα στην Κορέα ενώ η «Παραφωνία» κυκλοφορεί εδώ και χρόνια στην Ολλανδία. Σε μια χώρα που ελάχιστοι σύγχρονοι συγγραφείς της βγαίνουν εκτός συνόρων η πορεία του Δημήτρη Σωτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί μέχρι και θριαμβευτική. Ο άνθρωπος που ζει διδάσκοντας κινέζικα και που πέρασε τα 90ς παίζοντας με την μπάντα του σε σκηνές του Λονδίνου με το τελευταίο του βιβλίο «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» οριοθετεί το τέλος μιας εποχής. Τι μας επιφυλάσσει για το μέλλον;

«Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να δίνει ένα τελικό στίγμα για όσα ήμουν αυτήν την περίοδο που τώρα πια τελειώνει»

«Ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να δίνει ένα τελικό στίγμα για όσα ήμουν αυτήν την περίοδο που τώρα πια τελειώνει»

Ανοίγοντας την «Ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» το πρώτο πράγμα που διαβάζει κανείς είναι «Είχε τη ματαιοδοξία να πιστεύει ότι δεν άρεσε στους ανθρώπους, όμως απλά οι άνθρωποι δεν τον γνώριζαν». Γιατί ξεκινάς με αυτή τη φράση του Φλωμπέρ; Δεν είχα εξ αρχής την πρόθεση να τη βάλω. Είχα ολοκληρώσει τη συγγραφή του βιβλίου, διάβαζα το έργο του «Νοέμβριος» και το μάτι μου έπεσε σε αυτή τη φράση που συμπυκνώνει την «Ιστορία ενός σούπερ μάρκετ». Εννοώ ότι ο ήρωας του βιβλίου έχει την αίσθηση ότι όλοι κινούνται γύρω από αυτόν, αναρωτιέται πώς θα αντιδράσουν όταν μάθουν ότι ανοίγει ένα σούπερ μάρκετ στη μέση του πουθενά αλλά όπως καταλαβαίνουμε κανείς δεν τον γνώριζε, κανείς δε νοιαζόταν, πρόκειται λοιπόν περί ψευδαίσθησης. Ο Ροβήρος Άνθρωπος έχει αποδράσει από μια μικρή κοινότητα όπου ζούσε μια μέτρια ζωή, χωρίς ερωμένη, με αδιάφορους φίλους. Νιώθει λοιπόν ότι δεν ανήκει εκεί, εκλαμβάνει το τυχαίο γεγονός ως θεϊκό σημάδι, ότι ήρθε η ώρα να ξεφύγει απ’ αυτούς, ότι ήρθε η ώρα του να κάνει κάτι μεγάλο. Υπάρχει όμως ένα φάουλ εδώ καθώς θέλει να γίνει σπουδαίος σύμφωνα με τους κανόνες της κοινότητας που άφησε. Δε θέλει στην πραγματικότητα να απέχει και να διαλέξει να χαράξει έναν δικό του, πρωτόλειο δρόμο.

Άρα δεν είναι επαναστάτης; Καθόλου, αφελής είναι. Θέλει να δραπετεύσει αλλά στην πραγματικότητα κάνει ότι θα έκανε για να πετύχει κι εκεί που ζούσε πριν. Άρα ναι, έχει την ματαιοδοξία ότι ήταν κάποιος που δεν γούσταραν αλλά στην πραγματικότητα αυτή δεν ασχολούνταν καν, ακόμη περισσότερο στο νησί. Έχει πάθει λοιπόν delirio de la grandeza, ντελίριο μεγαλοσύνης.

Πόσο εύκολο είναι να γράψεις ένα βιβλίο που έχει μόνο έναν χαρακτήρα; Θέλω να πω, πώς κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Για μένα είναι το πιο εύκολο πράγμα γιατί έτσι λειτουργώ. Αν τα καταφέρω να κρατήσω το ενδιαφέρον τους είναι μεγάλη χαρά. Σε όλα τα έργα μου υπάρχει πάντα η συνθήκη «εγώ κι ο κόσμος». Ποτέ δεν υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες, κι όταν υπάρχουν δεύτερα πρόσωπα είναι μαριονέτες που εξυπηρετούν απλώς την πλοκή.

