To Atopos Unlocked, το νέο πρόγραμμα του πολιτιστικού οργανισμού Atopos Contemporary Visual Culture (Atopos cvc), συνεχίζεται με τη συμμετοχή της Γαλλίδας Clo’e Floirat. Η Clo’e ως δεύτερη συμμετέχουσα στο project Occupy Atopos έχει «καταλάβει» την έδρα της Atopos, παράγοντας πρωτότυπα έργα γύρω από τη νέα θεματική – έρευνα εν εξελίξει του οργανισμού με τίτλο Unlocked: την απεικόνιση του γυμνού ανθρώπινου σώματος από τη σύγχρονη γενιά καλλιτεχνών του Tumblr και των social media.
Πότε πήρατε στα χέρια σας για πρώτη φορά μολύβι και χαρτί και φτιάξατε το πρώτο σας σχέδιο; Νομίζω αμέσως μόλις ήμουν σε θέση να ζωγραφίσω, δηλαδή πρέπει να ήμουν τριών ή τεσσάρων χρόνων. Θυμάμαι πολύ λίγα πράγματα από την παιδική μου ηλικία, γιατί έχω γενικά πολύ κακή μνήμη, ωστόσο θυμάμαι πως ήμουν τεσσάρων χρόνων όταν αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ζωγράφος. Δεν ήξερα στ’ αλήθεια τι σήμαινε, ήταν πάντως αυτό που ήθελα να κάνω.
Στο οικογενειακό σας περιβάλλον υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ως αντικείμενο ενασχόλησης την τέχνη ή την αρχιτεκτονική; Ναι, η μητέρα μου είναι αρχιτέκτονας, το ίδιο η αδερφή μου και ο άντρας της. Όλοι είναι αρχιτέκτονες και μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είχα άλλη επιλογή από το να μην ασχοληθώ με την τέχνη. Ο πατέρας μου είναι οινολόγος, δεν έχει καμία σχέση με τον κλάδο, αλλά αυτός ήταν που σκίτσαρε και ζωγράφιζε από χόμπι.
Πιστεύετε ότι ο καλλιτέχνης πρέπει ταυτόχρονα να είναι και κριτικός της δικής του δουλειάς, πριν την καταστήσει γνωστή στο κοινό και τους επαγγελματίες κριτικούς;Σίγουρα, αν ένας καλλιτέχνης σταματάει να σκέφτεται τι είναι αυτό που κάνει, «πεθαίνει». Πρέπει να ρωτάς τον εαυτό σου τι είναι αυτό που δημιουργείς, να αναθεωρείς αυτό που κάνεις συνέχεια. Αυτό είναι η ουσία του να κάνεις τον κριτικό του εαυτού σου.
Αυτό, όμως, δε μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην έμπνευση του καλλιτέχνη; Δεν επηρεάζει παραπάνω από όσο πρέπει την καλλιτεχνική δημιουργία, στρέφοντάς την, ίσως, αλλού από εκεί που ο καλλιτέχνης ήθελε αρχικά να την προσανατολίσει; Βέβαια, αυτό όμως σχετίζεται και με το τι θέλει καθένας εξαρχής. Για παράδειγμα εγώ πάντα ήθελα να δημιουργώ τέχνη και να κάνω κριτική σε έργα τέχνης. Γι’ αυτό και σπούδασα τα συγκεκριμένα πράγματα: αρχιτεκτονική, τέχνη και design, κριτική τέχνης, ακριβώς για να μπορώ να μιλήσω για αυτά που ήθελα. Κατά κάποιο τρόπο «προσποιούμουν» ότι ήθελα να κάνω όλα τα παραπάνω ξεχωριστά και όχι όλα μαζί. Ποτέ π.χ. δεν ήθελα να έχω ένα στούντιο δικό μου. Όταν θέλεις να γίνεις κριτικός τέχνης ή δημοσιογράφος, πρώτα σπουδάζεις αυτό το κομμάτι και μετά εξειδικεύεσαι σ’ αυτό με το οποίο θέλεις να ασχοληθείς. Εγώ προσπάθησα να τα κάνω ανάποδα: πρώτα σπούδασα τέχνη και σχέδιο, οπότε μπορούσα να είμαι καλλιτέχνης, ήξερα δηλαδή το αντικείμενο για το οποίο ήθελα να γράψω. Και μετά σπούδασα κριτική τέχνης, για να μπορώ να γράψω. Τώρα, λοιπόν, είμαι σε θέση να συνδυάζω αυτές τις ιδιότητες.