Σου αρέσει να ψωνίζεις σε σούπερ μάρκετ; Ναι, μάλλον επειδή συνδέεται με ένα σαββατιάτικο πρωινό που πας συνήθως με την οικογένεια σου ή τον σύντροφο σου, υπάρχει η προσδοκία ότι κάτι καλό θα συμβεί το βράδυ του Σαββάτου, υπάρχει λοιπόν μια προσμονή και μια εφηβική ευφορία ότι μπορούμε να ψωνίσουμε πράγματα που όταν πεινάσουμε θα α τα μαγειρέψουμε και μετά θα κάτσουμε να δούμε καμιά ταινία και μετά θα ετοιμαστούμε για το βράδυ. Όλο αυτό απλώνει στο μυαλό μας, δεν είναι τόσο το ίδιο το προϊόν, όσο η προσμονή και ο ίδιος ο χώρος με τα φώτα, τον κόσμο, την ποικιλία των προϊόντων που πολλά έχουν να κάνουν με φαγητό και που θυμίζει παιδική χαρά. Καλά, μη φανταστείς ότι παθαίνω και διανοητική στύση με τα σούπερ μάρκετ άλλωστε πια όταν μετράμε τα λεφτά μας πριν πάμε ή όταν τρέχουμε αγχωμένοι να το προλάβουμε πώς να το ευχαριστηθούμε. Θεωρώ όμως ότι γενικά έχει πλάκα.

Γιατί ερωτεύεται μια αρκούδα; Ήθελα να βάλω ένα ζώο. Την σκέφτηκα πολύ ελκυστική αυτή την αρκούδα, χαριτωμένη με κανελί, χρυσόξανθο τρίχωμα με μεγάλα γλυκά μάτια, ντροπαλή και όμορφη. Μου άρεσε η ιδέα της αγκαλιάς με αυτήν, δεν ξέρω τι άλλο να πω. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά αυτή τη θαλάσσια αρκούδα που ήρθε από τον βυθό της θάλασσας.

Γιατί δεν γράφεις ποτέ ρεαλιστικά; Αυτό το βιβλίο είναι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ένα τέλος εποχής για εμένα. Είμαι στο όριο να θεωρηθεί μανιέρα αυτό που κάνω. Το έχω κάνει στα τελευταία τέσσερα βιβλία, είπα αυτό που ήθελα να πω, όσο μπορούσε να ακουστεί η φωνή μου ακούστηκε. Πολύ συνειδητά, και δεν με νοιάζει αν θα ακουστεί ως μαθηματική πράξη αυτό, ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να δίνει ένα τελικό στίγμα για όσα ήμουν αυτήν την περίοδο που τώρα πια τελειώνει. Από εδώ και πέρα θέλω να μιλήσω για μια πιο σκοτεινή πλευρά του ανθρώπων και όχι πια με την υπαρξιακή αναζήτηση και τον τρόπο που φιλτράρουμε και διαχειριζόμαστε τη ζωή μας. Με ενδιαφέρει πια να δείξω την ωμή, την κακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης  -κι έτσι βέβαια θα αναδεικνύονται και οι υπόλοιπες- , με ενδιαφέρει να εστιάσω στην ανθρώπινη ηθική που έχει μέσα της τη σήψη και την παρακμή.

Είσαι ποτέ μισάνθρωπος; Όχι.

Μα αφού θέλεις να γράψεις για τη σήψη. Όταν σκέφτεσαι αυτή τη σήψη δεν γίνεσαι μισάνθρωπος; Έχεις πάντα κατανόηση; Δεν έχω κατανόηση αλλά έχω εξήγηση. Δεν αντέχω να είμαι μισάνθρωπος. Αλήθεια, έχω στο μυαλό μου δύο περιπτώσεις ανθρώπων που αποφάσισα να ακυρώσω εντελώς. Κι αυτό έγινε γιατί αντιλήφθηκα το στοιχείο της κακίας απέναντι μου. Σε αυτή την περίπτωση έχει κλείσει ο άλλος για εμένα. Δεν ισχύει το ίδιο με την μαλακία, την αφέλεια, το λάθος, τη τεμπελιά εκεί μπορώ να ανοίξω πάλι την πόρτα μου. Σε όσους όμως έχουν δείξει κακία ποτέ.

Τι αντιλαμβάνεσαι ως κακία; Έναν εν ψυχρώ πυροβολισμό. Δεν είναι μια κατάσταση που διαιωνίζεται αλλά είναι η ακύρωση ηθικών δεσμών με μια λέξη ή με μια πράξη. Όταν ακυρώνει κανείς τη φιλία, ό, τι πιο ιερό υπάρχει, για κάτι μικροπρεπές είναι κακία. Όλοι έχουμε κεραίες που αντιλαμβανόμαστε πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλά τα νιώθουμε να διαπερνούν τους πόρους μας, ξέρουμε πότε κλείνει κάποιος για εμάς. Στην τελική ξέρουμε να ξεχωρίζουμε τη κακία από τον θυμό, προτιμώ να μου πει κάποιος  «άντε και γαμήσου», μετά μπορεί να πιούμε και μπίρα μαζί.

sotakis_2

«Αγαπώ αυτούς που είναι έτοιμοι να ακυρώσουν τη ζωή τους».

Τι σε ενοχλεί στον τρόπο που ζούμε την καθημερινότητά μας και αντιμετωπίζουμε τους άλλους; Θα ήθελα να είμαστε περισσότερο παιδιά. Να ξεκινάμε δηλαδή όχι κρατώντας μαχαίρι αλλά πιστεύοντας στις αγαθές προθέσεις των άλλων. Ξέρω ότι υπάρχει για παράδειγμα διαφθορά στην κοινωνία αλλά κάτσε, περίμενε, άσε να σου δείξει ο άλλος τι είναι κι αν όντως τελικά αποδειχθεί μαλάκας τότε να τον βρίσεις. Αλλά περίμενε λίγο, μην ακυρώνεις από την αρχή. Θέλει ένας ιερέας να μου μιλήσει; Θα κάτσω να τον ακούσω κι ας μην πιστεύω. Δεν πιστεύω επειδή δε νιώθω αυτή την εσωτερική παρόρμηση όχι από θέση. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιος δεν πιστεύει από πολιτική άποψη. Δεν πιστεύεις στην εκκλησία και στο πώς λειτουργεί; Μαζί σου, συμφωνώ μα αυτή είναι η αστική θεώρηση κι εγώ μιλάω για το ζώο, για το πώς νιώθεις ή όχι με τον ύπνο σου, με την ανάσα σου την έννοια του θείου. Ας μην είμαστε πια όλοι προφήτες. Η άποψη πάντα πρέπει να υπάρχει αλλά χωρίς βιασύνη.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή ενός ανθρώπου; Η ικανότητά του να είναι γαλήνιος. Ζηλεύω, με την καλή έννοια, όταν κάποιος είναι. Θα ήθελα πολύ να φτάσω στη γαλήνη. Ο γαλήνιος δρα σωστά, με ειλικρίνεια, με μια τιμιότητα διανοητικού τύπου, ακόμη και το λάθος του το κάνει συνειδητά. Μου έρχεται στο μυαλό η «Βραδύτητα» του Κούντερα καθώς θέλω να πω ότι η γαλήνια σκέψη και στάση έχει να κάνει την ταχύτητα που κανείς σκέφτεται και ζει. Ένας άνθρωπος που είναι γαλήνιος δεν αντιδρά με τρόπους που είναι προκατασκευασμένοι από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αλλά έχει έρθει σε ένα στάτους συνείδησης που μπορεί να πράξει όπως τον καλεί η καρδιά του, το αίμα του, το σώμα του. Ο γαλήνιος ηρεμεί, λέει «Θέλω» και όντως θέλει. Ο γαλήνιος είναι μακριά από οτιδήποτε θεωρείται αυτονόητος τρόπος αντίδρασης. Προσωπικά δεν είμαι έτσι. Έχω τις απόψεις που τις κουβαλάω αλλά δεν μπορώ να ηρεμήσω, να το δω από μακριά και να πάρω αποφάσεις για εμένα. Τα κάνω όλα με ταχύτητα, με ένα λάθος ρυθμό και ο λάθος αυτός ρυθμός είναι η ζωή μου.