Δεν αυτολογοκρίνεστε, όμως, με τον τρόπο αυτό, υποσυνείδητα; Κατά κάποιο τρόπο έχει συμβεί αυτό, εξαρτάται όμως από το ευρύτερο περιεχόμενο και το νόημα αυτού με το οποίο ασχολούμαι κατά περίπτωση. Π.χ. στην περίπτωση που με έχουν καλέσει σε κάποια έκθεση για να κάνω αυτό το πράγμα. Κάθε χρόνο με καλούν στην Monumenta. Την πρώτη φορά ήταν για τον Anish Kapoor, όπου μου είπαν να ζωγραφίζω κάθε μέρα ένα σχέδιο, όσο γινόταν η τοποθέτηση κάθε τμήματος του installation. Δεν είχε κανένας άλλος πρόσβαση σε αυτό, οπότε η ιδέα συνίστατο στο ότι θα έδινα στο κοινό μερικές ιδέες σχετικά με το τι συνέβαινε εκεί μέσα. Εκεί σίγουρα αυτολογοκρίθηκα. Η ιδέα ήταν να δω τα κομμάτια της έκθεσης και να τα «καταγράψω» με κριτική σκέψη. Δεν άφησα, όμως, τον εαυτό μου να βγάλει στο χαρτί πλήρως τον σαρκασμό που ήθελα να εκφράσω. Όταν συμμετείχα στη Monumenta την επόμενη χρονιά, που φιλοξενούσε τον Daniel Buren ήμουν πιο επικριτική στο πλαίσιο της δουλειάς μου, διότι δε μου άρεσαν καθόλου αυτά που περιλάμβανε η έκθεσή του. Την τελευταία ημέρα απλώς έδωσα μια λευκή κόλλα, δεν είχα να ζωγραφίσω κάτι κριτικάροντάς το, γιατί δεν είχα κάτι άλλο να πω πλέον. Κι αυτό ήταν κάπως δύσκολο.
Η «ζωγραφική κριτική» (drawing crit’) με την οποία ασχολείστε, πώς αντιμετωπίζεται από τους επαγγελματίες κριτικούς τέχνης; Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, επειδή πρόκειται για κάτι πάρα πολύ νέο, οι άνθρωποι συχνά δεν έχουν άποψη γι’ αυτό, δεν ξέρουν τι να πουν. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για ζωγραφική, για σκίτσα, πολλές φορές εμμένουν σ’ αυτό και εκτιμούν και σχολιάζουν απλά το σκίτσο, χωρίς να πάνε παραπέρα. Τώρα που κάνω αυτή τη δουλειά για την Artpress, ακούω την κριτική των ανθρώπων της πάνω στο έργο μου. Της αρχισυντάκτριας Catherine Millet, για παράδειγμα. Κι αυτό είναι πολύ εποικοδομητικό, διότι τώρα είναι η στιγμή για να έχω αυτού του είδους το feedback πάνω στη δουλειά μου. Η αλήθεια είναι πως γενικότερα οι άνθρωποι δεν ξέρουν πού να κατατάξουν αυτό που κάνω, στη ζωγραφική ή στο γράψιμο.
Είναι απαραίτητη, όμως, μια τέτοια κατάταξη; Σε καμία περίπτωση. Μου αρέσουν και τα δυο αυτά πράγματα, μου αρέσει να συνυπάρχουν στο έργο μου, οπότε το βλέπω σαν μια προσωπική μου νίκη.
Πώς σκέφτεστε να «ξεκλειδώσετε» το ανθρώπινο σώμα στην έκθεσή σας στην Atopos; Θα «παίξω» με δυο διαφορετικούς τρόπους δουλειάς. Καταρχάς θα χρησιμοποιήσω ορισμένες εικόνες που ήδη έχουν επιλεγεί. Η ιδέα είναι να ζωγραφίσω πάνω τους και να αποκαλύψω περισσότερο τα απόκρυφα σημεία τους. Υπάρχει τόσο πολύ γυμνό σ’ αυτές τις εικόνες, που τελικά καταλήγεις να μην το παρατηρείς. Οπότε θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω πάνω του για να το κρύψω, με σκοπό, όμως, να αφήσω υπόνοιες για την ύπαρξή του. Στις μέρες μας έχουμε συνηθίσει πολύ το γυμνό. Υπάρχει τόσο πολύ γύρω μας, που το κοιτάμε, αλλά δεν το παρατηρούμε. Η ιδέα δηλαδή θα είναι: «κρύψε για να δείξεις».
Είναι πολύ «γυμνή» η σημερινή τέχνη, για το δικό σας γούστο; Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το γυμνό, δεν είμαι καθόλου συντηρητική, αλλά πολλές φορές η γυμνή απεικόνιση παρουσιάζεται ως ένα πολύ «εύκολο» και ακατέργαστο ως αποτέλεσμα. Δηλαδή προσφέρεται με έναν τρόπο «δωρεάν», ας πούμε.
Τα έργα σας μοιάζουν αρκετά με γελοιογραφίες εφημερίδων και παρακολουθούν την καθημερινότητα. Πιστεύετε στη ρήση του Ad Reindhart ότι «Η τέχνη είναι η τέχνη, όλα τα υπόλοιπα είναι ‘όλα τα υπόλοιπα’»; Έχετε καταφέρει να τα αναμίξετε την τέχνη με «όλα τα υπόλοιπα»; Η τέχνη πρέπει να είναι μια διεθνής γλώσσα. Πρέπει να είναι προσβάσιμη. Δεν θέλω να μιλάω με όρους όπως ο «εκδημοκρατισμός» της τέχνης, δε μου αρέσει αυτός ο όρος. Είναι ενδιαφέρουσα η ερώτηση, διότι όταν ξεκίνησα να ζωγραφίζω ασχολιόμουν κυρίως με την αρχιτεκτονική και τη σύγχρονη τέχνη. Δημιουργούσα ένα “inside joke”, σα να ήμουν απομονωμένη από άλλα πράγματα, σα να ήταν «ερμητικά κλειστά» τα έργα μου. Και οι φίλοι μου, που ασχολούνταν με κάτι άλλο, ήταν π.χ. δικηγόροι ή γιατροί δεν καταλάβαιναν τις αναφορές μου, παρότι τους άρεσαν τα έργα μου από αισθητικής άποψης. Αυτό ήταν ταυτόχρονα το αδύναμο και το δυνατό μου σημείο. Οι άνθρωποι που καταλάβαιναν σε τι αναφερόμουν αισθανόταν μοναδικοί. Ήξεραν ότι μόνο αυτοί θα καταλάβαιναν, διότι π.χ. είχαν δει πριν την έκθεση την οποία σχολίαζα με τα σκίτσα μου ή ήξεραν τον αρχιτέκτονα που σχολίαζα. Αυτό το κρατάω ακόμα ως δυνατό σημείο. Τέτοιο είναι το έργο που παράγω για την Artpress. Ταυτόχρονα, όμως, προσπαθώ να είμαι ανοιχτή και απευθύνομαι σε περισσότερους ανθρώπους. Ακόμα, όμως, και να μην καταλάβεις ακριβώς την αναφορά, πρόκειται για ένα κόμικ με μαύρο μελάνι. Όλοι μπορούν να αντιληφθούν το σχήμα του, το τι είναι αυτό. Είναι πάντα προσβάσιμο δηλαδή, με αυτή την έννοια. Εντέλει, δηλαδή, η τέχνη δε στέκεται ξεχωριστά από τα «υπόλοιπα πράγματα».