«Θα ήθελα να είμαστε περισσότερο παιδιά. Να ξεκινάμε δηλαδή όχι κρατώντας μαχαίρι αλλά πιστεύοντας στις αγαθές προθέσεις των άλλων.»

Τι άλλο επιζητάς στους ανθρώπους και σε εσένα; Για να μιλήσουμε σε καθημερινό επίπεδο την ανεκτικότητα. Λατρεύω τους ανθρώπους που είναι έτοιμοι να ακούσουν, που δεν έχουν μέσα τους ένα προκατασκευασμένο σύμπαν που το μόνο που τους νοιάζει είναι να πάνε κάπου για να το αραδιάσουν λέγοντας «Κοίτα να δεις, αυτό είναι και τέλος». Αγαπώ αυτούς που είναι έτοιμοι να ακυρώσουν τη ζωή τους, να μεταλλαχθούν και δεν αντιδρούν με εφηβική σπασμωδικότητα σε ό,τι διαφορετικό ακούσουν.

Είναι οι Κινέζοι έτσι; Όχι, δεν νομίζω ότι υπάρχει ένας λαός που είναι έτσι. Οι Κινέζοι, σύμφωνα και με ένα υπέροχο κείμενο για τον συμπεριφορισμό τους, έχουν έναν διαφορετικό τρόπο, σε σχέση με εμάς, για να εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Για παράδειγμα όταν θυμώνουν ή όταν ερωτεύονται, στην καθημερινότητα εννοώ, δεν θα στο πουν ποτέ αλλά θα στο δείξουν συμβολικά με κάτι. Θα σου πω ένα παράδειγμα: κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, κάποιοι Σοβιετικοί είχαν πάει να εργαστούν στη Κίνα. Μια κυρία, μάλλον Ουκρανικής  καταγωγής, όμορφη 40άρα είχε πάει σε μια κωμόπολη. Εκεί τη δέχτηκαν οι γείτονες, ζούσε καλά ώσπου κάτι συνέβη κι έγινε ανεπιθύμητη, ίσως τη γλυκοκοίταζαν οι παντρεμένοι ίσως κάτι είπε για τα πολιτικά.  Δεν της είπαν τίποτα αλλά μια μέρα επέστρεψε στο σπίτι της μετά τη δουλειά κι όταν άνοιξε την πόρτα αντίκρισε όλα τα έπιπλα στο σπίτι της σε άλλη θέση από αυτή που τα είχε αφήσει. Όπως καταλαβαίνεις μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε τρέχοντας. Έτσι ο κινέζικος τρόπος κάπως τρομακτικός, σκληρός και αθόρυβος.  Στον έρωτα βέβαια μπορεί να είναι τρυφερός αλλά κι εκεί θα είναι υπαινικτικός.

Το κινέζικο εξώφυλλο του Θαύματος της Αναπνοής

Το κινέζικο εξώφυλλο του Θαύματος της Αναπνοής

Πώς νιώθεις που έχεις μεταφραστεί σε τόσες γλώσσες; Το γεγονός της κυκλοφορίας του «Θαύματος της Αναπνοής» σε τόσες χώρες και της «Παραφωνίας» στην Ολλανδία, με γεμίζει με χαρά, την οποία στ’αλήθεια δεν μπορώ να περιγράψω. Από τη μία γιατί , αν και η γλώσσα μας είναι τόσο σημαντική, δυστυχώς τα μεταφρασμένα ελληνικά βιβλία στο εξωτερικό είναι ελάχιστα, συνεπώς πετυχαίνοντας κάτι τέτοιο, δεν μπορούσα να μην είμαι ενθουσιασμένος. Από την άλλη, η βιωματική, προσωπική,  εμπειρία σε αυτές τις χώρες ήταν ένα δώρο για μένα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι μαθητές μιας ολόκληρης πόλης είχαν ετοιμάσει εργασίες για το «Θαύμα της Αναπνοής», με υποδέχτηκαν με τόση χαρά, ήταν ένα σχεδόν σουρεαλιστικό συναίσθημα, να προσγειώνεσαι σε μια χώρα που δεν έχεις ταξιδέψει ποτέ πριν και να βρίσκεις εκεί αναγνώστες σου. Το ίδιο συνέβη στη Σερβία, όπου το βιβλίο έχει διαγράψει μία πολύ καλή πορεία, κατά κάποιο τρόπο, νιώθω αυτές τις χώρες πιο δικές μου πια, ότι κάτι μάς ενώνει, κάτι τόσο δικό μου

Πόσο χρονών ήσουν όταν βγήκε το πρώτο σου βιβλίο; Ήμουν 24 και τότε  ζούσα στην Αγγλία. Θυμάμαι ότι μιλούσα με την μητέρα μου σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και μου είπε «Βγαίνει το βιβλίο σου από τον Καστανιώτη» κι εγώ ούρλιαζα από χαρά. Έμενα στο Peckham σε μια απίστευτα υποβαθμισμένη περιοχή του ανατολικού Λονδίνου, έπαιζα με ένα γκρουπ τους Jargon και παράλληλα έκανα φωνητική, κλασικό τραγούδι και σεμινάρια μουσικής. Και κάποια στιγμή βρέθηκα στο Μπράιτον για ένα εξάμηνο.  

Πώς βρέθηκες εκεί; Γιατί με μια φτηνιάρικη, ιταλική τοστιέρα έκαψα ένα κτίριο. Εντάξει δεν εννοώ ότι τυλίχτηκε στις φλόγες αλλά κάηκαν όλα τα ηλεκτρολογικά του. Ήταν μια άθλια πολυκατοικία, δεν είχα πολλά χρήματα τότε και περνούσα μέρες πείνας. Ένας Ιταλός συγκάτοικος μου έφυγε και μου άφησε μια τοστιέρα του, από αυτές που βάζεις κάθετα τα ψωμάκια. Πεινούσα εγώ πολύ μια μέρα, είχα μαζέψει κάποια λεφτά και είχα μόλις πάρει κάτι ψωμάκια του τοστ, παράχωσα παραπάνω από όσα χωρούσαν, κάνει ένα ψιλομπάμ η τοστιέρα/φρυγανιέρα και κλείνουν όλα τα φώτα. Βγαίνω στο διάδρομο να δω τι παίζει, βλέπω κι άλλα κεφάλια να έχουν ξεπροβάλλει από τις πόρτες, να ρωτούν βρίζοντας τι έχει συμβεί, το παίζω εγώ ότι και καλά δεν ξέρω, γυρνάω στη κουζίνα, τυλίγω την τοστιέρα σε μια πετσέτα, φτιάχνω βαλίτσα, φεύγω χωρίς να με πάρουν είδηση και πηγαίνοντας στο σταθμό τω ν τραίνων παίρνω τηλέφωνο έναν φίλο μου που έμενε στο Μπράιτον και του λέω «Έκαψα μια πολυκατοικία, έρχομαι να μείνω σε εσένα».

Άρα κι εσύ έχεις ακύρωσες την μέχρι τότε ζωή σου μετακομίζοντας έτσι εντελώς ξαφνικά σε μια άλλη πόλη. Δεν είμαι σίγουρος ό,τι όσα έχω κάνει, τα έχω κάνει σίγουρα εγώ. Αυτό με την καμμένη τοστιέρα, έγινε τόσο παλιά, που πράγματι δεν το έχω κάνει εγώ, αλλά ο άνθρωπος που ζούσε μέσα μου εκείνη την εποχή. Βέβαια, καλού κακού, δεν ξαναπερνάω από εκείνη τη γειτονιά.


Το βιβλίο του Δημήτρη Σωτάκη «Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.